ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΗ έδρα μητρικής εταιρίας ως κέντρο κυρίων συμφερόντων της θυγατρικής της στο πλαίσιο διασυνοριακής διαδικασίας αφερεγγυότητας (Δ. Αυγητίδης – Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ , Γνωμ.)

3 Οκτωβρίου 20170

 

όπως η παρούσα δημοσιεύτηκε στην έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού “Δίκαιο Επιχειρήσεων & Εταιριών”Τεύχος 8-9/2017, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2017, σελ. 1001

 

Η έδρα μητρικής εταιρίας ως κέντρο κυρίων συμφερόντων της θυγατρικής της στο πλαίσιο διασυνοριακής διαδικασίας αφερεγγυότητας (Γνωμ.)

Δημήτρης Αυγητίδης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

I. Πραγματικά περιστατικά

1. Η Α είναι ανώνυμη εταιρία με διεύθυνση καταστατικής έδρας στη Θεσσαλονίκη και ασκεί τη βιομηχανική δραστηριότητά της στις εγκαταστάσεις της που βρίσκονται όπου και η καταστατική της έδρα. Η Α λύθηκε και ετέθη σε διαδικασία εκκαθάρισης (με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της 24ης Οκτωβρίου 2014).

2. Ένα ποσοστό ύψους 77,12% του μετοχικού κεφαλαίου της Α ανήκει στην Ι, η οποία είναι μητρική εταιρία το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας κατέχεται κατά 100% από την Β. Ανάμεσα στους υπόλοιπους μετόχους της Α περιλαμβάνονται η Τράπεζα Γ που κατέχει το …% του μετοχικού κεφαλαίου της και η Τράπεζα Δ, η οποία κατέχει το …% του μετοχικού της κεφαλαίου.

3. Την 21η Ιανουαρίου 2015, η Β ετέθη στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας Ειδικής Διαχείρισης, όπως προβλέπεται στο Ιταλικό Διάταγμα 347/2003, δυνάμει απόφασης του Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης της Ιταλίας. Με απόφασή του, που δημοσιεύτηκε την 30η Ιανουαρίου 2015, το Δικαστήριο του Μιλάνου κήρυξε την Β σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

4. Κατόπιν αίτησης των Ειδικών Διαχειριστών της Β, ο Υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης της Ιταλίας εξέδωσε απόφαση με ημερομηνία 19 Ιουλίου 2016. Σύμφωνα με αυτήν, η εταιρία Α εισήχθη, επίσης, στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας Ειδικής Διαχείρισης με επέκταση σε αυτήν της Ειδικής Διαχείρισης που είχε ήδη εκκινήσει κατά της Β και με διορισμό των ίδιων Ειδικών Διαχειριστών, σύμφωνα με το άρθρο 3(3) του Ιταλικού Διατάγματος 347/2003 και με το άρθρο 85 του Ιταλικού Διατάγματος 270/99.

5. Με την Προσφυγή τους ενώπιον του δικαστηρίου του Μιλάνου, οι Ειδικοί Διαχειριστές της Β, ζήτησαν από το Δικαστήριο του Μιλάνου να αναγνωρίσει ότι το Κέντρο των Κυρίων Συμφερόντων της Α είναι στην Ιταλία, στην έδρα της μητρικής της εταιρίας Β, και, κατά συνέπεια, ότι η Α εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Μιλάνου, να κηρύξει την Α σε κατάσταση αφερεγγυότητας και να εισάγει την Α στη διαδικασία της Ειδικής Διαχείρισης επεκτείνοντας την Ειδική Διαχείριση της Β στην θυγατρική της Α, σύμφωνα με το άρθρο 3(3) του Ιταλικού Διατάγματος 347/2003 και το άρθρο 85(1) του Ιταλικού Διατάγματος 270/1999.

II. Ερωτήματα

6. Σε συνέχεια των ανωτέρω, ερωτήθηκα για τα ακόλουθα:

i. Ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο επί της Προσφυγής των Ειδικών Διαχειριστών της Β ενώπιον του Δικαστηρίου του Μιλάνου, σχετικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για το άνοιγμα διαδικασιών αφερεγγυότητας σε βάρος της Α;

ii. Είναι το Δικαστήριο του Μιλάνου αρμόδιο να εκκινήσει κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της Α και έχει αυτό δικαιοδοσία να επεκτείνει την Ειδική Διαχείριση της Β στην θυγατρική της εταιρία, την Α;

III. Απαντήσεις

Α. Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου

i. Γενικά

7. Ο Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) 1346/2000 σχετικά με τις Διαδικασίες Αφερεγγυότητας (εφεξής «ο Κανονισμός») στοχεύει στην καθιέρωση κοινού πλαισίου για τη διασυνοριακή αφερεγγυότητα μεταξύ των Κρατών Μελών. Ο γενικός στόχος είναι η προαγωγή της κατάλληλης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς παρέχοντας τη δυνατότητα ώστε οι διαδικασίες αφερεγγυότητας να λειτουργούν αποτελεσματικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να πετύχει αυτόν το στόχο, καθιερώνει ένα ενιαίο σύνολο κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για την αφερεγγυότητα και, συγκεκριμένα, κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση διαδικασιών αφερεγγυότητας και το συντονισμό παράλληλων διαδικασιών[1]. Ο Κανονισμός έχει καταστεί αντικείμενο εκτενών προσπαθειών μεταρρύθμισης καταλήγοντας στην υιοθέτηση του Κανονισμού του Συμβουλίου 848/2015, ο οποίος σκοπεί στην βελτίωση των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των διαδικασιών αφερεγγυότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, με την εξαίρεση κάποιων συγκεκριμένων διατάξεων άσχετων με την υπό εξέταση περίπτωση, θα τεθεί σε ισχύ την 26η Ιουνίου 2017[2]. Συνεπώς, έως εκείνη την ημερομηνία, οι διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας στις οποίες εμπλέκονται Κράτη Μέλη της Ένωσης εμπίπτουν στο κανονιστικό πεδίο του Κανονισμού 1346/2000.

8. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του, ο Κανονισμός εφαρμόζεται σε συλλογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι οποίες συνεπάγονται τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση της περιουσίας ενός οφειλέτη και το διορισμό ενός εκκαθαριστή. Υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο Κανονισμός εφαρμόζεται επί μιας διαδικασίας: α) Η διαδικασία θα πρέπει να είναι συλλογική, δηλαδή, ο Κανονισμός δεν εφαρμόζεται επί διαδικασιών για την εκτέλεση ατομικών απαιτήσεων, αλλά μόνο σε εκείνες τις διαδικασίες όπου οι πιστωτές επιχειρούν να διευθετήσουν συλλογικά τις απαιτήσεις τους· β) η διαδικασία θα πρέπει να βασίζεται στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη[3]. Ο Κανονισμός δε διασαφηνίζει τον όρο «αφερεγγυότητα»· εντούτοις, η βασική ιδέα είναι η κατάσταση «οικονομικής κρίσης» του οφειλέτη, η ακριβής φύση της οποίας θα πρέπει να διασαφηνίζεται από το εθνικό δίκαιο[4]· γ) η εφαρμογή της διαδικασίας θα πρέπει να συνεπάγεται μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση, δηλαδή, τη μεταβίβαση σε άλλο πρόσωπο, (εκκαθαριστή), των εξουσιών διαχείρισης και διάθεσης του συνόλου ή μέρους της περιουσίας του οφειλέτη· δ) η διαδικασία θα πρέπει να περιλαμβάνει τον διορισμό ενός εκκαθαριστή, δηλαδή, προσώπου που αναλαμβάνει το σύνολο ή μέρος της διαχείρισης της περιουσίας του οφειλέτη, λόγω της ανωτέρω απαλλοτρίωσης[5].

9. Το άρθρο 2(α) του Κανονισμού ορίζει τις «διαδικασίες αφερεγγυότητας», όπως αυτές αναφέρονται στο Παράρτημα Α του Κανονισμού. Η λίστα των διαδικασιών του Παραρτήματος Α συμπληρώνεται από τα κράτη μέλη, τα οποία καθορίζουν τις διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Αφού η διαδικασία εισαχθεί στη λίστα, ο Κανονισμός εφαρμόζεται χωρίς περαιτέρω εξέταση από τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο τα εθνικά δικαστήρια να καθορίσουν σε κάθε περίπτωση εάν μία συγκεκριμένη διαδικασία αφερεγγυότητας πληροί ή όχι τα ανωτέρω (υπ’ αριθμ. 8) τέσσερα κριτήρια[6]. Το Παράρτημα Β του Κανονισμού περιλαμβάνει τις διαδικασίες εκκαθάρισης. Ο Κανονισμός τροποποιήθηκε πρόσφατα, ώστε τα εν λόγω Παραρτήματα να εκσυγχρονιστούν[7]. Η συμπερίληψη μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας στο Παράρτημα Α είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή σε αυτήν του Κανονισμού. Η προϋπόθεση προκύπτει σαφώς από το λεκτικό του άρθρου 2(α) του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η συμπερίληψη διαδικασιών πτώχευσης από Κράτη Μέλη στα Παραρτήματα συνιστά ένα κλειστό σύστημα που εξασφαλίζει τη νομική βεβαιότητα, δεδομένων των σημαντικών διαφοροποιήσεων των διαδικασιών αφερεγγυότητας στα διάφορα εθνικά δίκαια[8].

ii. Η εκκίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας – Δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων

10. Στην περίπτωση που κάποια διαδικασία αφερεγγυότητας εμπίπτει στο κανονιστικό πλαίσιο του Κανονισμού και αφορά περισσότερα από ένα κράτη μέλη, ο καθορισμός της δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων για την εκκίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας ορίζεται ευθέως από τον Κανονισμό. Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 3, που καθορίζει το εδαφικό πεδίο ισχύος του Κανονισμού, αρμοδιότητα να εκκινήσουν διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους, εντός του οποίου βρίσκεται το Κέντρο Κυρίων Συμφερόντων (εφεξής ΚΚΣ) του οφειλέτη. Με αυτή την έννοια, το ΚΚΣ εξυπηρετεί διττή λειτουργία: από τη μία πλευρά, καθορίζει πότε εφαρμόζεται ο Κανονισμός, ενώ, από την άλλη, καθορίζει ποιο κράτος μέλος έχει δικαιοδοσία να εκκινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας. Όταν το ΚΚΣ του οφειλέτη βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Κανονισμός ορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία, ανεξαρτήτως της εθνικότητας του οφειλέτη ή του τόπου εγκατάστασης του[9]. Εφόσον, συνεπεία της εφαρμογής του ανωτέρω κανόνα, η δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους να εκκινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας έχει κατοχυρωθεί, αυτή η διαδικασία θα είναι η κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας και θα διέπεται από το εθνικό δίκαιο εκείνου του κράτους, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί και τις συνέπειές της.

11. Στην περίπτωση που έχει εκκινήσει κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας, κατά τα ανωτέρω, οποιεσδήποτε άλλες διαδικασίες εκκίνησαν από τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου ο οφειλέτης διατηρεί εγκατάσταση, θεωρούνται δευτερεύουσες διαδικασίες και περιορίζονται μόνο σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους (δευτερεύουσες διαδικασίες)[10]. Μόνο μία κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να ανοιχτεί για τον ίδιο οφειλέτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, η διεθνής δικαιοδοσία αντιστοιχεί, αποκλειστικά, στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται το ΚΚΣ του οφειλέτη[11]. Δευτερεύουσες διαδικασίες μπορεί να αποτελούν μόνο οι διαδικασίες εκκαθάρισης, όπως αυτές ρυθμίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του Κανονισμού, άρθρα 27 και επόμενα.

12. Η απόφαση με την οποία εκκινεί κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη από τον χρόνο που καθίσταται ισχυρή κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο εκδόθηκε. Η απόφαση παράγει, χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις, τα ίδια αποτελέσματα σε κάθε άλλο κράτος μέλος, με αυτά που παράγει εντός του κράτους ανοίγματος της διαδικασίας, εκτός εάν ο Κανονισμός προβλέπει άλλως. Αυτός ο κανόνας προτεραιότητας του δικαστηρίου που εκκίνησε πρώτο διαδικασία αφερεγγυότητας εκπορεύεται από την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης όπως αυτή διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 22 του προοιμίου του Κανονισμού. Μία περαιτέρω συνέπεια του κανόνα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι το καθήκον του δικαστηρίου να αποφασίσει πρώτα για το άνοιγμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας εξετάζοντας την αρμοδιότητά του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3(1) του Κανονισμού. Κατά συνέπεια, είναι καθήκον του δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι το ΚΚΣ του οφειλέτη εμπίπτει στη χωρική του δικαιοδοσία, προκειμένου να διαπιστώσει την αρμοδιότητά του για το άνοιγμα μιας διαδικασίας (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood, C-341/04, παρ. 43). Από την άλλη πλευρά, όπως διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 22 του Κανονισμού, τα δικαστήρια άλλων κρατών μελών είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίσουν την απόφαση, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τα κριτήρια επί των οποίων το δικαστήριο που εκκίνησε τη διαδικασία θεμελίωσε την απόφασή του. Εάν ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει την γνώμη ότι το ΚΚΣ του οφειλέτη βρίσκεται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και επιθυμεί να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου του κράτους της κύριας διαδικασίας, η μόνη δυνατότητά του είναι να καταφύγει στα ένδικα μέσα (συμπεριλαμβανομένης και της παρέμβασης κατά την ακροαματική διαδικασία ή της προσβολής της απόφασης που κατοχυρώνει τη δικαιοδοσία) που προβλέπονται στη νομοθεσία του κράτους στο οποίο κινήθηκε η κύρια διαδικασία (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood C-341/2004, παρ. 43).

2. Το Κέντρο των Κύριων Συμφερόντων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1346/2000

i. Το Κέντρο των Κύριων Συμφερόντων Νομικών Προσώπων

13. Παρά το γεγονός ότι συνιστά το θεμελιώδη παράγοντα για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας των κρατών μελών κατά το άνοιγμα των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο Κανονισμός 1346/2000 δεν περιλαμβάνει ορισμό του ΚΚΣ. Εντούτοις, η έννοια του ΚΚΣ διασαφηνίζεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προοιμίου του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία το κέντρο των κύριων συμφερόντων θα πρέπει να ταυτίζεται με τον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί τη διοίκηση των συμφερόντων του σε συχνή βάση και είναι, κατά συνέπεια, αναγνωρίσιμος από τρίτα πρόσωπα[12]. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο παραπάνω ορισμός υποδηλώνει ότι το ΚΚΣ θα πρέπει να εντοπίζεται με αναφορά σε κριτήρια, τα οποία είναι, αφενός, αντικειμενικά και, αφετέρου, αναγνωρίσιμα από τρίτα πρόσωπα. Η αντικειμενικότητα και η δυνατότητα αναγνώρισης από τρίτους συνιστούν κριτήρια πρωτεύουσας σημασίας για την εξασφάλιση προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου σχετικά με το αρμόδιο δικαστήριο και το εφαρμοστέο δίκαιο επί κύριων διαδικασιών αφερεγγυότητας (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood, C-341/2004, παρ. 33).

14. Αναφορικά με τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα γενικά, ο Κανονισμός εισάγει τεκμήριο για τον προσδιορισμό του ΚΚΣ, ορίζοντας στο άρθρο 3(1) εδ. 2 του Κανονισμού, ότι ο τόπος της καταστατικής έδρας θεωρείται ότι αποτελεί το ΚΚΣ ελλείψει αποδείξεως περί του αντιθέτου. Η επιλογή αυτού του τεκμηρίου οφείλεται στο γεγονός ότι η καταστατική έδρα λαμβάνει ευρύτερη δημοσιότητα και είναι ευκολότερα προσβάσιμη και εξακριβώσιμη από τρίτα μέρη. Συνεπώς, η καταστατική έδρα μιας εταιρίας πληροί περισσότερο τα κριτήρια της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, στοιχεία απαραίτητα για τη διακρίβωση του ΚΚΣ[13]. Με βάση αυτά, προκειμένου να ανατραπεί αυτό το τεκμήριο, θα πρέπει να υπάρχουν αντικειμενικοί και διακριβώσιμοι από τρίτα μέρη παράγοντες ικανοί να αποδείξουν ότι υφίσταται μία πραγματική κατάσταση, η οποία είναι διαφορετική από αυτήν που προκύπτει από την καταστατική έδρα της εταιρίας (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, C-341/2004, παρ. 34). Σύμφωνα με το ΔΕΕ, αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί στην περίπτωση εικονικής εταιρίας η οποία δεν ασκεί καμία δραστηριότητα στον τόπο της καταστατικής της έδρας (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood, C-341/2004, παρ. 35). Σε αυτή την περίπτωση, το μέρος που έχει συμφέρον από την ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας φέρει το βάρος απόδειξης και απαιτείται να αποδείξει τους παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το ΚΚΣ της εταιρίας βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος μέλος. Έχει θεωρηθεί, εντούτοις, ότι στην περίπτωση κατά την οποία νομικό πρόσωπο συνδέεται στενότερα με περισσότερες από μία δικαιοδοσίες με τρόπο κατά τον οποίο το ΚΚΣ του δεν μπορεί να εντοπιστεί με βεβαιότητα, ως ΚΚΣ του θα πρέπει να χαρακτηρίζεται η καταστατική του έδρα[14].

ii. Το Κέντρο των Κύριων Συμφερόντων Ομίλου Εταιριών

15. Οι ανωτέρω παρατηρήσεις ισχύουν, ομοίως, και για τους ομίλους εταιριών. Όπως διατυπώνεται στη θεωρία, συνιστά σκόπιμη επιλογή των συντακτών του Κανονισμού να μην συμπεριλάβουν τους ομίλους στο κανονιστικό του πεδίο[15]. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού, οι εταιρίες που ανήκουν σε όμιλο είναι διαφορετικά νομικά πρόσωπα και η χωριστή νομική προσωπικότητα διατηρείται ακόμα και σε περίπτωση έναρξης διαδικασιών αφερεγγυότητας. Συνεπώς, κάθε εταιρία του ομίλου υπόκειται σε ξεχωριστές και αυτόνομες διαδικασίες αφερεγγυότητας, επί των οποίων το αρμόδιο δικαστήριο και το εφαρμοστέο δίκαιο ορίζονται σε σχέση με το κατάλληλο για αυτήν ΚΚΣ[16], όπως αυτό ορίζεται από τον Κανονισμό. Αυτό έχει ήδη επιβεβαιωθεί από το ΔΕΕ στην απόφασή του επί της υπόθεσης Eurofood (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood, C-341/2004, παρ. 30), στην οποία το ΔΕΕ, όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει το αρμόδιο δικαστήριο για την εκκίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας για μία θυγατρική, υπογράμμισε ότι «προκύπτει ότι για το σύστημα που καθιερώθηκε από τον Κανονισμό για την κατοχύρωση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων των Κρατών Μελών, κάθε οφειλέτης που αποτελεί χωριστή νομική προσωπικότητα υπόκειται στη δική του αρμοδιότητα δικαστηρίου». Αντίστοιχα, μία θυγατρική δεν μπορεί να θεωρηθεί εγκατάσταση της μητρικής της και να υπόκειται σε δευτερεύουσες διαδικασίες σχετικά με τις κύριες διαδικασίες της μητρικής της εταιρίας, αφού το άνοιγμα των δευτερευουσών διαδικασιών προϋποθέτει ότι ο οφειλέτης που εμπλέκεται και στις δύο διαδικασίες είναι η ίδια νομική προσωπικότητα.

16. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω παρατηρήσεις σχετικά με τους ομίλους εταιριών ισχύουν ομοίως και επί ομίλων όπου η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο των μετοχών της θυγατρικής της. Σε αυτήν την περίπτωση, ως αποτέλεσμα του ανοίγματος της διαδικασίας αφερεγγυότητας της μητρικής, π.χ. πτώχευσης, οι μετοχές της στη θυγατρική εταιρία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία της πρώτης[17].

17. Συχνά, όμως, παρατηρείται ότι εθνικά δικαστήρια κρατών μελών, όπου μητρικές εταιρίες έχουν την καταστατική τους έδρα ή το ΚΚΣ τους, κρίνουν υπέρ της ανατροπής του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας που ορίζει ο Κανονισμός, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΣ θυγατρικής βρίσκεται στον τόπο καταστατικής έδρας της μητρικής εταιρίας και, κατά τον τρόπο αυτό, κηρύσσουν την αρμοδιότητά τους για το άνοιγμα διαδικασιών αφερεγγυότητας θυγατρικής[18]. Αντίθετα, το ΔΕΕ έχει υπογραμμίσει ότι η ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στη βάση αντικειμενικών και εξακριβώσιμων κριτηρίων, όπως αυτά τίθενται στην αιτιολογική σκέψη 13 του Κανονισμού. Στη γνωστή απόφαση σχετικά με το ΚΚΣ μιας Ιρλανδικής θυγατρικής εταιρίας, της οποίας μητρική ήταν Ιταλική εταιρία, το ΔΕΕ έκρινε ότι «… στις περιπτώσεις που μία εταιρία ασκεί τη διαστηριότητά της στο έδαφος ενός Κράτους Μέλους όπου βρίσκεται η καταστατική της έδρα, μόνο το γεγονός ότι οι οικονομικές της επιλογές ελέγχονται ή μπορεί να ελέγχονται από μία μητρική εταιρία σε άλλο Κράτος Μέλος δεν είναι αρκετό για την ανατροπή του τεκμηρίου που θέτει ο Κανονισμός» (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood, Case 341/2004, παρ. 36). Στην ίδια Απόφαση, το ΔΕΕ έλαβε οριστική στάση σχετικά με τον καθορισμό του ΚΚΣ των θυγατρικών εταιριών διατυπώνοντας ότι «… στις περιπτώσεις που ένας οφειλέτης είναι θυγατρική εταιρία της οποίας η καταστατική έδρα και η καταστατική έδρα της μητρικής της εταιρίας βρίσκονται σε δύο διαφορετικά Κράτη Μέλη, το τεκμήριο που τίθεται στη δεύτερη πρόταση του άρθρου 3(1) του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο το κέντρο κυρίων συμφερόντων της θυγατρικής βρίσκεται στο Κράτος Μέλος, όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της, μπορεί να ανατραπεί μόνο αν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι από τρίτους παράγοντες επιτρέπουν την διαπίστωση μίας συγκεκριμένης κατάστασης, η οποία είναι διαφορετική από εκείνη που τοποθετεί το κέντρο κύριων συμφερόντων στην καταστατική έδρα. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει ιδίως στην περίπτωση που εταιρία δεν ασκεί καμία δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που η εταιρία ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του Κράτους Μέλους όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της, μόνο το γεγονός ότι οικονομικές της επιλογές ελέγχονται ή μπορεί να ελέγχονται από τη μητρική εταιρία σε άλλο Κράτος Μέλος δεν είναι αρκετό για την ανατροπή του τεκμηρίου που θέτει ο Κανονισμός» (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 2.5.2006, Eurofood, Case 341/2004, παρ. 37).

18. Η παραπάνω προδικαστική Απόφαση του ΔΕΕ είναι εξέχουσας σημασίας, δεδομένου ότι είναι καταφανώς αντίθετη με την υπ’ αριθμ. 17 αναφερόμενη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων η οποία ανέτρεπε το τεκμήριο της καταστατικής έδρας, όπως αυτό τίθεται στο άρθρο 3(1) του Κανονισμού. Συγκεκριμένα, τα Αγγλικά και τα Γερμανικά εθνικά δικαστήρια έχουν απορρίψει το τεκμήριο της καταστατικής έδρας με αναφορά σε παράγοντες σχετικούς με την εσωτερική δομή των ομίλων, παραβλέποντας την αναγκαιότητα να θεμελιώσουν την απόφασή τους σε αντικειμενικά και εξακριβώσιμα από τους τρίτους κριτήρια. Αυτή η μερίδα της νομολογίας εθνικών δικαστηρίων έκανε αναφορά σε κριτήρια, όπως οι λογιστικές μέθοδοι τήρησης βιβλίων της θυγατρικής, οι συμφωνίες χρηματοδότησης μεταξύ της μητρικής και της θυγατρικής, συμφωνίες που καθιστούν αναγκαία τη συμφωνία της μητρικής εταιρίας σχετικές με προμήθειες προς τη θυγατρική ή την πρόσληψη στελεχών, ο ορισμός για λογαριασμό της θυγατρικής της στρατηγικής και του επιχειρησιακού πλάνου της, η συχνότητα των επισκέψεων από διευθυντές της μητρικής στη θυγατρική[19]. Τα κριτήρια που εφαρμόζονται στην ανωτέρω αναφερθείσα νομολογία επιχειρούν τον εντοπισμό του ΚΚΣ στο μέρος όπου λαμβάνονται οι στρατηγικές αποφάσεις και λειτουργεί το κέντρο κύριων λειτουργιών της εταιρίας (τεστ κέντρου κύριων λειτουργιών)[20]. Από την άλλη πλευρά, καταφανώς αγνοείται η απαίτηση του Κανονισμού σύμφωνα με την οποία το ΚΚΣ θα πρέπει να είναι ένα μέρος που είναι εξακριβώσιμο από τους τρίτους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχετική νομολογία οδήγησε στο άνοιγμα διαδικασιών αφερεγγυότητας από τα δικαστήρια των κρατών μελών, στα οποία η θυγατρική εταιρία δε διατηρούσε καθόλου περιουσία ή εργαζομένους[21].

19. Το ΔΕΕ διασαφήνισε περαιτέρω τα κριτήρια για τον εντοπισμό του ΚΚΣ, στην Απόφαση Interedil. Στην εν λόγω προδικαστική του Απόφαση, το ΔΕΕ σημείωσε ότι σημαντικό στοιχείο για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων αντικειμενικότητας και δυνατότητας εξακρίβωσης από τρίτους είναι ότι οι ουσιώδεις παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση του τόπου όπου η οφειλέτρια εταιρία διεξάγει τη διοίκηση των συμφερόντων της σε τακτική βάση, έχουν καταστεί δημοσίως γνωστοί, ή, τουλάχιστον, έχουν καταστεί επαρκώς προσβάσιμοι στους τρίτους, δηλαδή, συγκεκριμένα, τους δανειστές της εταιρίας, ώστε να μπορούν αυτοί να τους γνωρίζουν (πρβλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 20.10.2011, Interedil, C-396/2009, παρ. 49). Στην ίδια προδικαστική Απόφαση, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι « […] όπου τα αρμόδια όργανα για την διοίκηση και εποπτεία της εταιρίας βρίσκονται στον ίδιο τόπο με την καταστατική της έδρα και οι αποφάσεις για τη διοίκηση της εταιρίας λαμβάνονται, με τρόπο εξακριβώσιμο από τους τρίτους, σε αυτόν τον τόπο, το τεκμήριο της δεύτερης πρότασης του άρθρου 3(1) του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο το κέντρο των κύριων συμφερόντων της εταιρίας βρίσκεται σε αυτόν τον τόπο, είναι πλήρως εφαρμοζόμενο. Σε μία τέτοια περίπτωση… δεν είναι δυνατόν το κέντρο συμφερόντων της δανείστριας εταιρίας να βρίσκεται κάπου αλλού» (πρβλ. ECJ, Απόφαση της 20.10.2011, Interedil, C-396/2009, παρ. 50). Το ΔΕΕ επιβεβαίωσε στην ίδια Απόφαση ότι «[Ο]ι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, όλους τους τόπους στους οποίους η δανείστρια εταιρία διεξάγει οικονομικές δραστηριότητες και όλους τους τόπους στους οποίους κατέχει περιουσία στο βαθμό που αυτοί είναι εξακριβώσιμοι από τους τρίτους. […] αυτοί οι παράγοντες πρέπει να αξιολογηθούν με ένα περιεκτικό τρόπο, ώστε να δίδεται βάση στις επιμέρους περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης».

20. Το ΔΕΕ επανέλαβε την περιοριστική του προσέγγιση για την ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας με την Απόφασή του στην Υπόθεση Rastelli. Σε αυτή την υπόθεση, το δικαστήριο απεφάνθη ότι η ανάμειξη των λογαριασμών δύο εταιριών με τη μορφή μεικτών λογαριασμών ή μη φυσιολογικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ δύο εταιριών, όπως η οργάνωση μεταφοράς περιουσίας χωρίς ανταμοιβή, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί από τρίτους και, περαιτέρω, δεν οδηγεί απαραίτητα σε κοινό ΚΚΣ. Το ΔΕΕ σημείωσε ότι η ανάμειξη λογαριασμών μπορεί να οργανωθεί από δύο κέντρα διοίκησης και εποπτείας τα οποία βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να προκαλέσουν την ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας, ώστε οι διαδικασίες αφερεγγυότητας να εκκινήσουν και για τις δύο εταιρίες σε ένα κράτος μέλος (ΔΕΕ, Απόφαση της 15.12.2011, Rastelli, C-191/2010, παρ. 37).

21. Με την ίδια Απόφαση, το ΔΕΕ έκρινε απορριπτικά επί αιτήσεων για την επέκταση των συνεπειών διαδικασίας αφερεγγυότητας που εκκίνησε σε ένα κράτος μέλος για μία εταιρία με έδρα σε διαφορετικό κράτος μέλος. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, μια τέτοια επέκταση, όπως αυτή προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους, ισοδυναμεί με το άνοιγμα κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας για την εταιρία επί της οποίας η διαδικασία αφερεγγυότητας επεκτείνεται και θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο εάν τα δικαστήρια του κράτους μέλους που επεκτείνουν τη διαδικασία έχουν δικαιοδοσία να κινήσουν κύριες διαδικασίες αφερεγγυότητας σε βάρος της εταιρίας στην οποία η διαδικασία αφερεγγυότητας επεκτείνεται (πρβλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 15.12.2011, Rastelli, C-191/2010, παρ. 23 κ επ.). Κατά συνέπεια, μία τέτοια επέκταση της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μπορεί να λάβει χώρα εάν τα αντικειμενικά και εξακριβώσιμα από τρίτους κριτήρια που θέτει ο Κανονισμός δεν πληρούνται (πρβλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 15.12.2011, Rastelli, C-191/2010, παρ. 39).

22. Τα ακόλουθα συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία του ΔΕΕ: α) Για τη διαπίστωση του ΚΚΣ μίας θυγατρικής εταιρίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες και οι μεμονωμένες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, τα οποία και θα πρέπει να αξιολογούνται προσηκόντως. β) Εάν η διοίκηση μιας εταιρίας διενεργείται με τρόπο εξακριβώσιμο από τρίτους στην καταστατική της έδρα, το τεκμήριο δεν μπορεί να ανατραπεί. γ) Το τεκμήριο της καταστατικής έδρας μπορεί να ενδυναμωθεί από παράγοντες που συμπεριλαμβάνουν τους τόπους στους οποίους η θυγατρική εταιρία διεξάγει οικονομικές δραστηριότητες και τους τόπους στους οποίους διαθέτει περιουσιακά στοιχεία (πρβλ. Απόφαση της 20.10.2011, Interedil, C-396/2009, παρ. 52 και ΔΕΕ, Απόφαση της 15.12.2011, Rastelli, C-191/2010, παρ. 36), δεδομένου ότι αυτοί οι τόποι είναι εξακριβώσιμοι από τρίτους. Ομοίως, ο τόπος όπου μία θυγατρική εταιρία απασχολεί προσωπικό συνιστά σημαντικό παράγοντα για την διαπίστωση ενός ΚΚΣ, αφού αυτός είναι και ο άμεσα εξακριβώσιμος από τρίτα μέρη.

23. Η ίδια αυστηρή προσέγγιση σχετικά με την πιθανότητα να διαπιστωθεί ότι το ΚΚΣ μιας θυγατρικής εταιρίας βρίσκεται στον τόπο όπου βρίσκεται το ΚΚΣ μιας μητρικής εταιρίας αντανακλάται στον νέο Κανονισμό 848/2015, ο οποίος τίθεται σε ισχύ την 26.6.2017. Ο Κανονισμός αυτός εισήγαγε με τα άρθρα 56 και επ. συγκεκριμένες διατάξεις για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας των ομίλων. Εντούτοις, στον Κανονισμό 848/2015 δεν εισήχθη ρύθμιση για τη δικαιοδοσία επί ανοίγματος διαδικασιών αφερεγγυότητας των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους για περισσότερες από μία εταιρίες του ίδιου ομίλου με τον διορισμό ενός κοινού διαχειριστή αφερεγγυότητας[22]. Αντίθετα, καθιερώνεται ένα σύστημα παράλληλων κυρίων διαδικασιών αφερεγγυότητας που διενεργούνται από ξεχωριστούς διαχειριστές σε διαφορετικά κράτη μέλη, όπου το ΚΚΣ κάθε εταιρίας που ανήκει στον όμιλο δεόντως ταυτοποιείται. Αυτές οι διαδικασίες διενεργούνται εντός ενός πλαισίου συνεργασίας και συντονισμού, όπως αυτό τίθεται από τον Κανονισμό 848/2015. Παρά το γεγονός ότι η αιτιολογική σκέψη 53 στο προοίμιο του Κανονισμού 848/2015 ορίζει ότι «Η εισαγωγή κανόνων για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας των ομίλων δε θα πρέπει να περιορίζει τη δυνατότητα ενός δικαστηρίου να εκκινήσει διαδικασίες αφερεγγυότητας για διάφορες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο σε μία δικαιοδοσία, αν το δικαστήριο κρίνει ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων αυτών των εταιριών βρίσκεται στο ίδιο Κράτος Μέλος», είναι σαφές ότι εισάγοντας τον συντονισμό των διαφορετικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο νέος Κανονισμός σκοπεί στον περιορισμό της τάσης των εθνικών δικαστηρίων να εκκινούν διαδικασίες αφερεγγυότητας επί θυγατρικών εταιριών θεωρώντας ότι το ΚΚΣ τους βρίσκεται στο κράτος μέλος, όπου βρίσκεται το ΚΚΣ της μητρικής εταιρίας.

24. Επιπλέον, ο Κανονισμός 848/2015 (εφεξής ο νέος Κανονισμός) υιοθέτησε τον ορισμό του ΚΚΣ των νομικών προσώπων, ο οποίος συνδέεται στενά με τις αρχές που ήδη έχουν τεθεί από το ΔΕΕ στην ανωτέρω αναφερθείσα νομολογία του. Το άρθρο 3(1) του νέου Κανονισμού υιοθετεί το ίδιο τεκμήριο για την διαπίστωση του ΚΚΣ των νομικών προσώπων, σύμφωνα με το οποίο «Στην περίπτωση μιας εταιρίας ή ενός νομικού προσώπου, ο τόπος της καταστατικής έδρας θα τεκμαίρεται ότι συνιστά το κέντρο κύριων συμφερόντων, ελλείψει απόδειξης για το αντίθετο». Επιπλέον, σύμφωνα με τη διευκρίνηση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 30 του νέου Κανονισμού, «αναλόγως, τα τεκμήρια σύμφωνα με τα οποία η καταστατική έδρα, ο κύριος τόπος άσκησης δραστηριοτήτων και η συνήθης διαμονή συνιστούν το κέντρο των κύριων συμφερόντων θα είναι μαχητά, και το αρμόδιο δικαστήριο ενός Κράτους Μέλους θα πρέπει προσεκτικά να εξετάζει εάν το κέντρο κύριων συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται πραγματικά σε αυτό το Κράτος Μέλος. Στην περίπτωση μιας εταιρίας, θα πρέπει να είναι δυνατόν να ανατραπεί το τεκμήριο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κεντρική διοίκηση της εταιρίας βρίσκεται σε ένα Κράτος Μέλος διαφορετικό από αυτό της καταστατικής της έδρας, και όπου μπορεί να πραγματωθεί μια συνολική αξιολόγηση όλων των σχετικών παραγόντων, με τρόπο εξακριβώσιμο από τρίτους, σύμφωνα με την οποία το πραγματικό κέντρο διοίκησης, εποπτείας και συμφερόντων της εταιρίας βρίσκεται σε αυτό το άλλο Κράτος Μέλος. Στην περίπτωση ενός ιδιώτη που δεν ασκεί επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα, θα πρέπει να είναι δυνατή η ανατροπή του τεκμηρίου, για παράδειγμα όπου το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του οφειλέτη βρίσκεται εκτός του Κράτους Μέλους όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ή όπου προκύπτει ότι ο κύριος λόγος για τη μεταφορά του ήταν να αιτηθεί το άνοιγμα των διαδικασιών αφερεγγυότητας στη νέα δικαιοδοσία και όπου το άνοιγμα αυτών των διαδικασιών θα έβλαπτε ουσιωδώς τα συμφέροντα των πιστωτών των οποίων οι συναλλαγές με τον οφειλέτη έλαβαν χώρα πριν τη μετακίνηση». Προκύπτει σαφώς ότι ο νέος Κανονισμός υιοθετεί τα ίδια αντικειμενικά και εξακριβώσιμα από τρίτα μέρη κριτήρια για την ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας, όπως αυτά τίθενται στο άρθρο 3(1) του Κανονισμού 1346/2000. Συνεπώς, η ερμηνεία που εισάγεται από την ανωτέρω νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την εξακρίβωση του ΚΚΣ εφαρμόζεται κατ’ όμοιο τρόπο στον βαθμό που αφορά τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που ρυθμίζονται από τον νέο Κανονισμό.

B. Η υπό εξέταση περίπτωση

1. Η κρίση για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Μιλάνου να εκκινήσει διαδικασίες αφερεγγυότητας σε βάρος της Α

25. Σύμφωνα με τα έγγραφα που μου παρασχέθηκαν, η υπό εξέταση υπόθεση αφορά την Προσφυγή των Ειδικών Διαχειριστών της Β ενώπιον του δικαστηρίου του Μιλάνου. Στην Προσφυγή τους, οι Ειδικοί Διαχειριστές ζήτησαν την επέκταση των διαδικασιών αφερεγγυότητας της Ειδικής Διαχείρισης, που είχαν ήδη εκκινήσει κατά της Β, στην εταιρία Α, η οποία είναι θυγατρική της Β και έχει καταστατική έδρα στη Θεσσαλονίκη.

26. Οι Ειδικοί Διαχειριστές της Β επικαλούνται την εφαρμογή του άρθρου 3(3) του Ιταλικού Διατάγματος 347/2003, το οποίο κατέστη νόμος υπ’ αριθμ. 39 της 18.2.2004 και την επέκταση της Ειδικής Διαχείρισης από την μητρική εταιρία στη θυγατρική της, την Α, σε συνέχεια του πρώτου σταδίου ανοίγματος της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δηλαδή, σε συνέχεια της Απόφασης του Ιταλού Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης, με την οποία υπάγεται η Α στη διαδικασία Ειδικής Διαχείρισης της Β. Για το λόγο αυτό, ζητήθηκε από το Ιταλικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Κανονισμού 1346/2000, το ΚΚΣ της θυγατρικής εταιρίας βρίσκεται στον τόπο καταστατικής έδρας της μητρικής της εταιρίας και, κατά συνέπεια, να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του να επεκτείνει τη διαδικασία αφερεγγυότητας της Β στην Α. Προς υποστήριξη του αιτήματός τους, οι Ειδικοί Διαχειριστές επικαλούνται μια σειρά επιχειρημάτων που αναφέρονται στη σχέση μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής.

27. Η υπό εξέταση υπόθεση, όπως ανωτέρω περιγράφηκε, εμπίπτει στο κανονιστικό πεδίο του Κανονισμού 1346/2000, δεδομένου ότι αφορά το άνοιγμα της Ιταλικής διαδικασίας αφερεγγυότητας της Ειδικής Διαχείρισης, που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α του Κανονισμού και έχει διασυνοριακό χαρακτήρα. Συνεπώς, η αναγνώριση ή μη της δικαιοδοσίας του Ιταλικού Δικαστηρίου να κηρύξει το άνοιγμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας για την εταιρία Α διέπεται από τον Κανονισμό.

2. Το Κέντρο Κύριων Συμφερόντων της εταιρίας Α

28. Το Δικαστήριο του Μιλάνου, το οποίο επρόκειτο να δικάσει την υπόθεση το Σεπτέμβριο του 2016 και να αποφασίσει το άνοιγμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά της Α επεκτείνοντας την Ειδική Διαχείριση που έχει ήδη εκκινήσει κατά της Β, έχει την υποχρέωση να εξετάσει τη δικαιοδοσία του υπό το πρίσμα του Κανονισμού 1346/2000 και της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επί των οποίων βασίζεται ο Κανονισμός. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο του Μιλάνου έχει την υποχρέωση να εξετάσει εάν το ΚΚΣ της Α βρίσκεται στην Ιταλία με βάση την αυτόνομη και ομοιόμορφη ερμηνεία που η έννοια του ΚΚΣ οφείλει να έχει, ανεξαρτήτως της εθνικής νομοθεσίας.

29. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η Α είναι θυγατρική της Β με διεύθυνση καταστατικής έδρας στη Θεσσαλονίκη. Δεδομένου ότι ο Κανονισμός 1346/2000 δεν περιλαμβάνει διατάξεις για την αφερεγγυότητα των ομίλων εταιριών, το ΚΚΣ της εταιρίας θα πρέπει να διαπιστωθεί με αναφορά στο άρθρο 3(1) του Κανονισμού και στο τεκμήριο της καταστατικής έδρας που αυτό έχει εισάγει. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το τεκμήριο, τα αρμόδια δικαστήρια να εκκινήσουν τη διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της Α είναι τα δικαστήρια της καταστατικής έδρας της Α στη Θεσσαλονίκη.

30. Προκειμένου να ανατραπεί το τεκμήριο του άρθρου 3(1) του Κανονισμού και να αναγνωρισθεί ότι το ΚΚΣ της Α βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της καταστατικής της έδρας και, ειδικότερα, στον τόπο καταστατικής έδρας της μητρικής της Β, χρειάζεται να συντρέχουν παράγοντες που θεμελιώνουν ότι η Α διεξάγει την διοίκηση των συμφερόντων της σε συχνή βάση στην καταστατική έδρα της Β με τρόπο που είναι εξακριβώσιμος από τρίτους.

31. Οι ουσιώδεις παράγοντες στους οποίους οι Ειδικοί Διαχειριστές της Β αναφέρονται είναι ανεπαρκείς για την ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας, στο βαθμό που επικεντρώνουν στην εσωτερική οργάνωση του ομίλου και στις εσωτερικές σχέσεις ανάμεσα στις εταιρίες και στερούνται αντικειμενικότητας και δυνατότητας να είναι εξακριβώσιμοι από τους τρίτους. Συγκεκριμένα, οι Ειδικοί Διαχειριστές της Β επικαλούνται την εφαρμογή των στοιχείων όπως αυτά διαμορφώνονται από το «τεστ των κεντρικών γραφείων». Εντούτοις, τα κριτήρια που τίθενται από το «τεστ των κεντρικών γραφείων» έχουν ήδη αμφισβητηθεί από την ως άνω αναφερθείσα νομολογία του ΔΕΕ.

32. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ανατροπή του τεκμηρίου δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι η Β κατέχει το 100% της «μητρικής εταιρίας», η οποία είναι πλειοψηφών μέτοχος κατά ποσοστό 77,12% της Α και, κατά συνέπεια, έχει τη δυνατότητα να την ελέγχει. Όπως αναφέρεται παραπάνω, ακόμα και σε περίπτωση 100% συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο μιας θυγατρικής εταιρίας δε θεμελιώνεται η ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας για την αναγνώριση του ΚΚΣ μιας θυγατρικής. Επιπλέον, στην υπό εξέταση περίπτωση η Β έχει έμμεση συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας Α μέσω της μητρικής της εταιρίας Ι. Τέλος, η Ι δεν ήταν ο μόνος μέτοχος της εταιρίας Α, δεδομένου ότι δύο Ελληνικές τράπεζες και μία άλλη εταιρία συμμετείχαν στη μετοχική της σύνθεση.

33. Σύμφωνα με την Προσφυγή των Ειδικών Διαχειριστών, η Β ήταν ο μόνος προμηθευτής πρώτων υλών προς την εταιρία Α και, επιπλέον, παρείχε το λογισμικό που χρησιμοποιείται για τον προγραμματισμό των πόρων της. Επιπλέον, οι πληρωμές προς και από την Α και η πρόσβασή της στην χρηματοδότηση ρυθμίζονταν από τη συμφωνία διαχείρισης διαθεσίμων με την Β. Ακόμα κι εάν αυτοί οι ισχυρισμοί αποδεικνύονταν επαρκώς, αναφέρονται σε παράγοντες οι οποίοι δεν είναι επαρκείς για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 3(1), αφού αναδεικνύουν μία μορφή συνεργασίας η οποία μπορεί φυσιολογικά να οργανωθεί από δύο διαφορετικά και αυτόνομα κέντρα διοίκησης και εποπτείας που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, όπου κάθε ξεχωριστή νομική οντότητα διατηρεί την περιουσία της και διεξάγει την οικονομική της δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ύπαρξη ενός κοινού ΚΚΣ για τις εμπλεκόμενες εταιρίες. Αντίθετα, οι εμπλεκόμενες εταιρίες διατηρούν τα δικά τους ΚΚΣ και υπάγονται στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων των κρατών μελών, όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της καθεμίας από αυτές.

34. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και σύμφωνα με την ίδια Προσφυγή των Ειδικών Διαχειριστών, η Α ασκούσε την παραγωγική της δραστηριότητα με την αυτόνομη επεξεργασία […]. Επιπλέον, η Α διένειμε τα προϊόντα της στις αγορές της Ελλάδος, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής μέσω ενός δικτύου πωλήσεων το οποίο ήταν επισήμως διαχωρισμένο από αυτό της Β. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια Προσφυγή τα συμβόλαια της Α με πελάτες και πιθανούς πιστωτές συνάπτονταν στην Ελλάδα.

35. Επιπλέον, σύμφωνα με τα από […] πρακτικά της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Α με θέμα την αποδοχή των οικονομικών καταστάσεων της εταιρίας για το έτος […], τα οποία μου παρασχέθηκαν, η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη. Από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου με ημερομηνίες […] της Α προκύπτει, επιπλέον, ότι και άλλες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου έλαβαν χώρα στην καταστατική έδρα της εταιρίας στη Θεσσαλονίκη. Ομοίως, η έκτακτη συνέλευση των μετόχων με ημερομηνία […], η οποία αποφάσισε τη λύση της και την εισαγωγή της στη διαδικασία εκκαθάρισης έλαβε, επίσης, χώρα στην καταστατική έδρα της Α στη Θεσσαλονίκη.

36. Εφόσον θεμελιώνεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Α πραγματοποιούσε τις συνεδριάσεις του σε συχνή βάση στην καταστατική έδρα της εταιρίας, με τρόπο που οι αποφάσεις για τη διοίκηση της λάμβαναν χώρα εκεί, τότε το τεκμήριο που τίθεται στο άρθρο 3(1) του Κανονισμού 1346/2000 είναι απολύτως εφαρμοστέο. Σε αυτή την περίπτωση, το ΚΚΣ της Α πρέπει να τοποθετείται στην καταστατική της έδρα. Αντίθετα, η εθνικότητα ορισμένων από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α ή το γεγονός ότι τα ίδια μέλη παλαιότερα διατηρούσαν θέσεις στην Β δεν είναι επαρκή κριτήρια για την ανατροπή του τεκμηρίου και για τη θεμελίωση του ισχυρισμού ότι η διαχείριση των συμφερόντων της Α λάμβανε χώρα στην καταστατική έδρα της μητρικής της εταιρίας με τρόπο εξακριβώσιμο από τρίτους.

37. Σύμφωνα με τα έγγραφα που μου παρασχέθηκαν, το σύνολο της περιουσίας της Α, που μέχρι την εκκαθάριση της εταιρίας χρησιμοποιείτο για την παραγωγική της δραστηριότητα, βρισκόταν αποκλειστικά στην Ελλάδα, η οποία είναι και ο τόπος όπου η εταιρία ασκούσε την οικονομική της δραστηριότητα και απασχολούσε 243 εργαζόμενους. Επιπλέον, η Α διένειμε τα προϊόντα της χρησιμοποιώντας διαφορετικό δίκτυο από αυτό της μητρικής εταιρίας, όπως οι ίδιοι οι Ειδικοί Διαχειριστές διατυπώνουν στην Προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου του Μιλάνου.

38. Ενόψει των ανωτέρω, στο βαθμό που αποδεικνύεται ότι οι συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Α συχνά λάμβαναν χώρα στην καταστατική έδρα της εταιρίας, όπου βρίσκεται και η περιουσία της, απασχολεί το προσωπικό της και διεξάγει την οικονομική της δραστηριότητα, με τρόπο που είναι εξακριβώσιμος από τρίτους, δε δύναται να γίνει δεκτό ότι το ΚΚΣ της Α βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από την καταστατική της έδρα. Όπως ήδη διατυπώθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με το ΔΕΕ, στις περιπτώσεις που τα αρμόδια όργανα για την διοίκηση και εποπτεία της εταιρίας βρίσκονται στο ίδιο μέρος με την καταστατική της έδρα και οι διοικητικές αποφάσεις της εταιρίας λαμβάνονται, με τρόπο που είναι εξακριβώσιμος από τρίτους, σε αυτό τον τόπο, το τεκμήριο της δεύτερης πρότασης του άρθρου 3(1) του Κανονισμού σύμφωνα με το οποίο το ΚΚΣ βρίσκεται σε αυτό τον τόπο είναι εφαρμοστέο και δεν είναι δυνατόν το κέντρο των κύριων συμφερόντων της οφειλέτριας εταιρίας να βρίσκεται αλλού (πρβλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 20ης-10-2011, Interedil, C-396/2009). Δεδομένων των περιστάσεων της υπό εξέταση υπόθεσης, η ερμηνεία του ΔΕΕ σχετικά με το ΚΚΣ τυγχάνει πλήρους εφαρμογής.

IV. Συμπεράσματα

39. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και όλα τα έγγραφα που μου παρασχέθηκαν, εξάγονται τα κατωτέρω συμπεράσματα:

40. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Μιλάνου να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της Α, συνεπεία της Προσφυγής των Ειδικών Διαχειριστών της Β, θα πρέπει να κριθεί και θεμελιωθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 1346/2000.

41. Στην περίπτωση που, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Α που μου παρασχέθηκαν, η διοίκηση και διαχείριση της Α λάμβανε χώρα σε τακτική βάση στην καταστατική της έδρα, όπου βρίσκεται η περιουσία της, απασχολείται το προσωπικό της και στην οποία ασκεί την οικονομική της δραστηριότητα, τότε το ΚΚΣ της Α, όπως αυτό ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 1346/2000, συμπίπτει με την καταστατική της έδρα.

42. Δεδομένου ότι το ΚΚΣ της Α βρίσκεται στην καταστατική της έδρα, αρμόδια Δικαστήρια για να εκκινήσουν διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της Α είναι τα Δικαστήρια του τόπου της καταστατικής της έδρας.

43. Οι παράγοντες που επικαλούνται οι Ειδικοί Διαχειριστές της Β στην Προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου του Μιλάνου, αναφερόμενοι στην εσωτερική οργάνωση και τον οικονομικό έλεγχο της Β προς την Α δεν είναι επαρκείς για να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Μιλάνου να εκκινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της Α.

44. Συνεπώς, οι παράγοντες που επικαλούνται στην προσφυγή τους οι Ειδικοί Διαχειριστές δεν επαρκούν για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου του Μιλάνου να επεκτείνει την Ειδική Διαχείριση της Β στην Α.

Παράρτημα: Τα κρίσιμα αποσπάσματα της υπ’ αριθμ. 1318/15.9.2016 απόφασης του Ιταλικού Δικαστηρίου
(του Δικαστηρίου του Μιλάνου)

Α. ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΙ

1) […]

2) Σχετικά με την υφιστάμενη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Μιλάνου.

[…] Η Α είναι εταιρία συσταθείσα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, με έδρα την Ελλάδα. Εφαρμοζόμενες διατάξεις για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας είναι αυτές του κανονισμού ΕΚ 1346/2000, που βρίσκεται ακόμα σε ισχύ.

Κατά κύριο λόγο, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί το άρθρο 3 παράγραφος 1 του προαναφερόμενου κανονισμού που ορίζει ως αρμόδιο για την εκκίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας το δικαστήριο του κράτους μέλους της Ένωσης στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη. Η ίδια διάταξη ακολούθως ορίζει ένα τεκμήριο, που αφορά τον συνδυασμό, για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα, του κέντρου κυρίων συμφερόντων με την καταστατική έδρα. Καθώς δεν είναι σαφής ο τρόπος ταυτοποίησης της έννοιας του κέντρου κυρίων συμφερόντων στο κανονισμό, θα πρέπει να λαμβάνεται ειδικά υπόψη η αρχή που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού, σύμφωνα με την οποία «ως κέντρο κυρίων συμφερόντων θα πρέπει να νοηθεί ο τόπος όπου ο οφειλέτης ασκεί, συνήθως, τη διαχείριση των συμφερόντων του και είναι, συνήθως, αναγνωρίσιμος από τους τρίτους».

Η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη (υπ’ αριθμ. 13 του κανονισμού) δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την παρούσα ερμηνεία, γεγονός που συνάγεται από τη νομολογία του ΔΕΕ και, ιδίως, με αφετηρία την γνωστή απόφαση Eurofood (υπόθεση C – 341/04 της 2ας Μαΐου 2006), την οποία ακολούθησαν πιο πρόσφατα άλλες σημαντικές αποφάσεις, όπως η απόφαση στην υπόθεση Interedil (της 20ης Οκτώβρη 2011, υπόθεση C-396/09), και στην υπόθεση Ραστέλλι (της 15ης Δεκεμβρίου 2011, υπόθεση C-191/10). Το συμπέρασμα, από την ανάγνωση των αποφάσεων αυτών είναι ότι η υπέρβαση της αντιστοιχίας μεταξύ του κέντρου των κυρίων δραστηριοτήτων και του τόπου όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα απαιτεί την απόδειξη, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, του τόπου διοίκησης της εταιρίας οφειλέτη όχι στην καταστατική έδρα αλλά σε διαφορετική τοποθεσία που βρίσκεται σε έδαφος άλλου κράτους μέλους της ΕΕ και την αναγνωρισιμότητα από τους τρίτους των ουσιαστικών στοιχείων μέσω των οποίων εκφράζεται η διαχείριση των συμφερόντων της ίδιας της εταιρίας. Ειδικότερα, στην απόφαση επί της υπόθεσης Interedil, το ΔΕΕ αφού υπογράμμισε (σημείο 42) ότι το κέντρο των συμφερόντων του οφειλέτη, που αποτελεί αυτόνομη έννοια στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας αυτοτελούς και ενιαίας ερμηνείας που πραγματοποιείται λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της διάταξης και των σκοπών που επιδιώκονται από τη νομοθεσία της ίδιας της Ένωσης, χωρίς να γίνεται αναφορά σε εθνική νομοθεσία, αντιμετωπίζει την εξατομίκευση της έννοιας του κέντρου κυρίων συμφερόντων δίνοντας προτεραιότητα στη θεώρηση του τόπου της κύριας διοίκησης της εταιρίας, όπως προσδιορίζεται με βάση αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να αναγνωρίζονται από τους τρίτους. Διαπιστώνει το Δικαστήριο ότι: «[…] Όπου τα διευθυντικά όργανα και τα όργανα ελέγχου μίας εταιρίας βρίσκονται στην καταστατική έδρα και οι αποφάσεις διαχείρισης αυτής της εταιρίας λαμβάνονται με τρόπο αναγνωρίσιμο από τους τρίτους στο συγκεκριμένο τόπο, τότε εφαρμόζεται πλήρως η υπόθεση που εισήχθη από το άρθρο 3 παρ. 1 β’ εδάφιο του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο το κέντρο των κυρίων δραστηριοτήτων της εταιρίας βρίσκεται σε αυτόν τον τόπο. Σε μία τέτοια περίπτωση […] αποκλείεται κάθε διαφορετική τοποθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων της οφειλέτριας εταιρίας (σημείο 50). Μία υπέρβαση του τεκμηρίου που εισήχθη από το άρθρο 3 παρ. 1 β’ εδάφιο του κανονισμού είναι, παρά ταύτα, δυνατή όταν, από την οπτική γωνία των τρίτων, ο τόπος κύριας διοίκησης της εταιρίας δεν βρίσκεται όπου και η καταστατική της έδρα. Όπως διετυπώθη από το δικαστήριο στο σημείο 34 της ανωτέρω απόφασης επί της υπόθεσης Eurofood, το τεκμήριο που προβλέπεται από το νομοθέτη της Ένωσης για λογαριασμό της καταστατικής έδρας αυτής της εταιρίας μπορεί να ξεπεραστεί όπου αντικειμενικά στοιχεία και αναγνωρίσιμα από τρίτους συντελούν στην εξακρίβωση της ύπαρξης μιας διαφορετικής πραγματικότητας από εκείνη που υποτίθεται αντιστοιχεί στην τοποθεσία της εν λόγω καταστατικής έδρας (σημείο 51). Μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι όλες οι τοποθεσίες στις οποίες η εταιρία οφειλέτης ασκεί μία οικονομική δραστηριότητα και εκείνες στις οποίες κατέχει περιουσιακά στοιχεία υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι εμφανείς στους τρίτους. […] Η εν λόγω εκτίμηση που ζητήθηκε με βάση τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει να συνεκτιμηθεί συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιπτώσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (σκέψη 52)». Στο σημείο 53, κατόπιν απεικόνισης του είδους των στοιχείων που συγκεκριμένα χαρακτηρίζουν κάθε περίπτωση για την αξιολόγησή του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ακόμα ότι η υπέρβαση του τεκμηρίου που θεσπίστηκε από το νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να ενεργοποιηθεί «μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική εκτίμηση όλων των σημαντικών στοιχείων που υποστηρίζουν ότι, με τρόπο αναγνωρίσιμο από τους τρίτους, η πραγματική έδρα και ο έλεγχος της ίδιας της εταιρίας, καθώς και η διαχείριση των συμφερόντων της βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος».

Η εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση των ανωτέρω αρχών καθιστά, συνεπώς, απαραίτητη την εξακρίβωση του τόπου όπου βρίσκεται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας και όπου ασκείται μόνιμα η διαχείριση της επιχείρησης.

Από αυτή την άποψη, οι προσφεύγοντες Διαχειριστές έχουν εκτιμήσει μια σειρά από στοιχεία για να αποδείξουν ότι το ενιαίο κέντρο διαχείρισης της δραστηριότητας της εταιρίας Α βρίσκεται στο Μιλάνο και συμπίπτει με την τοποθεσία της έδρας της Β. […]

Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο αποτέλεσμα της εξέτασης των προσκομιζόμενων εγγράφων και της παρουσίασης του μηχανισμού λήψης αποφάσεων και της διαχείρισης που οι διαχειριστές έχουν περιγράψει, σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία μίας εταιρίας ενταγμένης σε έναν όμιλο, υποκείμενης στην κυρίαρχη επιρροή, αλλά και τον συμβατικό έλεγχο της Β, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένο το κριτήριο της σύμπτωσης μεταξύ κέντρου κυρίων συμφερόντων και καταστατικής έδρας και χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η τοποθεσία στο Μιλάνο και όχι σε ελληνική έδρα, του κέντρου διεύθυνσης της εταιρίας εις γνώση των τρίτων. Σε αυτό το πλαίσιο, ισχύουν τα κάτωθι:

Δεν επιβεβαιώθηκε από τους προσφεύγοντες (Ειδικούς Διαχειριστές της Β) η τυπική ανυπαρξία στην καταστατική έδρα των διοικητικών οργάνων και του οργάνου της εκκαθάρισης: σχετικά με τα φυσικά πρόσωπα που ήταν στο συμβούλιο πριν από το 2014 και τους εκκαθαριστές (οι οποίοι έχουν ελληνική υπηκοότητα από το 2014 έως σήμερα) δεν συνάγεται ότι δεν ήταν παρόντες στην ελληνική έδρα και ούτε ότι άσκησαν τα καθήκοντά τους από το Μιλάνο. Εξάλλου, τα μέσα που προσκομίστηκαν επί της έδρας με αριθμό […] πιστοποιούν θετικά την εξέλιξη στην έδρα της Ελλάδας των συνελεύσεων του διοικητικού συμβουλίου και των γενικών συνελεύσεων των μετόχων. Σχετικά με το ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι εκκαθαριστές προέρχονται από τη διοίκηση της Β ή σε κάθε περίπτωση έχουν οριστεί από αυτήν ως επιπλέον στοιχείο που συνάδει με την υποταγή στη μητρική έδρα εταιρία, σημειωτέα τα εξής: Σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 3 παράγραφος 1 που διατυπώθηκε στην απόφαση επί της υπόθεσης Interedil, από την παρουσία των διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων στην καταστατική έδρα – δεδομένου ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται να επιβεβαιώνεται – προκύπτει, επίσης, η πραγματική άσκηση της διαχείρισης στον εν λόγω τόπο, με τρόπο ώστε οι τρίτοι να λάβουν γνώση. […] Πράγματι, αυτό που στην πραγματικότητα εμφανίστηκε είναι μία παρέμβαση των διοικητικών δομών και διαχείρισης της Β στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της εταιρίας Α, η οποία χαρακτηρίζεται από όρους συμμετοχής, αλλά όχι υποκατάστασης της διαχειριστικής λειτουργίας της εταιρίας. Στα πλαίσια αυτά, φαίνεται να σχηματίζεται ένα από τα οργανωτικά πρωτόκολλα αγοράς αγαθών και υπηρεσιών (περιγράφεται ακριβώς και τεκμηριώνεται σε όλες του τις πτυχές μέσω των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν υπ’ αριθμ. […]) που χρησιμοποιούνται για τον εφοδιασμό της εταιρίας Α. Εξάλλου δεν προκύπτει ότι αυτό το έγγραφο είναι αποκλειστικό, αλλά μάλλον συνυπάρχει με την αυτονομία υπογραφής συμβάσεων από την εταιρία Α που δεν φαίνεται να ασκείται σε διαφορετικούς τόπους από εκείνον της νόμιμης έδρας. Επιπλέον, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι εντολές αγοράς εκδόθηκαν σε συμμόρφωση με τους κανόνες που απέδιδαν στην ιταλική διοικητική διαχείριση της Β μία εξουσία αποφασιστικής παρέμβασης και έναν άμεσο διάλογο με τους προμηθευτές δεν φαίνεται ποτέ η Β να φέρει εξουσία αποκλειστικής διαπραγμάτευσης ή/και υπογραφής των συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόκολλο προέβλεπε την αναγκαία και όχι δευτερεύουσα συμμετοχή των αρμόδιων γραφείων της εταιρίας Α, ακόμα και στις σχέσεις με τους τρίτους προμηθευτές.

Δεν πρέπει να γίνονται διαφορετικές εκτιμήσεις όσον αφορά τα στοιχεία που, αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα, οι προσφεύγοντες εξάγουν από την ανάλυση του τρόπου διαχείρισης των σχέσεων με τους αγοραστές των προϊόντων […] της εταιρίας Α. Δεν αποδείχθηκε ότι η σύναψη των συμβάσεων με τους πελάτες επιτυγχάνεται άμεσα εκ μέρους της Β και ότι η παρέμβαση της διαχείρισης της μητρικής εταιρίας στις σχέσεις με τους τρίτους χαρακτηρίζεται ακόμα και σε αυτή την περίπτωση από τους σχετικούς όρους με τη σχέση εταιρικού ελέγχου, ακόμα και συμβατικού άλλα όχι με την απουσία ενός διοικητικού κέντρου της εταιρίας Α, κείμενο στη νόμιμη έδρα.

Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται επαρκώς η ύπαρξη του κέντρου κυρίων συμφερόντων σε διαφορετικό τόπο από εκείνον της καταστατικής έδρας της Α. […]

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του και κηρύσσει απαράδεκτη την προσφυγή. […]

* Η γνωμοδότηση συνετάγη στο πλαίσιο διαφοράς διασυνοριακής αφερεγγυότητας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1318/15.9.2016 απόφαση του Δικαστηρίου του Μιλάνου, τα κρίσιμα αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται κατωτέρω ως παράρτημα της παρούσας.

[1]. Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 8 στο Προοίμιο του Κανονισμού, που προβλέπει ως ακολούθως: «Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακές συνέπειες, είναι απαραίτητο και κατάλληλο, οι διατάξεις σχετικές με τη δικαιοδοσία, αναγνώριση και το εφαρμοστέο δίκαιο σε αυτή την περιοχή να περιλαμβάνονται σε ένα μέτρο Κοινοτικού δικαίου, το οποίο είναι δεσμευτικό και απευθείας εφαρμόσιμο στα Κράτη Μέλη».

[2]. Πρβλ. άρθρο 92.

[3]. Βλ. Μιχαλόπουλος, Διασυνοριακές κοινοτικές πτωχεύσεις, 2007, σελ. 83, 84.

[4]. Keay/Walton, Insolvency Law. Corporate and Personal, 2008, σελ. 395.

[5]. Επί των τεσσάρων προϋποθέσεων, βλ. Virgos & Garcimartin, The European Insolvency Regulation: Law and Practice, ed. Kluwer Law, 2004, σελ. 28 επ., Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 83-87, Αυγητίδης, Τα όρια παρέμβασης του κοινοτικού νομοθέτη στο πτωχευτικό δίκαιο, ΧρΙδΔ 2007, 398, Κινίνη, Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας στο ευρωπαϊκό δίκαιο αφερεγγυότητας, 2007, σελ. 3 επ., Κατσάς, Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας στο πλαίσιο του Κανονισμού 1346/2000, ΧρΙδΔ 2006, 877.

[6]. Virgos & Garcimartin, ό.π., σελ. 30, Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 87, Κινίνη, ό.π., σελ. 8.

[7]. Βλ. Κανονισμός του Συμβουλίου 663/2014, EE L 179, 19.6.2014, σελ. 4.

[8]. Βλ. Virgos & Garcimartin, ό.π., σελ. 28 επ.

[9]. Βλ. Virgos & Garcimartin, ό.π., σελ. 23, Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 100, Αυγητίδης, ό.π., σελ. 402.

[10]. Βλ. άρθρο 3 (2, 3). Βλ. επίσης, Κινίνη, ό.π., σελ. 33 επ.

[11]. Βλ. Virgos & Garcimartin, ό.π., σελ. 51.

[12]. Βλ. Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 107-108.

[13]. Βλ. Virgos & Garcimartin, ό.π., σελ. 44.

[14]. Βλ. Virgos & Garcimartin, ό.π.

[15]. Βλ. Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 83 – 84, Κοτσίρης, Ο Κανονισμός για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ΔΕΕ 2003, 1016 και Κινίνη, ό.π., σελ. 58.

[16]. Βλ. Κινίνη, ό.π.

[17]. Βλ. Κινίνη, ό.π., σελ. 59 και Ν. Ρόκας, Στοιχεία Πτωχευτικού Δικαίου, σελ. 27 και σελ. 82

[18]. Βλ. Κινίνη, ό.π., σελ. 59 – 63.

[19]. Βλ. High Court of Leeds, Απόφαση της 16.5.2003, Daisytek – ISA Limited 7Orts, ZIP 2004, 963 = NZI 2004, 219 (σκ. 13) = ΕWiR Art. 3 EulnsVO 2/03, 709 (Paulus). Για σχολιασμό της εν λόγω απόφασης βλ. Μιχαλόπουλος, ΧρΙδΔ 2005, 385, 388 επ., 391 και 392.

[20]. Βλ. Moss/Fletcher/Isaacs, The EC Regulation on Insolvency Proceedings, A commentary and annotation Guide, no 8.39, σελ.169.

[21]. Βλ. Κινίνη, ό.π., σελ. 61.

[22]. Για σχολιασμό της πρότασης αναθεώρησης, βλ. Κινίνη, Διεθνής Δικαιοδοσία για τη διαχείριση της αφερεγγυότητας, σελ.143, ιδίως, σημείωση 32.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

https://pierrouattorneys.eu/wp-content/uploads/2021/07/PIERROU_small-copy.png
Εμμανούηλ Μπενάκη 8, Αθήνα, Τ.Κ. 10564
Λαγκαδά 2, Θεσσαλονίκη, T.K. 546 30
Παπαδήμα Αντωνίου 1, Κομοτηνή, T.K. 69132
210 321 9797-8

Ακολουθήστε μας:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προσαρμογή & Φιλοξενία από την Impulse, Web Design, Web Hosting

Copyright © Pierrou Attorneys 2021

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: