ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣΝΟΜΟΛΟΓΙΑΕπενδυτικές υπηρεσίες – ΤρΕφΑθ 1549/2019

3 Φεβρουαρίου 20200

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ. Σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Είναι δυνατή και η σιωπηρή κατάρτισή της, ενώ δεν ενδιαφέρει το πρόσωπο από το οποίο προήλθε η σχετική πρωτοβουλία για τη (σιωπηρή) κατάρτιση της σύμβασης. Από τη σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή δεν προκύπτουν καταρχήν υποχρεώσεις για τη συνεχή παρακολούθηση της πραγματοποιηθείσας επένδυσης. Αν όμως ο επενδυτής και η τράπεζα ξεκινήσουν μία συνεργασία για το πώς πρέπει ο επενδυτής να χειριστεί εφεξής μία ήδη πραγματοποιηθείσα επένδυση, συνάπτουν και πάλι μια σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Στην περίπτωση που η τράπεζα παραβεί τις απορρέουσες υποχρεώσεις μπορεί να δημιουργηθεί είτε συμβατική είτε αδικοπρακτική της ευθύνη. Κανόνες δεοντολογίας. Η υποχρέωση των διαμεσολαβούντων χρηματοπιστωτικών φορέων για βέλτιστη εκτέλεση κατά την παροχή των υπηρεσιών τους παράγει και έννομες συνέπειες ιδιωτικού δικαίου για τις σχέσεις μεταξύ φορέα επενδυτικών υπηρεσιών και πελάτη – επενδυτή. Ανταλλαγή τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Από τη διάθεση άυλων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου γεννάται πιστωτική σχέση με ενοχικά δικαιώματα μη διαφοροποιούμενα στη βάση των υποκειμενικών στοιχείων κάθε πιστωτή και αναιτιώδη. Η αρχή της ισότητας, όπως, κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται ειδικότερα σε σχέσεις πλειόνων πιστωτών με τον ίδιο οφειλέτη, γνωστή ως αρχή «pari passu», επιβάλλει την πορεία μέχρι την τελική λύση των σχέσεων «με ίσο βήμα» («on equal footing»), ώστε σε περίπτωση αδυναμίας ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών κάθε πιστωτής να ικανοποιηθεί ανάλογα με το ύψος της απαίτησής του («pro rata»). Για την εξυπηρέτηση λοιπόν αυτού του σκοπού επιβάλλεται η δέσμευση των μη συναινούντων πιστωτών (binding effect).

Διατάξεις: άρθρα 200, 281, 288, 298, 299, 330, 914 ΑΚ, 8 Ν 2251/1994, 16 Απόφασης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/452/1.11.2007, 25 [παρ. 5, 6] Ν 3606/2007, 10, 25 Ν 3607/2007, 3 [παρ. 5, 6] Ν 4046/2012, 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, 17 [παρ. 1] Συντ.

[…] Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος και η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικά επιβεβλημένης υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε -έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, που απορρέει από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς (ΑΠ 585/2017, ΑΠ 196/2015 Nomos). Η παράλειψη, εξάλλου, ως όρος της αδικοπραξίας είναι παράνομη όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 ΑΚ (ΑΠ 1901/2008 ΔΕΕ 2009, 714). Περαιτέρω, ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων δικαίου αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση τη μορφή της προτεινόμενής σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες τής συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων συνεπάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 Ν 2251/1994 (ΕφΙωαν 273/2018 Nomos). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, είτε προέβλεψε το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 585/2017, ΑΠ 196/2015 ό.π.). Την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (παρ. 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β’), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. σ’), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β’) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (παρ. 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διάταξης αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε «βάρος τού παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η εύλογα προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην εύλογα προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται όπως προεκτέθηκε παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτόχρονα με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά που δεν ανταποκρίνεται στην εύλογα προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. […]

Εξάλλου μολονότι το άρθρο 16 της υπ’ αριθμ. 1/452/1.11.2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζει ότι ή τράπεζα συνάπτει με τον πελάτη της εγγράφως σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, πού καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο μερών (έστω και με παραπομπή σε άλλα κείμενα ή έγγραφα), εν τούτοις η έλλειψη εγγράφου τύπου ουδόλως οδηγεί σε ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης, αφού δεν είναι υποχρεωτική η expressis verbis σύναψη τέτοιου είδους συμβάσεων. Είναι επομένως δυνατή και η σιωπηρή κατάρτισή τους. Στο πλαίσιο αυτό δεν ενδιαφέρει το πρόσωπο από το οποίο προήλθε η σχετική πρωτοβουλία για τη (σιωπηρή) κατάρτιση της σύμβασης, αν δηλαδή ο υποψήφιος πελάτης απευθύνεται στον επενδυτικό σύμβουλο της τράπεζας επιθυμώντας τη διαφώτισή του ή αν ο πελάτης της τράπεζας προσεγγίζει τον τραπεζικό υπάλληλο στο πλαίσιο εκτέλεσης άλλης τραπεζικής εργασίας, ανοίγοντας σχετική συζήτηση για μία ενδεχόμενη τοποθέτηση των κεφαλαίων του σε συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα. Στην πρωτοβουλία της μίας ή της άλλης πλευράς δύναται να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει πρόταση για τη σύναψη σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, την οποία το άλλο μέρος – πελάτης ή επενδυτικός σύμβουλος αντίστοιχα – αποδέχεται (βλ. Μπώλο, ό.π., ΧριΔ 2016, 19-20, Λιάππη, Αποζημίωση των επενδυτών και το δίκαιο της κεφαλαιαγοράς (2012) σελ. 166, ΕφΑθ 787/2013 ΔΕΕ 2014, 251). Από τη σύμβαση ωστόσο παροχής επενδυτικών συμβουλών αυτή καθ’ εαυτή δεν προκύπτουν κατ’ αρχήν υποχρεώσεις για τη συνεχή παρακολούθηση της πραγματοποιηθείσας επένδυσης. Αν όμως ο επενδυτής και η τράπεζα ξεκινήσουν μία συνεργασία για το πώς πρέπει ο επενδυτής να χειριστεί εφεξής μία ήδη πραγματοποιηθείσα επένδυση, συνάπτουν και πάλι μια σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών (Λιάππης, ό.π., σελ. 166). Δεν μπορεί πάντως να γίνει λόγος για την έστω και σιωπηρή κατάρτιση μίας σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όταν απλώς και μόνον ο επενδυτής αναθέτει στην τράπεζα την εκτέλεση συγκεκριμένων επενδυτικών κινήσεων (αγοράς, πώλησης αξιόγραφων κ.λπ.) και αυτή τις εκτελεί. Και τούτο, διότι υπό τις συνθήκες αυτές δεν αναπτύσσεται μία προσωπική σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα δύο μέρη, η οποία επιτρέπει στην τράπεζα να επηρεάσει την επενδυτική βούληση του πελάτη της. Στην περίπτωση αυτή, ήτοι όταν η τράπεζα απλώς και μόνον παρέχει την υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών πελατών ή της ι λήψης και διαβίβασης εντολών, πρέπει μόνον να προχωρήσει στον προβλεπόμενο στην παρ. 5 του άρθρου 25 του N 3606/2007 έλεγχο συμβατότητας και να ειδοποιήσει σχετικά τον πελάτη, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 6 του άρθρου 25 του N 3606/2007 οπότε η τράπεζα απαλλάσσεται και από τον έλεγχο συμβατότητας. Δεν αποκλείεται πάντως να απορρέουν, βάσει της αρχής της καλής πίστης, παρεπόμενες υποχρεώσεις της τράπεζας να διαφωτίσει τον επενδυτή όταν αυτός κατά ευδιάκριτο για την τράπεζα τρόπο, δεν διακρίνει κινδύνους της σκοπούμενης από αυτόν συναλλαγής (βλ. Λιάππη, ό.π., σελ. 167-168 ιδίως υποσημ. 615).

Περαιτέρω, στη σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου ο πελάτης αναθέτει στην τράπεζα έναντι αμοιβής την κατά το δυνατόν επωφελέστερη γι’ αυτόν διαχείριση του χαρτοφυλακίου του (portfolio management), οπότε η λήψη κρίσιμων επιχειρηματικών αποφάσεων έχει ανατεθεί από τον πελάτη στην τράπεζα. Πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών με έντονο εμπιστευτικό χαρακτήρα. Βασική υποχρέωση της τράπεζας είναι η προάσπιση των συμφερόντων του πελάτη της, κατά τρόπο ώστε η διαχείριση του χαρτοφυλακίου να έχει θετικά αποτελέσματα γι’ αυτόν. Άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις της τράπεζας είναι τόσο η προηγούμενη ενημέρωση του πελάτη για τους επενδυτικούς κινδύνους όσο και η κατά τη διάρκεια της σύμβασης διαχείρισης τακτική του ενημέρωση, καθώς και η υποχρέωση παροχής συμβουλών ως προς το προκριτέο είδος επένδυσης, εν όψει και του επενδυτικού «προφίλ» του συγκεκριμένου πελάτη. Στην περίπτωση που η τράπεζα παραβεί τις υποχρεώσεις αυτές μπορεί να δημιουργηθεί είτε συμβατική είτε αδικοπρακτική της ευθύνη (Ν. Ρόκας, Στοιχεία τραπεζικού δικαίου, 2002, σελ. 139-140). Εξάλλου, εάν τράπεζα αναλαμβάνει απλώς τη φύλαξη των τίτλων των πελατών της, η σχέση που συνδέει τα μέρη είναι σύμβαση παρακαταθήκης, οπότε εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 822 επ. (Ν. Ρόκας, ό.π., σελ. 138). […]

Οι κανόνες δεοντολογίας [εν. άρθρα 25, 10 Ν 3607/2007] αποβλέπουν κατά πρώτο λόγο στην προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος για διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της ελληνικής και των λοιπών ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και όχι στην επιβολή υποχρεώσεων ιδιωτικού, δικαίου για εξατομικευμένη προστασία του κάθε μεμονωμένου πελάτη τους. Ωστόσο, ορθότερη είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι η υποχρέωση των διαμεσολαβούντων χρηματοπιστωτικών φορέων για βέλτιστη εκτέλεση κατά την παροχή των υπηρεσιών τους παράγει και έννομες συνέπειες ιδιωτικού δικαίου για τις σχέσεις μεταξύ φορέα επενδυτικών υπηρεσιών και πελάτη – επενδυτή. Κύριο επιχείρημα που συντείνει προς την άποψη αυτή, είναι ότι η προστασία της κεφαλαιαγοράς ως θεσμού και η ατομική προστασία του επενδυτή λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς η μεν καλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ενώ η ελλιπής ατομική προστασία των επενδυτών διαταράσσει την εμπιστοσύνη τους, γεγονός που είναι βέβαιο ότι αποβαίνει σε βάρος της καλής λειτουργίας της. Η αντανάκλαση των πιο πάνω κανόνων στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις απορρέει και από την παροχή δικαιώματος παραίτησης στους επενδυτές της παρεχόμενης προστασίας τους, εφόσον η ΑΕΠΕΥ διευκρινίζει σαφώς σε γραπτή προειδοποίηση στους πελάτες της «τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης, που ενδέχεται να απωλέσουν» (άρθρο 7 παρ. 4 περ. β’ του N 3606/2007, βλ. ΑΠ 1028/2015Nomos, ΕφΑθ 787/2013 ΔΕΕ 2014, 251, Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα … και κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010, 134-135, Λιάππης, ό.π., σελ. 176 επ.). […]

Περαιτέρω, με τον Ν 4050/2012, σε εφαρμογή των παραπάνω, θεσπίστηκε το θεσμικό πλαίσιο της ανταλλαγής τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Στην αιτιολογική έκθεση του Ν 4050/2012 αναφέρονται τα εξής: «Τα τελευταία τρία χρόνια ή Χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή οικονομική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα η Χώρα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές, και διόγκωσε το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι ρυθμίσεις που προτείνονται σκοπούν στη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου. Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, που αντλούν από τη διεθνή πρακτική, θεσμοθετούνται οργανωμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες (Κανόνες Συλλογικής Δράσης), με την εφαρμογή των οποίων Ομολογιούχοι μπορούν να αποφασίζουν την αναπροσαρμογή του δημοσίου χρέους, συμφωνώντας στην τροποποίηση τίτλων που κατέχουν. Λόγω της επιτακτικής και άμεσης ανάγκης για την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους, οι προτεινόμενες διατάξεις προσφέρουν στους κατόχους τίτλων τη δυνατότητα να αποφασίζουν με συλλογικές διαδικασίες την τροποποίηση των τίτλων αυτών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπουν ότι οι αποφάσεις ενισχυμένης πλειοψηφίας συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων, δεσμεύουν το σύνολο των κατόχων των επιλέξιμων τίτλων και εφαρμόζονται σε όλους τους επιλέξιμους τίτλους. Η καθολική και ομοιόμορφη δέσμευση της απόφασης, ως προς όλους τους κατόχους και ως προς όλους τους επιλέξιμους τίτλους, με έρεισμα την αρχή της πλειοψηφίας, διασφαλίζει ότι τυχόν μειοψηφία Ομολογιούχων δεν θα καρπωθεί δυσανάλογα οφέλη εις βάρος της ενισχυμένης πλειοψηφίας …» […]

Ακολούθως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 2198/1994, από τη διάθεση άυλων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου γεννάται πιστωτική σχέση με ενοχικά δικαιώματα μη διαφοροποιούμενα στη βάση των υποκειμενικών στοιχείων κάθε πιστωτή και αναιτιώδη. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) δεν επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να επιφυλάσσει ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένους από τους πιστωτές του, οι οποίοι αντλούν τα δικαιώματά τους από τίτλους που διέπονται από τις διατάξεις του Ν 2198/1994, με κριτήρια α) μια ιδιότητα άλλη σε σχέση με την αδιαφοροποίητη ιδιότητα του πιστωτή ή β) την υποκείμενη αιτία της πιστωτικής σχέσης. Αντίθετα, μάλιστα, η αρχή της ισότητας, όπως, κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται ειδικότερα σε σχέσεις πλειόνων πιστωτών με τον ίδιο οφειλέτη, γνωστή ως αρχή «pari passu», επιβάλλει την πορεία μέχρι την τελική λύση των σχέσεων «με ίσο βήμα» («on equal footing»), ώστε σε περίπτωση αδυναμίας ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών κάθε πιστωτής να ικανοποιηθεί ανάλογα με το ύψος της απαίτησής του («pro rata»). Για την εξυπηρέτηση λοιπόν αυτού του σκοπού επιβάλλεται η δέσμευση των μη συναινούντων πιστωτών (binding effect), σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη. Περαιτέρω, άλλες φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες θεσπίσθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 του Ν 4046/2012 υπέρ των νομικών προσώπων με σκοπό τον περιορισμό των ζημιών που επρόκειτο να υποστούν από την αντικατάσταση των τίτλων, δεν αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας, διότι θεσπίστηκαν προεχόντως με το αξιολογικό κριτήριο της συγκράτησης της καθαρής θέσης και της αξιοπιστίας των ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του οποίου η ευπάθεια, κατά τα κοινώς γνωστά, συνιστά σοβαρότατη απειλή για την εθνική οικονομία στο σύνολό της δεδομένου ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (2012) οι συνθήκες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος απαιτούσαν τη λήψη σύνθετων μέτρων από την Ελληνική Δημοκρατία για τη στήριξή του (μεταξύ άλλων, την από 1.3.2012 δανειακή σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, από το ΕΤΧΣ, μέχρι 23.000.000.000 ευρώ, για την «ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών».)

Εξάλλου, δεν αίρεται η συνταγματικότητα των διατάξεων του Ν 4050/2012 και της ΠΥΣ 5/24.2.2012 λόγω της εξαίρεσης άλλων τίτλων που διέπονταν από τις διατάξεις του Ν 2198/1994 που ανήκαν στον Δημόσιο Τομέα – «Official Sector», ήτοι σε διεθνείς φορείς, διότι οι φορείς αυτοί, ανεξαρτήτως του ότι συνέβαλαν με άλλο τρόπο στην προσπάθεια διάσωσης της εθνικής οικονομίας – σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβάνονται άμεσα ή έμμεσα στις πηγές της νέας βραχυπρόθεσμης υψηλόποσης χρηματοδότησης προς την Ελληνική Δημοκρατία (βλ. Λιναρίτη, Ζητήματα από την αντικατάσταση των άυλων ομολογιακών τίτλων του Δημοσίου, ΧρηΔικ 2014, 220) – τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες και οι λόγοι της εξαίρεσής τους συνδέονται με την άσκηση πολιτικής, η ορθότητα της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσεως ενοχικών δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 (Α5 256), ορίζει ότι η περιουσία κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου είναι σεβαστή. Όμως, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, εάν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, μείωση της περιουσίας είναι επιτρεπτή, κατά τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία και στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, ιδιαίτερα κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες επιβάλλουν τη λήψη γενικών μέτρων οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής κατά την εκτίμηση των κρατικών αρχών, οι οποίες είναι και οι κατ’ αρχήν αρμόδιες να εκτιμήσουν σε κάθε περίσταση σε τι συνιστάται το δημόσιο συμφέρον και ποια είναι τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την εξυπηρέτησή του, έχοντας ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ μείωση της περιουσίας, η οποία τηρεί την αρχή της δίκαιης ισορροπίας («fair balance») μεταξύ του γενικού συμφέροντος, που αφορά το σύνολο και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Η ακύρωση των ομολόγων και η αντικατάστασή τους με τους νέους τίτλους συνεπάγεται ουσιαστικώς απώλεια κεφαλαίου κατά (100- 46,5=) 53,5% ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, λόγω της μεταβολής του χρόνου λήξης που προβλεπόταν στους τίτλους που ακυρώθηκαν. Αυτή η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, ήταν ιδιαίτερα σοβαρή, αλλά δεν προκύπτει ότι ήταν απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη, ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα άρθρα 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Αυτό γιατί, κάτω από τις δεδομένες, όλως εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες επέβαλαν την άμεση αναδιάταξη του δημόσιου χρέους, όπως αυτές εκτιμήθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και από τον Ιδιωτικό Τομέα με ευρύτατη πλειοψηφία, δηλαδή με ψήφους 152.042.932.772,40 επί συνόλου 177.218.697.615,45 ανάλογα με τη συμμετοχή στο ανεξόφλητο κεφάλαιο του δημόσιου χρέους, ο περιορισμός των δικαιωμάτων του Ιδιωτικού Τομέα πάνω στο δημόσιο χρέος κατά 53,5% ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό; κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο τού δυναμένου να ασκηθεί, λόγω της φύσης και του σκοπού της ρύθμισης, οριακού ελέγχου συνταγματικότητας αυτής από την εξεταζόμενη άποψή, δεν εμφανίζεται ως μέτρο πού υπερβαίνει το αναγκαίο όριο ή και ως απρόσφορο για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου της μείωσης του δημοσίου χρέους χάριν της διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και, βεβαίως, θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν επενδύσει στο δημόσιο χρέος. Ακολούθως, τα ομόλογα και οι λοιποί τίτλοι, ενσώματοι ή άυλοι, δεν έχουν στις συναλλαγές περιουσιακή αξία ως πράγματα καθ’ αυτά. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους», ο ιδιοκτήτης τίτλων απολαύει συνταγματικής προστασίας λόγω της περιουσιακής σημασίας των ενοχικών δικαιωμάτων, τα οποία κατά την οικεία νομοθεσία είναι συνδεδεμένα με κτήση τίτλων και συνίσταται σε χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες ανακύπτει δικαστικώς επιδιώξιμη αξίωση να ικανοποιηθούν όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες. Η ακύρωση τίτλου, όμως, δεν είναι απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή απαλλοτρίωση πράγματος που έχει περιουσιακή αξία καθ’ αυτό, ώστε να εξαρτάται η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης από την καταβολή πλήρους χρηματικής αποζημίωσης και, μάλιστα κατόπιν απόφασης δικαστηρίου, που αποφαίνεται για το ύψος της περιουσιακής αξίας του πράγματος, δεδομένου ότι η παράγραφος αυτή αναφέρεται μόνο σε εμπράγματα δικαιώματα, όπως συνάγεται από τη διατύπωσή της, αλλά και από τις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου (βλ. ΣτΕ Ολ 1116/2014 Αρμ 2014, 815).

Επιπλέον, στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ έχει κριθεί με την ομόφωνη απόφαση Mamatas and Others ν. Greece της 21.07.2016 (Nomos) ότι η τροποποίηση που επέφερε ο Ν 4050/2012 στην αγορά ομολόγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «στέρηση της ιδιοκτησίας» αφού η αξία των ομολόγων εξαρτάται από τη μεταβλητότητα της αγοράς και την οικονομική κατάσταση του κράτους εκδότη, ότι η εφαρμογή του Ν 4050/2012 ήταν ομοιόμορφη, σύμφωνη με- τις αρχές του κράτους δικαίου και τη συναίνεση των εμπλεκόμενων φορέων, λαμβάνοντας υπ’ όψη το δημόσιο συμφέρον και την αρχή της αναλογικότητας, και δεν υπήρξε παραβίασή του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ούτε του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης διακρίσεων σε συνδυασμό με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (βλ. ιδίως σκέψεις με αριθμούς 96-142). Στην απόφαση αυτή σημειώθηκε επιπλέον από το ΕΔΑΔ ότι μία επένδυση σε ομόλογα δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένη κινδύνων, καθώς μεταξύ της έκδοσης ενός τέτοιου τίτλου και της λήξης του, παρέρχεται κατ’ αρχήν ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στην διάρκεια του οποίου συμβαίνουν απρόβλεπτα γεγονότα πού μπορούν να έχουν ως συνέπεια την σημαντική μείωση της φερεγγυότητάς του εκδότη τους, ακόμη και αν’ αυτός είναι ένα κράτος, και συνεπώς την επακόλουθη περιουσιακή ζημία για τον δανειστή (βλ. σκέψη με αριθμό 117). Το σκεπτικό αυτό συναντάται και στην πιο πάνω απόφαση της ΣτΕ Ολ 1116/2014, όπου στην σκέψη με αριθμό 24 αναφέρεται ότι «η επένδυση σε ομόλογα και λοιπούς τίτλους εκδόσεως ή εγγυήσεως κρατών, ως έννομη σχέση παροχής οικονομικής πίστης, δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της σύννομης περιουσιακής απώλειας, ακόμη και αν το δίκαιο που διέπει τους τίτλους δεν προβλέπει ότι πριν από τη λήξη τους είναι ενδεχόμενη η επαναδιαπραγμάτευση όρων τους, όπως η ονομαστική αξία, το τοκομερίδιο και ο χρόνος λήξεως. Τούτο, διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους – εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση βάσει της ρήτρας «rebus sic stantibus» (μεταβολή των συνθηκών), η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου «pacta sunt servanda». Η αντίθετη νομική εκδοχή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το κράτος έχει απόλυτη φερεγγυότητα, ήτοι τη δυνατότητα να εξασφαλίζει πάντοτε τα αναγκαία κεφάλαια για την ικανοποίηση των πιστωτών του, λόγω της διαρκούς υπόστασής του, απεριόριστου πλούτου, και ακλόνητης πιστοληπτικής ικανότητας. Ή παραδοχή αυτή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, όπως είναι κοινώς γνωστό και προκύπτει από την αναφερόμενη από 17.2.2012 γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)» (βλ. και Μπώλο, Αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και υποχρεώσεις ενημέρωσης των τραπεζών κατά τη διάθεση ομολόγων ελληνικού δημοσίου, ΧρΙΔ 2016, 14). […]

(Απορρίπτει την έφεση.)

Πηγή: ΔΕΕ, 2019, 1492

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

https://pierrouattorneys.eu/wp-content/uploads/2021/07/PIERROU_small-copy.png
Εμμανούηλ Μπενάκη 8, Αθήνα, Τ.Κ. 10564
Λαγκαδά 2, Θεσσαλονίκη, T.K. 546 30
Παπαδήμα Αντωνίου 1, Κομοτηνή, T.K. 69132
210 321 9797-8

Ακολουθήστε μας:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προσαρμογή & Φιλοξενία από την Impulse, Web Design, Web Hosting

Copyright © Pierrou Attorneys 2021

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: