Μη κατηγοριοποιημένοΧειραγώγηση αγοράς – ΣτΕ 22/2020

8 Ιουλίου 20200

ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ. ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ. Η τεχνητή διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, μέσω συναλλαγών ή εντολών για τη διενέργεια συναλλαγών, ακόμη και όταν έχει ως αποτέλεσμα μη σημαντική αύξηση ή μείωση ή απλώς σταθεροποίηση της τιμής του, δύναται να οδηγήσει σε παραπλάνηση των ενεργούντων βάσει της τιμής κλεισίματος επενδυτών, υπό την έννοια ότι είναι ικανή να ασκήσει επιρροή στη διαμόρφωση των αποφάσεών τους ως προς τις συναλλαγές τους επί των χρηματοπιστωτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύεται ότι επηρεάσθηκαν πράγματι οι συναλλαγές ή να προκύπτει ότι η τεχνητή αυτή διαμόρφωση επηρέασε την συνολική τιμή ή εμπορευσιμότητα του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου. Αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες συναλλαγές δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν τη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων.

Διατάξεις: άρθρα 2 [παρ. 4], 7 Ν 3340/2005

[…] 6. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 7 του Ν 3340/2005, οι οποίες αποβλέπουν στη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και στην προστασία των επενδυτών, απαγορεύεται η χειραγώγηση της αγοράς [παρ. 1], (α) είτε επιχειρείται με συναλλαγές [ή με εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών], (αα) με τις οποίες δίδονται [ή είναι πιθανόν ότι θα δοθούν] ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την προσφορά, την ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέσου ή με τις οποίες διαμορφώνεται η τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, ή (αβ) οι οποίες συνιστούν παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή άλλο τέχνασμα, (β) είτε επιχειρείται με την διάδοση πληροφοριών που δίδουν [ή είναι πιθανόν ότι θα δώσουν] ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για χρηματοπιστωτικά μέσα ή με τη διάδοση φημών ή παραπλανητικών ειδήσεων [παρ. 2]. Όπως συνάγεται δε από τις διατάξεις της παραγράφου 3 περ. β΄ του άρθρου 7 του Ν 3340/2005, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 περ. ζ΄ της 1/347/12.7.2005 αποφάσεως του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συμπεριφορά που συνιστά χειραγώγηση αποτελεί, μεταξύ άλλων, η αγορά ή η πώληση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την περίοδο διαμορφώσεως της τιμής κλεισίματος της αγοράς, όταν με τις συναλλαγές αυτές [ή με τις εντολές για τη διενέργεια των συναλλαγών] διαμορφώνεται η τιμή κλεισίματος σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, σε επίπεδο δηλαδή μη ανταποκρινόμενο στα πραγματικά μεγέθη. Καθόσον οι εν λόγω συναλλαγές, λόγω και της ιδιαίτερης σημασίας τους στη διαδικασία διενέργειας των χρηματιστηριακών συναλλαγών [βλ. επίσης την 192841/Β.1628/2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για τον καθορισμό του περιεχομένου και του τρόπου συντάξεως και δημοσιεύσεως του Δελτίου Τιμών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΦΕΚ Β΄ 1139), την 18/1999 απόφαση του ΔΣ του ΧΑΑ «Μέθοδοι και διαδικασίες διαπραγμάτευσης μετοχών και ρύθμιση τεχνικής φύσεως θεμάτων για τη σύναψη χρηματιστηριακών συναλλαγών μέσω του Αυτόματου Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών (ΑΣΗΣ)» (ΦΕΚ Β΄ 40), την 98/2003 απόφαση του ΔΣ του ΧΑΑ «Κατάρτιση συναλλαγών στην αγορά τοις μετρητοίς του Χρηματιστηρίου Αθηνών» (ΦΕΚ Β΄ 849), την 7/361/2005 απόφαση του ΔΣ του ΧΑΑ περί Δελτίου Τιμών του Χρηματιστηρίου (ΦΕΚ Β΄ 1688)], έχουν ή δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των ενεργούντων βάσει της τιμής κλεισίματος επενδυτών, υπό την έννοια ότι είναι ικανές να ασκήσουν επιρροή στο επενδυτικό κοινό και στη διαμόρφωση των αποφάσεών του ως προς τις συναλλαγές του επί των χρηματοπιστωτικών μέσων, δυνάμενες, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν την τιμή ή τις συναλλαγές επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, χωρίς να απαιτείται, για τη διαπίστωση της διοικητικής αυτής παραβάσεως, να αποδεικνύεται ότι επηρεάσθηκαν πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συναλλαγές ή ότι επήλθε ζημία σε συγκεκριμένα πρόσωπα και χωρίς, επίσης, να ασκεί επιρροή η υπαιτιότητα του προσώπου που υπέπεσε στην παράβαση ή να πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο διενεργήσας την συναλλαγή γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την μέσω αυτής επιχειρούμενη χειραγώγηση. Είναι δε άλλο το ζήτημα ότι, κατά την επιμέτρηση της διοικητικής κυρώσεως του προστίμου που προβλέπεται στο άρθρο 23 του ιδίου νόμου, συνεκτιμάται η βαρύτητα τη εκάστοτε διαπιστουμένης παραβάσεως και οι λοιπές συνθήκες υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα (πρβλ. ΣτΕ 3918/2011, 109/2013 επτ., 2094/2013, 2339/2013, 2792/2013, 3984/2013, 4571/2013, 237/2014, 2684/2014, 3210/2015, 4156/2015, 1475/2017, 2061/2017, 2062/2017, 2065/2017). Εξ άλλου, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος «σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο» και, επομένως, «χειραγώγηση της αγοράς» κατά την έννοια του νόμου, δύνανται να συνιστούν όχι μόνο ενέργειες που έχουν ή δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση ή μείωση της τιμής κλεισίματος του χρηματοπιστωτικού μέσου, αλλά και ενέργειες που έχουν ή δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα μη σημαντική αύξηση ή μείωση ή απλώς σταθεροποίηση της τιμής του, καθόσον και αυτές αποτελούν παρέμβαση στην κανονική μεταβολή της τιμής, δυνάμενες να παραπλανήσουν τους επενδυτές που ενεργούν βάσει της τεχνητώς διαμορφωθείσης τιμής κλεισίματος (πρβλ. ΣτΕ 237/2014, 4571/2013).

7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής (σκέψη 3 της εν λόγω αποφάσεως): Το Τμήμα Ελέγχου της Διευθύνσεως Παρακολουθήσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφού έλαβε υπόψη του την από 25.9.2006 έκθεση επισκοπήσεως του Τμήματος Παρακολουθήσεως Συναλλαγών, διερεύνησε τη χρηματιστηριακές συναλλαγές επί της μετοχής της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) εταιρίας «… ΑΒΕΕ», για το ενδεχόμενο καταχρήσεως προνομιακών πληροφοριών και χειραγωγήσεως της αγοράς, κατά την περίοδο που προηγήθηκε της μερικής εξαγοράς της από την εταιρία «… ΑΕ», ήτοι από 15.12.2005, ημερομηνία ενάρξεως των προκαταρτικών συζητήσεων, μέχρι 4.5.2006, την επομένη της οποίας έγινε η πρώτη σχετική δημόσια γνωστοποίηση προς το επενδυτικό κοινό.

Από τη διεξαχθείσα έρευνα, για την οποία συντάχθηκε το από 30.11.2007 σημείωμα ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι στις 93 συνεδριάσεις που έλαβαν χώρα στην περίοδο αυτή, κατά την οποία ο γενικός δείκτης του ΧΑΑ αυξήθηκε κατά 18,38%, η τιμή της μετοχής αυξήθηκε κατά 28,30% (από 14,04 σε 18,02 ευρώ) και ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών της κατά 90,47% (237.202 μετοχές έναντι 124.534 των 93 συνεδριάσεων του προηγούμενου διαστήματος από 4.8.2005 έως 14.12.2005). Η πορεία, ειδικότερα της μετοχής ήταν έντονα ανοδική μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 2006, στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε και στο διάστημα που ακολούθησε, ως το τέλος Νοεμβρίου του ιδίου έτους, η τιμή της κυμαινόταν μεταξύ 18 και 19 ευρώ. Κατά τη διάρκεια, εξάλλου, της ερευνώμενης περιόδου δημοσιεύθηκαν οι ακόλουθες θετικές ειδήσεις για την εταιρία … ΑΒΕΕ καθώς και προβλέψεις ξένων οίκων και χρηματιστηριακών εταιριών σχετικά με την εκάστοτε τιμή-στόχο της μετοχής, οι οποίες και επαληθεύθηκαν: […]

Την ίδια ημέρα (5.5.2006) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι ο (αναιρεσίβλητος) ιδρυτής, κύριος μέτοχος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την εταιρία … και ζήτησε την αναστολή της διαπραγματεύσεως της μετοχής της στο ΧΑΑ μέχρι 8.5.2006, ενώ την επομένη (9.5.2006) ανακοίνωσε ότι επιτεύχθηκε συμφωνία εξαγοράς του 42% του μετοχικού της κεφαλαίου από την … προς 19 ευρώ ανά μετοχή. Το ποσοστό αυτό, μετά από χρηματιστηριακές συναλλαγές που ακολούθησαν και μέσω των θυγατρικών εταιριών της …, ανήλθε τελικά στο 99% στις 27.12.2006. Διαπίστωσε, επίσης, ο έλεγχος ότι κατά την ίδια περίοδο πρόσωπα συνδεόμενα με συγγενική ή επαγγελματική σχέση με τον αναιρεσίβλητο δραστηριοποιήθηκαν συναλλακτικά επί της μετοχής της εταιρίας. Πρόκειται, συγκεκριμένα για δύο βασικούς μετόχους της εταιρίας (εκ των οποίων ο πρώτος ήταν γαμβρός του αναιρεσιβλήτου και ο δεύτερος αδελφός της συζύγου του), τον ανεψιό του ενός εξ αυτών και το νομικό σύμβουλο της εταιρίας. Τα πρόσωπα αυτά, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, πραγματοποίησαν το 10,09% (1.677.847 τεμάχια) και το 3,88% (644.955 τεμάχια) του συνολικού όγκου των αγορών και των πωλήσεων αντίστοιχα της μετοχής της εταιρίας Γ. καθώς και το 14,28% (775.305 τεμάχια) των πωλήσεων με πακέτα μετοχών. Τα ίδια αυτά πρόσωπα, ενεργώντας, κατά τον έλεγχο, για λογαριασμό και με χρηματοδότηση του αναιρεσιβλήτου και έχοντας κατ’ επανάληψη δεσπόζουσα θέση κατά την περίοδο της δημοπρασίας, αφού οι αγορές τους αποτελούσαν το 50-100% του όγκου των αγορών κλεισίματος, διενήργησαν συναλλαγές επί της εν λόγω μετοχής στο διάστημα που διαμορφώνεται η τιμή κλεισίματός της, οι συναλλαγές δε αυτές διαμόρφωσαν κυρίως ή αποκλειστικά την τιμή αυτή (κλεισίματος) σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, προσαυξημένη, δηλαδή, κατά 0,33% έως 0,57% σε σχέση με την προ του κλεισίματος τιμή.

Για τις συναλλαγές αυτές, τις οποίες διενήργησαν κυρίως μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας … ΑΧΕΠΕΥ και δύο αντικρυστών της, χρησιμοποίησαν ως εντολείς τον Διευθυντή Επενδυτικών Σχέσεων και Εταιρικής Επικοινωνίας και έναν υπάλληλο της εταιρίας Γ. Οι επίμαχες συναλλαγές έλαβαν χώρα σε 78 από τις 93 συνεδριάσεις και κάλυψαν το 29,11% (232.046 τεμάχια) του συνολικού όγκου των αγορών που διαμόρφωσαν τις τιμές κλεισίματος ολόκληρης της ερευνώμενης περιόδου, το 32,87% των αγορών που διαμόρφωσαν τις τιμές αυτές μέχρι τις 23.3.2006, ημερομηνία που παύει η συμμετοχή των εν λόγω προσώπων στις συναλλαγές κλεισίματος, και το 50% και άνω των αγορών κλεισίματος σε 30 από τις συνεδριάσεις αυτές (17 ανοδικές-σταθερές και 13 πτωτικές), σε 20 από τις οποίες η τιμή έκλεισε ανοδικά, σε σχέση με την τιμή που είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη της διαδικασίας κλεισίματος.

Από την εξέταση, τέλος, των σχετικών μαγνητοφωνημένων εντολών, ο έλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εντολείς επηρέαζαν τεχνητά την τιμή κλεισίματος της μετοχής με την βοήθεια των αντικρυστών της εταιρίας … ΑΧΕΠΕΥ. Βάσει δεν των ευρημάτων από τις αναλήψεις και καταθέσεις που προκύπτουν από τις λογιστικές εγγραφές της ίδιας χρηματιστηριακής εταιρίας στις χρηματικές καρτέλες των ως άνω προσώπων, ο έλεγχος θεώρησε ότι οι χρηματικές κινήσεις τους σχετικά με τη διενέργεια των επίμαχων συναλλαγών αφορούσαν σε ποσά, που είτε κατατέθηκαν (επί πωλήσεων) είτε αναλήφθηκαν (επί αγορών) από τραπεζικό λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου. Με βάση τα πορίσματα του ελέγχου και υιοθετώντας πλήρως τη σχετική εισήγηση, το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έκρινε κατά πλειοψηφία ότι εμπλεκόμενα ως άνω πρόσωπα, ενεργώντας υπό την κατεύθυνση και το συντονισμό του αναιρεσίβλητου και σε συνεργασία με τους δύο εντολείς υπαλλήλους της εταιρίας Γ. και τους δύο αντικρυστές της χρηματιστηριακής εταιρίας … ΑΧΕΠΕΥ, διενήργησαν μέσω αυτής συναλλαγές, με τις οποίες επηρέασαν και διαμόρφωσαν σε μη κανονικό και τεχνητό επίπεδο την τιμή κλεισίματος της συγκεκριμένης μετοχής κατά το χρονικό διάστημα από 15.12.2005 έως 23.3.2006 και, με τον τρόπο αυτό, προέβησαν σε χειραγώγηση της αγοράς κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 2 (περ. α΄) του άρθρου 7 του Ν 3340/2005 και του άρθρου 2 (περ. ζ΄) της 1/347/12.7.2005 αποφάσεως. Για την παράβαση αυτή το ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επέβαλε στον αναιρεσίβλητο πρόστιμο 200.000 ευρώ με την προαναφερθείσα 466/7.3.2008 (θέμα 9ο) απόφασή του.

8. Επειδή, περαιτέρω, το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε τα εξής (σκέψη 4 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως): «Με την προσβαλλόμενη απόφασή της … η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δέχεται, ορθώς κατ’ αρχήν (βλ. αιτιολ. έκθεση), ότι ο Ν 3340/2005 έχει απαλείψει το υποκειμενικό στοιχείο από την απαγόρευση χειραγωγήσεως της αγοράς μέσω συναλλαγών και θεσπίζει ως κεντρικό στοιχείο ευθύνης το αποτέλεσμα των συναλλαγών, εντολών ή ενεργειών και στην κρινόμενη υπόθεση την τεχνητή ζήτηση της μετοχής, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε τεχνητό επηρεασμό τόσο της εμπορευσιμότητας όσο και της τιμής της (Παραπέμπει δε στο 572/11.2.2009 έγγραφο απόψεως σελ. 37). Θεωρεί, ακόμη … ότι η τιμή κλεισίματος που έχει διαμορφωθεί τεχνητά, οδηγεί από τη φύση της σε παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει της τιμής αυτής. Στη συνέχεια, ωστόσο, καταλήγει στη διαπίστωση ότι στην προκειμένη περίπτωση: «Η χειραγώγηση την οποία οργάνωσε και χρηματοδότησε ο αναιρεσίβλητος δεν σκόπευε ούτε είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της τιμής της μετοχής, αλλά την τεχνητή διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος σε ανώτερο επίπεδο από αυτό στο οποίο θα διαμορφώνονταν εάν τα παρένθετα συγγενικά του πρόσωπα δεν προέβαιναν για λογαριασμό του στις αγορές μετοχών κατά τη δημοπρασία κλεισίματος. Η αύξηση της τιμής της μετοχής κατά 28,30% και της εμπορευσιμότητας της μετοχής κατά 90,47% κατά την περίοδο ελέγχου δεν οφείλονταν στη χειραγώγηση αλλά εξηγείται από τα επιχειρηματικά νέα της εταιρίας, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από τις θετικές αναλύσεις που είδαν την περίοδο εκείνη το φως της δημοσιότητας.

Η χειραγώγηση το μόνο που πέτυχε ήταν να αυξάνει κατά 0,57% κατά μέσο όρο ανά ημέρα (τις 20 ημέρες κατά τις οποίες η τιμή της μετοχής έκλεισε ανοδικά σε σχέση με την τιμή που είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της δημοπρασίας) την τιμή κλεισίματος από την τιμή που είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της δημοπρασίας, ή, όπως συνομολογεί και ο [αναιρεσίβλητος], αυξάνει την τιμή κλεισίματος από τη μέση τιμή που είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της δημοπρασίας κατά 0,33% (τις 30 ημέρες κατά τις οποίες τα συνδεόμενα πρόσωπα συμμετείχαν στον όγκο που διαμόρφωσε την τιμή κλεισίματος σε ποσοστό άνω του 50%)».

Ακολούθως το δικάσαν Εφετείο διατύπωσε την εξής κρίση: «Η αύξηση … της τιμής και της εμπορευσιμότητας της μετοχής, που, κατά την Επιτροπή, αποτελεί στοιχειοθετικό όρο της χειραγωγήσεως της αγοράς, υπήρξε, κατά την ίδια, αποτέλεσμα των καλών επιχειρηματικών νέων και των θετικών αναλύσεων ελληνικών και ξένων οίκων … που είδαν το φως της δημοσιότητας πολύ πριν ανακοινωθεί δημόσια (5.5.2006) η εξαγορά της Γ. από την …. Συνομολογεί, επομένως, η Επιτροπή ότι οι επίμαχες συναλλαγές και εντολές κατά την περίοδο κλεισίματος, που αποτελούν το 15% του ημερήσιου όγκου συναλλαγών, είχαν ως μοναδική συνέπεια την προαναφερόμενη οριακή αύξηση της τιμής κλεισίματος της μετοχής χωρίς, όμως, η μεταβολή αυτή να «ευθύνεται» περαιτέρω για τη διαμορφωθείσα στα ως άνω χρονικό διάστημα αύξηση της εμπορευσιμότητας και της τιμής της, η οποία (αύξηση) δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις συναλλαγές αυτές αλλά αποδίδεται από την ίδια στα θετικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν ταυτόχρονα για την εν γένει πορεία της εταιρίας, βάσει των οποίων οι επενδυτές και κυρίως οι θεσμικοί (μεγάλες τράπεζες και επενδυτικοί οίκοι του εξωτερικού), που διαθέτουν επεξεργασμένα συστήματα για να εκτιμήσουν σφαιρικά την επιχειρηματική πορεία και τις προοπτικές μιας εταιρίας και να καθορίσουν ακολούθως την επενδυτική τους συμπεριφορά είχαν σημαντική παρουσία στις συναλλαγές επί της εν λόγω μετοχής και διατήρησαν ή και αύξησαν τις θέσεις τους.

Εφόσον, κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη θετική πορεία της μετοχής από πλευράς τιμής και εμπορευσιμότητας, η οποία εξακολούθησε και μετά την παύση της διερευνώμενης συναλλακτικής συμπεριφοράς των προαναφερομένων προσώπων, δεν ήταν αποτέλεσμα τεχνητής ζητήσεως και παραπλανήσεως, δι’ αυτής, των επενδυτών, εξαιτίας της αυξημένης τιμής κλεισίματος που αποδίδεται στις επίμαχες συναλλαγές, οι συναλλαγές αυτές που, κατά τα μη αμφισβητούμενα, ήταν πραγματικές και εκτελέσθηκαν, πληρώθηκαν και εκκαθαρίστηκαν κανονικά χωρίς αντιστροφές ή άλλες παραπλανητικές ενέργειες, δεν μπορούν, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, να θεωρηθούν ότι συνιστούν από μόνες τους πράξεις χειραγωγήσεως της αγοράς, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στον προσφεύγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο παράβαση συνιστάμενη, κατά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην ενεργό συμμετοχή του στη «χειραγώγηση» αυτή. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε τον σχετικό λόγο της προσφυγής και ακύρωσε την προσβληθείσα ενώπιόν του απόφαση της ήδη αναιρεσείουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

9. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά το χρονικό διάστημα από 15.12.2005 έως 23.3.2006 πρόσωπα συνδεόμενα με συγγενική ή επαγγελματική σχέση με τον αναιρεσίβλητο διενήργησαν συναλλαγές, τις οποίες οργάνωσε και συντόνιζε ο ίδιος ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος επίσης τις χρηματοδότησε, επί της μετοχής της εταιρίας … ΑΒΕΕ στο διάστημα που διαμορφώνεται η τιμή κλεισίματός της, οι συναλλαγές δε αυτές διαμόρφωσαν, κυρίως ή αποκλειστικά, την τιμή κλεισίματος σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, προσαυξημένη κατά 0,33% έως 0,57% σε σχέση με την προ του κλεισίματος τιμή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι, με τον τρόπο αυτό, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα όπως και ο αναιρεσίβλητος, προέβησαν σε χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 2 (περ. α΄) του άρθρου 7 του Ν 3340/2005 και του άρθρου 2 (περ. ζ΄) της 1/347/2005 αποφάσεως, επέβαλε δε στον αναιρεσίβλητο πρόστιμο ύψους 200.000 ευρώ για ενεργό συμμετοχή του στη χειραγώγηση αυτή. Δέχεται, δηλαδή, η αναιρεσιβαλλομένη ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε στον αναιρεσίβλητο το επίδικο πρόστιμο, διότι με τις συναλλαγές, που οργάνωσε και εκτελέστηκαν από άλλα συνδεόμενα με αυτόν πρόσωπα, επηρέασε και διαμόρφωσε σε μη κανονικό και τεχνητό επίπεδο την τιμή κλεισίματος της συγκεκριμένης μετοχής, κατά το χρονικό διάστημα από 15.12.2005 έως 23.3.2006. Περαιτέρω, όμως, το Διοικητικό Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του εγχειρήματος ήταν, και κατά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η σταθεροποίηση της τιμής κλεισίματος της μετοχής, εφόσον οι επίμαχες συναλλαγές και εντολές κατά την περίοδο κλεισίματος «είχαν ως μοναδική συνέπεια την… οριακή αύξηση της τιμής κλεισίματος της μετοχής», και ότι η συνολική αύξηση της τιμής της μετοχής κατά 28,30% και της εμπορευσιμότητας της μετοχής κατά 90,47% κατά την περίοδο ελέγχου, η θετική δηλαδή, πορεία της μετοχής από πλευράς τιμής και εμπορευσιμότητας, δεν ήταν αποτέλεσμα τεχνητής ζητήσεως και παραπλανήσεως, δι’ αυτής, των επενδυτών, εξαιτίας της αυξημένης τιμής κλεισίματος που αποδίδεται στις επίμαχες συναλλαγές, έκρινε ότι οι συναλλαγές αυτές δεν συνιστούν από μόνες τους πράξεις χειραγωγήσεως της αγοράς και ότι, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο παράβαση. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν αιτιολογείται νομίμως, όπως βασίμως προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω [βλ. σκέψη 6], η τεχνητή διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, μέσω συναλλαγών ή εντολών για τη διενέργεια συναλλαγών, ακόμη και όταν έχει ως αποτέλεσμα μη σημαντική αύξηση ή μείωση ή απλώς σταθεροποίηση της τιμής του, δύναται να οδηγήσει σε παραπλάνηση των ενεργούντων βάσει της τιμής κλεισίματος επενδυτών, υπό την έννοια ότι είναι ικανή να ασκήσει επιρροή στη διαμόρφωση των αποφάσεών τους ως προς τις συναλλαγές τους επί των χρηματοπιστωτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύεται ότι επηρεάσθηκαν πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συναλλαγές ή να προκύπτει ότι η τεχνητή αυτή διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος επηρέασε την συνολική τιμή ή εμπορευσιμότητα του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Εφετείου είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων του φακέλου, ότι, υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι επίμαχες συναλλαγές δεν ήταν ικανές να ασκήσουν επιρροή στη διαμόρφωση των αποφάσεων των επενδυτών ως προς τις συναλλαγές τους επί της μετοχής της εταιρίας … ΑΒΕΕ.

(Αναιρεί την απόφαση ΔΕφΑθ 99/2009. Παραπέμπει προς νέα κρίση.)

Αρχική Δημοσίευση – Πηγή: ΔΕΕ, 5/2020, σελ. 586επ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

https://pierrouattorneys.eu/wp-content/uploads/2021/07/PIERROU_small-copy.png
Εμμανούηλ Μπενάκη 8, Αθήνα, Τ.Κ. 10564
Λαγκαδά 2, Θεσσαλονίκη, T.K. 546 30
Παπαδήμα Αντωνίου 1, Κομοτηνή, T.K. 69132
210 321 9797-8

Ακολουθήστε μας:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προσαρμογή & Φιλοξενία από την Impulse, Web Design, Web Hosting

Copyright © Pierrou Attorneys 2021

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: