Την ερχόμενη Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου, το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης ιδρύει το νέο, καινοτόμο Υπερταμείο Συνεπενδύσεων, το οποίο θα συγκεντρώνει επενδυτικά κεφάλαια για την ενίσχυση καινοτόμων ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η εκδήλωση παρουσίασης και υπογραφής της σύμβασης για την ενεργοποίηση του Ταμείου Συμμετοχών θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα, παρουσία του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Βέρνερ Χόγερ και της Επιτρόπου Περιφερειακής Πολιτικής της Ε.Ε. Κορίνα Κρέτσου.
Η επενδυτική πλατφόρμα του Ταμείου Συμμετοχών, τη διαχείριση του οποίου θα αναλάβει το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο EIF, θα ξεκινήσει τη λειτουργία της με κεφάλαια 200 εκατ. ευρώ από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους (ΕΣΠΑ), 60 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο, καθώς και επιπλέον κεφάλαια από διεθνή πιστωτικά ιδρύματα και ιδιώτες επενδυτές.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξης Χαρίτσης δήλωσε σχετικά: «Το νέο Ταμείο Συμμετοχών (Fund of Funds) αποτελεί ένα ιδιαίτερα καινοτόμο και πρωτοποριακό χρηματοδοτικό εργαλείο το οποίο για πρώτη φορά υλοποιείται στη χώρα μας. Εστιάζει στην καινοτομία, την εξωστρέφεια και τις συνέργειες κάθε είδους που θα συμβάλουν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Στοχεύει στην αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και ανάσχεσης της φυγής νέων επιστημόνων από τη χώρα. Συμπληρωματικά προς τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, το νέο Ταμείο αποτελεί μία ακόμη σημαντική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την ενισχυση δυναμικών και καινοτόμων ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους και να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξωστρέφεια. Ταυτόχρονα, μέσω του νέου Ταμείου στοχεύουμε στην προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό που διαφορετικά δεν θα εισέρεαν στην ελληνική οικονομία.
Η συμμετοχή στο νέο Ταμείο σημαντικών διεθνών χρηματοπιστωτικών οίκων δείχνει τη σημασία που αποδίδουν στις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και πιστοποιεί τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας».
Το Ταμείο Συνεπενδύσεων εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση μέσω συμμετοχών στα κεφάλαια των επιχειρήσεων και όχι μέσω παροχής δανείων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα υλοποίησης επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν διαφορετικά. Η χρηματοδότηση αυτή θα πραγματοποιείται μέσω ενδιάμεσων ταμείων συμμετοχών, τα οποία θα προκύπτουν από διαγωνιστική διαδικασία. Συγκεκριμένα, το Ταμείο Συμμετοχών θα επενδύει σε τρεις βασικούς τομείς: α) στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, β) στον τομέα της γενικής επιχειρηματικότητας για επιχειρήσεις σε αρχικά στάδια και γ) στον τομέα της γενικής επιχειρηματικότητας για επιχειρήσεις σε στάδιο ανάπτυξης.
Το Ταμείο απευθύνεται σε κάθε είδους επιχειρήσεις, με ιδιαίτερη όμως έμφαση στους στρατηγικούς τομείς προτεραιότητας της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τον τουρισμό, την ενέργεια, την αγροδιατροφή, το περιβάλλον, την εφοδιαστική αλυσίδα, τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, την υγεία και φαρμακευτική βιομηχανία, τη δημιουργική και πολιτιστική βιομηχανία, τα υλικά και τις κατασκευές.
Στο σύνολο της επενδυτικής πλατφόρμας, το αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί μέσω μόχλευσης είναι πολλαπλάσιο των αρχικών πόρων που δεσμεύονται. Στο πλαίσιο αυτό δίδεται η δυνατότητα να συνεπενδυθούν πόροι από το “Σχέδιο Γιουνκερ» με πόρους από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία. Ουσιαστική εμπλοκή στην επενδυτική πλατφόρμα θα έχει επίσης ο νέος δημόσιος αναπτυξιακός φορέας, που θα προκύψει από τη αναβάθμιση του ΕΤΕΑΝ και τη θυγατρική του, το ΤΑΝΕΟ. Κατά το πρότυπο των αντίστοιχων φορέων στις χώρες της ΕΕ, ο εθνικός φορέας θα αναλάβει σταδιακά τη συνολική διαχείριση των πρωτοβουλιών του δημοσίου για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ο Γενικός Γραμματέας ΕΣΠΑ κσι Δημοσίων Επενδύσεων Παναγιώτης Κορκολής δήλωσε: «Το νέο Ταμείο προικίζεται με ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσό δημόσιων πόρων. Μέσα μάλιστα από τη χρηματοδοτική συμμετοχή ιδιωτών συνεπενδυτών, τα συνολικά κεφάλαια του νέου Ταμείου αναμένεται να ανέλθουν στο 1 δισ. ευρώ. Εξασφαλίζει συνέχεια στη δημόσια χρηματοδοτική ικανότητα καθώς τα χρήματα που επιστρέφονται από τις αρχικές επενδύσεις, μπορούν να επενδυθούν εκ νέου για τον ίδιο σκοπό».