ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΔΙΚΑΙΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
" subheadline="<span class="btArticleDate">27 Ιουλίου 2016</span><a href="https://pierrouattorneys.eu/%ce%b1%cf%80-972016-%ce%b1%ce%b8%ce%ad%ce%bc%ce%b9%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b3%cf%89%ce%bd%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82/#comments" class="btArticleComments">0</a>" font="" font_weight="" font_size="" color_scheme="" color="" align="" url="" target="_self" html_tag="h1" size="extralarge" dash="top" el_id="" el_class="" el_style="" supertitle_position="" ignore_fe_editor="true"]

criminal

 

ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. Προβολή διακριτικού γνωρίσματος κατ’ άρθρο 13 Ν 146/1914. Ως διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός και η ιδιαίτερη διακόσμηση εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματός τους. Προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 1 και 13 Ν 146/1914. Στην αξίωση του θιγόμενου για παράλειψη της προσβολής περιλαμβάνονται και η αξίωση προς άρση της. Συρροή αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Διατάξεις: άρθρα Ν 146/1914

Κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού” απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. 1 και 4 του αυτού, ως άνω νόμου, όποιος κατά τις συναλλαγές κάνει χρήση ονόματος κάποιου, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει, σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη χρήσης. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός και η ιδιαίτερη διακόσμηση εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται πράξη που α) επιχειρείται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές εργασίες β) γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και γ) αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου, που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και για την ύπαρξη του αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διασχηματισμού απαιτείται: α) επικράτηση του διασχηματισμού στις συναλλαγές και β) δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση. Ο διασχηματισμός, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης (13 εδ. 4) περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία της διαμόρφωσης, κυρίως το χρώμα ή συνδυασμούς χρωμάτων, τη συσκευασία ή περικαλύμματα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό στοιχείο, το οποίο έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προέλευσης. Η αισθητική διαμόρφωση του εμπορεύματος, δηλαδή η επιλογή των εξωτερικών γνωρισμάτων αισθητικής φύσης, η οποία γίνεται τυχαία, χωρίς να εξυπηρετείται συγκεκριμένος σκοπός, εφόσον επιτελεί διακριτική λειτουργία, απολαμβάνει κατά κανόνα προστασίας ως διασχηματισμός.

Περαιτέρω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω της ομοιότητας ή του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων δύο εμπορευμάτων, πιθανολογείται ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών από μία ορισμένη επιχείρηση ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή της επιχείρησης ως οικονομικής οντότητας ή ως προς την ύπαρξη της οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές, ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα απ’ αυτούς, δηλαδή αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή. Πράξη προς σκοπό ανταγωνισμού είναι εκείνη που κατευθύνεται στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και-κατ’ αντικειμενική κρίση-μπορεί να επιφέρει επαύξηση ή διατήρηση της πελατείας εκείνου που τη διενεργεί ή τρίτου σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Εξάλλου, ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον που ενεργεί ανταγωνιστική πράξη και τους ανταγωνιστές του υπάρχει, όταν οι ανταγωνιζόμενοι απευθύνονται στον ίδιο ή σε συγγενείς κύκλους πελατών. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 1 και 13 Ν 146/1914, θεμελιώνεται αξίωση του βλαπτόμενου κατά του παραβάτη προς άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ανεξάρτητα από το γεγονός της μη ρητής αναφοράς στην πρώτη αξίωση, αφού, κατά την αληθή έννοια του Ν 146/1914, στην αξίωση για παράλειψη της προσβολής περιλαμβάνεται και η αξίωση προς άρση αυτής, ενώ δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δηλαδή όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα και ιδίως με πρόθεση. Η αξίωση προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δύναται να συρρέει με τις αξιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν 146/1914, όταν πληρούται το πραγματικό και αυτών των διατάξεων.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η ενάγουσα (και ήδη αναιρεσίβλητη) είναι ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “Ε. Ε. Π. και Σία ΕΕ” που συστήθηκε το έτος 2001 και που αποτελεί συνέχεια οικογενειακής επιχείρησης που δραστηριοποιείται από το έτος 1989 στο χώρο κατασκευής και εμπορίας μελισσοκομικών εφοδίων. Μεταξύ των προϊόντων που κατασκευάζει και πωλεί είναι και ο “γυρεοσυλλέκτης εισόδου”, του οποίου η χρησιμότητα είναι η συλλογή γύρης. Το ανωτέρω προϊόν έχει τα εξής ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο διασχηματισμό και την εμφάνισή του. Συγκεκριμένα αποτελείται από δύο τεμάχια, το σώμα και το συρτάρι συλλογής γύρης. Το υλικό κατασκευής του βασικού τμήματος είναι το συνθετικό υλικό ABS (…) και το υλικό του συρταριού είναι πολυπροπυλένιο (Polypropylenium). Οι διαστάσεις αυτού είναι 390 x 140 x 100 χιλιοστά, οι διαστάσεις της οπής εισόδου της μέλισσας είναι 5,70 x 4,30 x 4.19 χιλιοστά, ενώ το συνολικό του βάρος είναι 450 γραμμάρια. Το προϊόν αυτό διατίθεται στην αγορά σε χρώματα καφέ-κίτρινο. Συγκεκριμένα, το καπάκι του (επάνω μέρος) είναι καφέ, τα τμήματα δεξιά και αριστερά, η πτυσσόμενη σήτα εμπλοκής της γύρης, η σήτα απομόνωσης των μελισσών είναι κίτρινα, ενώ το συρτάρι είναι κίτρινο ή καφέ. Η συλλογή της γύρης γίνεται απλά με το τράβηγμα του συρταριού που υπάρχει στο κάτω τμήμα. Στα πλευρικά τμήματα του γυρεοσυλλέκτη υπάρχουν δύο οπές (μία στην κάθε πλευρά) εξόδου των κηφήνων και της βασίλισσας για το ζευγάρωμα, η ανάρτηση δε του γυρεοσυλλέκτη γίνεται με δύο γάντζους πάνω στην είσοδο της κυψέλης ή με απλό πέρασμα σύρματος περιφερειακά της κυψέλης και του γυρεοσυλλέκτη.

Τα στοιχεία αυτά συνιστούν τα διακριτικά γνωρίσματα του εν λόγω προϊόντος, προστατευόμενα από το άρθρο 13 Ν 146/1914, ενόψει του ότι ο ως άνω διασχηματισμός, η εμφάνιση και η μορφή του ως άνω προϊόντος που κατασκευάζει η ενάγουσα με την προαναφερόμενη μορφή και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του έχει διακριτική δύναμη ικανή να τον ξεχωρίζει από άλλον ομοειδή και επιπλέον έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές ως προερχόμενος από την ενάγουσα. Ο ως άνω γυρεοσυλλέκτης κυκλοφόρησε στην εγχώρια αγορά από το έτος 1989 και στο εξωτερικό από το έτος 1991 (ΗΠΑ, Δανία, Πολωνία, Γαλλία, Ουγγαρία) με σχετικές καταχωρίσεις και διαφημίσεις σε ξένα περιοδικά και καταλόγους και διακρίνει το συγκεκριμένο προϊόν ως προερχόμενο αποκλειστικά από την επιχείρηση της ενάγουσας. Το πόσο συνδεδεμένο είναι το επίμαχο προϊόν στη συνείδηση των καταναλωτών με την επιχείρηση της ενάγουσας λόγω των ως άνω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών προκύπτει από το ότι σε αγγελίες προσφοράς/ζήτησης μελισσοκομικών ειδών, εξοπλισμού και άλλων συναφών ειδών οι μελισσοκόμοι όταν αναφέρονται στο συγκεκριμένο προϊόν, αναφέρονται στο “γυρεοσυλλέκτη …” δηλαδή το προϊόν αναφέρεται με την εταιρική επωνυμία και το διακριτικό τίτλο της ενάγουσας.

Η επί μακρόν σύνδεση του εν λόγω προϊόντος με την ενάγουσα και η καθιέρωσή του στις διεθνείς συναλλαγές αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα τα οποία αναφέρονται σε επιστολές κυρίως ξένων αντιπροσώπων που βεβαιώνουν ότι αντιπροσωπεύουν κατά αποκλειστικότητα στην πατρίδα τους τον γυρεοσυλλέκτη της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι από το έτος 1996 μέχρι και το έτος 2008 προμηθεύονταν γυρεοσυλλέκτες αποκλειστικά από την ενάγουσα. Στις αρχές Ιουνίου 2009 η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι οι εναγόμενοι άρχισαν να κατασκευάζουν και να διαθέτουν στην αγορά γυρεοσυλλέκτη, ο οποίος παρουσιάζει πρόδηλη οπτική ομοιότητα με τον δικό της γυρεοσυλλέκτη, του οποίου αποτελεί πιστή αντιγραφή. […]

Ανάμεσα στους δύο πιο πάνω ιδιαίτερους διασχηματισμούς-εξωτερική εμφάνιση των επίδικων γυρεοσυλλεκτών, που θεωρούνται, κατ’ άρθρο 13 Ν 146/1914, ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα του προϊόντος, υπερισχύει και προστατεύεται σύμφωνα με τον νόμο αυτός ο διασχηματισμός της ενάγουσας, εφόσον προηγήθηκε χρονικά η παραγωγή και η κυκλοφορία του και καθιερώθηκε πρώτος στις συναλλαγές λόγω της εκτεταμένης διαφήμισης που έγινε από την ενάγουσα σε συνδυασμό και με την επιτυχημένη κατασκευή του. Η δουλική αυτή απομίμηση του προϊόντος της ενάγουσας δημιουργεί κίνδυνο σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο κίνδυνος αυτός συνίσταται στο ότι ο μέτριων γνώσεων και παρατηρητικότητας καταναλωτής έχει την εσφαλμένη εντύπωση ότι το προϊόν των εναγομένων είναι αυτό της ενάγουσας ή ότι το προϊόν παράγει άλλη επιχείρηση τελούσα σε οικονομικό ή οργανωτικό σύνδεσμο μετά της ενάγουσας. Ο κίνδυνος αυτός της σύγχυσης από τη χρησιμοποίηση του προϊόντος που διαθέτουν στο καταναλωτικό κοινό οι εναγόμενοι δεν αναιρείται από το ότι στους γυρεοσυλλέκτες που κατασκευάζει η ενάγουσα αναγράφεται η ένδειξη … από τις προαναφερόμενες ομοιότητες του διασχηματισμού των γυρεοσυλλεκτών, η γενική εντύπωση που δημιουργείται είναι η ίδια, ενόψει μάλιστα και του ότι πρόκειται για ακριβώς όμοια προϊόντα και το σύνηθες καταναλωτικό κοινό δεν καταβάλει ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αντιληφθεί διαφορές των οποίων η διάγνωση απαιτεί εξιδικευμένες γνώσεις, που κατά κανόνα δεν διαθέτει ο μέσος καταναλωτής.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι στην ανωτέρω ενέργεια, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη οι εναγόμενοι προέβησαν υπαιτίως με σκοπό να δημιουργηθεί κίνδυνος σύγχυσης ανάμεσα στα προϊόντα των διαδίκων, ώστε να πραγματοποιηθούν από τους εναγόμενους αυξημένες πωλήσεις του επίδικου προϊόντος όχι με βάση την ποιότητά του και την τιμή του, όπως συμβαίνει σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, αλλά με αθέμιτη απόσπαση πελατείας από την ενάγουσα, την οποία είχε αποκτήσει με τη μακρόχρονη παραγωγή και διάθεση του προϊόντος της με τον ως άνω διασχηματισμό, η οποία αθέμιτη απόσπαση πελατείας ενισχύεται και από την χαμηλότερη τιμή των προϊόντων των εναγομένων έναντι των προϊόντων της ενάγουσας κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 και 13 του Ν 146/1914, σύμφωνα και με τις στην αρχή της παρούσας αναφερόμενες νομικές σκέψεις.

Αποδεικνύεται ακόμη ότι από την παραπάνω αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία έγινε, όπως σημειώθηκε προς τον σκοπό απόσπασης πελατείας απ’ αυτούς και με την οποία προκλήθηκε και πάντως μπορούσε να προκληθεί σύγχυση ως προς την προέλευση των προϊόντων της ενάγουσας προσβλήθηκε η καλή φήμη και η επαγγελματική αξιοπιστία της ενάγουσας, η οποία για τον λόγο αυτό δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, τη διάρκεια της προσβολής, τον βαθμό πταίσματος των εναγομένων, το μέγεθος της βλάβης της ενάγουσας, αλλά και την οικονομική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι εύλογο ποσό είναι το ποσό των 10.000 ευρώ”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, κατ’ αποδοχή της έφεσης της αναιρεσίβλητης και εξαφάνιση της αντιθέτως αποφανθείσης απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τους ήδη αναιρεσείοντες, δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν τις αναφερόμενες πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού και να της καταβάλουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις (επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες) ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 παρ. 1 και 4 του Ν 146/1914, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά απ’ αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών, αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις, και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. […]

Συνεπώς για να είναι ορισμένος ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 14 λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, εκτός άλλων, και ότι το σχετικό απαράδεκτο προβλήθηκε και στο δικαστήριο της ουσίας. Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής ερευνάται μεν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν αφορά, όμως τη δημόσια τάξη, και, επομένως, για να ιδρύσει λόγο αναίρεσης ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο αυτό και να αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι έγινε η αντίστοιχη πρόταση. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο, κατ’ εκτίμηση, από τον αριθμ. 14 (και όχι και από τους αριθμ. 1 και 8 που αναφέρονται στο αναιρετήριο) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, ότι δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον δεν περιείχε συγκεκριμένα περιστατικά που να δείχνουν ότι το επίμαχο προϊόν της ενάγουσας φέρει τα χαρακτηριστικά της πρωτότυπης κατασκευής. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι η ως άνω αοριστία προτάθηκε στο Εφετείο.

Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο εκθέτει σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, την ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον συμβολαιογράφου, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφασή του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΑΠ Ολ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.

Συνεπώς, ο έκτος λόγος, από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης ως προς το ζήτημα της υπαίτιας και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, διότι δέχθηκε “ότι υπάρχει αθέμιτη εκ μέρους τους εκμετάλλευση της φήμης και της επαγγελματικής αξιοπιστίας της αντιδίκου τους, χωρίς να αναφέρει ποιες αιτιολογίες την οδήγησαν στην κρίση αυτή”, είναι απαράδεκτος. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ο όρος “επιδίκασε” πρέπει να νοηθεί υπό ευρεία έννοια, δηλαδή και όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφάνθηκε σε αίτημα που του υποβλήθηκε με καταψηφιστική ή και αναγνωριστική διάταξη. Ως αίτημα νοείται κάθε αίτημα που εισάγεται με αυτοτελή αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο, από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο διότι, με το να διατάξει την, εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, απόσυρση από την αγορά όλων των γυρεοσυλλεκτών εισόδου που ταυτίζονται ή αποτελούν απομίμηση του γυρεοσυλλέκτη εισόδου της ενάγουσας, καθώς και την κατάσχεση και την άμεση καταστροφή με δαπάνες αυτών (εναγομένων) των, κατ’ απομίμηση των γυρεοσυλλεκτών εισόδου της ενάγουσας, γυρεοσυλλεκτών εισόδου, επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν με την ένδικη αγωγή, το αίτημα της οποίας περιοριζόταν μόνο στην απόσυρση, κατάσχεση και καταστροφή εκείνων των γυρεοσυλλεκτών εισόδου που διατέθηκαν- πωλήθηκαν στην αγορά από αυτούς (αναιρεσείοντες). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής και του όλου περιεχομένου του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η απόσυρση, κατάσχεση και καταστροφή των γυρεοσυλλεκτών εισόδου, αναφέρεται μόνο σε εκείνους (γυρεοσυλλέκτες εισόδου) που κατασκευάστηκαν και διατέθηκαν στην αγορά από τους αναιρεσείοντες και τους τρίτους που έλκουν από αυτούς δικαιώματα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 4055/2012, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183, 191 παρ. 2), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

(Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της απόφασης ΕφΑθ 3149/2013.)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

https://pierrouattorneys.eu/wp-content/uploads/2021/07/PIERROU_small-copy.png
Εμμανούηλ Μπενάκη 8, Αθήνα, Τ.Κ. 10564
Λαγκαδά 2, Θεσσαλονίκη, T.K. 546 30
Παπαδήμα Αντωνίου 1, Κομοτηνή, T.K. 69132
210 321 9797-8

Ακολουθήστε μας:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προσαρμογή & Φιλοξενία από την Impulse, Web Design, Web Hosting

Copyright © Pierrou Attorneys 2021

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: