Η απόφαση αυτή αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα όπως επικράτησαν στα χρόνια της κρίσης και επέβαλλαν στον φορολογούμενο ουσιαστικά να πρέπει να αποδείξει πως δεν είναι φοροφυγάς, δηλαδή να φέρει εκείνος το βάρος της απόδειξης.
Αυτό ουσιαστικά ανέστρεφε τη βασική νομική αρχή πως το βάρος της απόδειξης το φέρει – πάντα- η κατηγορούσα αρχή. Δηλαδή το κράτος. Αυτή η αντεστραμμένη λογική (καταπάτηση του τεκμηρίου αθωότητας επι της ουσίας) οδηγούσε στον παραλογισμό χιλιάδες φορολογούμενους να πρέπει να αποδείξουν πως δεν είναι ελέφαντες, δηλαδή εκ προοιμίου φοροφυγάδες.
Η απόφαση του β’ τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέρει ουσιαστικά πως είναι Ευθύνη του ΣΔΟΕ εν προκειμένω (γενικότερα της φορολογικής αρχής) να αποδεικνύει ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει φοροδιαφύγει προκειμένου εν συνεχεία να του επιβληθεί πρόστιμο. Εάν η φορολογική αρχή, δεν αποδείξει ότι τα επίμαχα αποκρυφθέντα ποσά προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος, τότε τα όποια πρόστιμα ακυρώνονται.
Η φορολογική αρχή “πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας”, αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ και διευκρινίζεται ότι εάν η φορολογική αρχή δεν προβεί σε τεκμηριωμένη κρίση αλλά “απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, βάσει των διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων”, τότε στην περίπτωση αυτή δεν ανταποκρίνεται στο βάρος της απόδειξης όπως έχει την υποχρέωση και τα πρόστιμα ακυρώνονται.