ΔΕΕ, 2018, 1300
ΑΦΑΝΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑ. Έννοια αφανούς εταιρίας. Εικονική δικαιοπραξία. Η σύμβαση υπόσχεσης τρίτου στον οφειλέτη, περί καταβολής χρέους του, λειτουργεί μόνο μεταξύ των μερών. Αποχώρηση εταίρου από διμελή ομόρρυθμη εταιρία και μεταβίβαση σε νέα εταίρο του εταιρικού του μεριδίου. Ανάληψη από τη νεοεισελθούσα εταίρο της υποχρέωσης εξόφλησης δανείου, που είχε λάβει ο αποχωρήσας εταίρος για τη λειτουργία της εταιρίας. Κρίνεται ότι η ομόρρυθμη εταιρία ήταν εικονική και μέσω αυτής ασκούνταν η εμπορική δραστηριότητα αφανούς εταιρίας, στην οποία δεν συμμετείχε η νεοεισελθούσα εταίρος αλλά ο πατέρας της. Συνεπώς κρίνεται ως εικονική και η δήλωση της υπόσχεσης αποπληρωμής του δανείου, υποχρέωση που βαρύνει τον αφανή εταίρο-πατέρα της.
Διατάξεις: άρθρα 138 ΑΚ, 47-50 ΕμπΝ
[…] Ο ενάγων εξέθετε ότι ήταν ομόρρυθμος εταίρος, με μερίδα συμμετοχής 50%, της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «… – … ΟΕ» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … Θεσσαλονίκης και έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τη διοργάνωση και διεξαγωγή κοινωνικών εκδηλώσεων και δεξιώσεων γάμων και βαπτίσεων. Ότι δυνάμει του από 24.7.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης καταστατικού ομόρρυθμης εταιρίας, αποχώρησης εταίρου και εκχώρησης εταιρικού μεριδίου, αποχώρησε από την παραπάνω ομόρρυθμη εταιρία και μεταβίβασε στην εναγομένη το εταιρικό του μερίδιο. Ότι την ίδια ημέρα καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης έγγραφη σύμβαση, με την οποία η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το δάνειο ύψους 50.000 ευρώ που ο ίδιος είχε λάβει στις 4.12.2006 από την Τράπεζα … ΑΕ για την αγορά αναγκαίου για τη λειτουργία της ανωτέρω εταιρίας εξοπλισμού. Ότι η εναγομένη από τον Αύγουστο του έτους 2008 έως και το Μάιο του έτους 2012 ήταν συνεπής στην εκπλήρωση της ως άνω αναληφθείσας από αυτήν υποχρέωσης, καταβάλλοντας τις δόσεις του δανείου, καθεμία εκ των οποίων ήταν καταβλητέα την εικοστή πρώτη ημέρα κάθε μήνα, αλλά έκτοτε έπαυσε να καταβάλει τις οφειλόμενες δόσεις, όπως ο ίδιος ενημερώθηκε εγγράφως από την ανωτέρω Τράπεζα. […]
Κατά το άρθρο 138 παρ. 1 ΑΚ, δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δήλωση των δικαιοπρακτούντων είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Οι επιδιώξεις των δικαιοπρακτούντων και τα ειδικότερα κίνητρα, που τους ώθησαν να καταρτίσουν εικονική δικαιοπραξία, δεν αποτελούν στοιχεία που πρέπει να αποδεικνύονται προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί ότι η δικαιοπραξία είναι εικονική, ενδεχομένως δε να αποτελέσουν επιχειρήματα τα οποία υποβοηθούν το δικαστήριο να συναγάγει το αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με το αν η δήλωση των δικαιοπρακτούντων ήταν φαινομενική ή σοβαρή (βλ. ΑΠ 304/2016, ΑΠ 342/2014, ΑΠ 1153/2011, ΑΠ 1247/2003 Nomos). Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος (ΑΠ 1969/2013, ΑΠ 522/2011 Nomos, ΑΠ 633/2006 ΕλλΔνη 47, 1025, ΑΠ 483/2005 ΕλλΔνη 46, 1430, ΕφΑθ 3730/2014, ΕφΛαμ 94/2011 Nomos). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ, άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Εξάλλου, από τα άρθρα 47 έως 50 του ΕμπΝ προκύπτει ότι η αφανής εταιρία, επί της οποίας εφαρμόζονται, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ περί εταιριών, συνιστάται ατύπως και δεν έχει νομική προσωπικότητα, ούτε δική της περιουσία διαφορετική από την περιουσία των εταίρων. Οι εταιρικές προσφορές, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση όλων των εταίρων, δεν μεταβιβάζονται στην εταιρία, αλλά χρησιμοποιούνται από τον εμφανή εταίρο για την πραγματοποίηση του εταιρικού σκοπού, ο εταίρος δε αυτός υποχρεούται ό,τι ως διαχειριστής αποκτά στο όνομά του να το μεταβιβάσει στους εταίρους κατά τη μερίδα που αναλογεί σε αυτούς (ΑΠ 736/1989 ΕλλΔνη 31, 1251, ΕφΑθ 4309/2003 Nomos). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 478 ΑΚ, αν τρίτος υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, ο δανειστής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν αποκτά δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι υπόσχεση τρίτου προς τον οφειλέτη είναι η σύμβαση με την οποία ο τρίτος υπόσχεται προς αυτόν να τον απαλλάξει από το χρέος του. Η διάταξη αυτή θέτει ερμηνευτικό κανόνα, κατά τον οποίο, αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση τι θέλησαν τα μέρη, τότε η σχέση λειτουργεί μόνο μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου κατά την έννοια της ΑΚ 410 (μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου). Η σύμβαση αυτή, καλούμενη σύμβαση ελευθερώσεως, είναι υποσχετική δικαιοπραξία, αιτιώδης, μπορεί δε να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση, οπότε εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καθενός (ΑΠ 1752/2014, ΑΠ 1230/2010 Nomos, ΑΠ 1639/2001 ΕλλΔνη 2002, 773). […]
Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ωστόσο, ότι η προμνησθείσα ομόρρυθμη εταιρία στην οποία ισομερώς συμμετείχαν ο ενάγων και η μητέρα της εναγομένης, ήταν μια αμιγώς εικονική εταιρία, δηλαδή, ένα παρένθετο νομικό πρόσωπο, μέσω του οποίου ασκούνταν τυπικά και προς τα έξω η εμπορική δραστηριότητα της εκμετάλλευσης του ως άνω κέντρου διασκεδάσεως, η οποία όμως, ουσιαστικά και πραγματικά ασκούνταν από την αφανή εταιρία που είχαν συστήσει, περί τα τέλη Δεκεμβρίου του έτους 2006, ο ενάγων με τον πατέρα της εναγομένης, …, με εμφανή εταίρο τον ενάγοντα και αφανή εταίρο τον …, ενώ η μητέρα της εναγομένης δεν συμμετείχε ουσιαστικά με οποιονδήποτε τρόπο στην ανωτέρω εταιρία, αλλά ασχολούνταν πάντοτε με τις οικιακές της και μόνο εργασίες. […]
Ωστόσο, η εν λόγω δήλωση της εναγομένης δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, γνώριζε δε ο ενάγων ότι υποκρύπτονταν ο πατέρας της, ο οποίος ήταν αυτός που πραγματικά υποσχέθηκε την εξόφληση του δανείου, αναλαμβάνοντας έναντι του μεταβιβάζοντος ενάγοντος την υποχρέωση να τον αποδεσμεύσει από το ως άνω χρέος, εξοφλώντας ο ίδιος αυτό, όταν τούτο γίνει ληξιπρόθεσμο, επιδιώκοντας να αναλάβει όλα τα υφιστάμενα έως τότε χρέη της επιχείρησης με τον τίτλο «…», γεγονός που αποδεικνύεται από το αυτό αποδεικτικό υλικό, καθόσον η ίδια η εναγομένη, νεαρής ηλικίας ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδιωτική υπάλληλος στην αλυσίδα σούπερ μάρκετ «…», ουδόλως ασχολήθηκε με την ως άνω εταιρία, εικονικά δε εισήλθε ως εταίρος στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία, προκειμένου να διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα του πατέρα της, …, ο οποίος αδυνατούσε ως συνταξιούχος να αναπτύξει εμφανή εμπορική δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας κατά το φαινόμενο και μόνο τη σύζυγό του και την κόρη του.
Στην κρίση αυτή καταλήγει το παρόν Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερόμενα και επιπλέον από το γεγονός ότι στην ως άνω δανειακή σύμβαση αντίκλητος του οφειλέτη ορίσθηκε ο … καθώς από το ότι από την υπογραφή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού (24.7.2008) και μέχρι τον Μάιο του 2012 ο … κατέβαλε τις δόσεις του δανείου στην Τράπεζα … και μάλιστα κάνοντας χρήση του βιβλιαρίου καταθέσεων του ενάγοντος που ο ίδιος του το είχε δώσει, ενώ στις 7.4.2013 κατέβαλε με μετρητά σ’ αυτόν το ποσό των 350 ευρώ, εκδόθηκε δε σχετική απόδειξη από τον ενάγοντα στο όνομα του … .
Πέραν των ανωτέρω, η εικονικότητα του από 24.7.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού ως προς το πρόσωπο που υποσχέθηκε την αποπληρωμή του δανείου του οφειλέτη ενάγοντος συνάγεται και από το γεγονός ότι το παραπάνω συμφωνητικό δεν θεωρήθηκε από την αρμόδια ΔΟΥ εντός δέκα ημερών από την κατάρτισή του, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 16 του Ν 1882/1990, το οποίο, ωστόσο, καθιερώνει το ανίσχυρο του συμφωνητικού μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων (ΣτΕ 280/2009 Nomos). Κατά συνέπεια αποδείχθηκε ότι η υποχρέωση αποπληρωμής του εν λόγω δανείου του ενάγοντος βαρύνει τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα του πατέρα της εναγομένης και προέρχεται από τη συμμετοχή του στη συσταθείσα μεταξύ αυτού και του ενάγοντος αφανή εταιρία, υπό τον διακριτικό τίτλο «…» και όχι την εναγομένη, η οποία ουδέποτε συμμετείχε στις συναλλαγές και δραστηριότητες του ενάγοντος και του πατέρα της.
Συνακόλουθα, εφόσον αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού της εναγομένης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της λόγω εικονικότητας της από 24.7.2008 δήλωσής της και της γνώσης αυτής εκ μέρους του ενάγοντος και κατά συνέπεια ακυρότητάς της κατ’ άρθρα 138 και 139 του ΑΚ, η αγωγή, που είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 410, 478, 361, 298, 298 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. […]
(Απορρίπτει την αγωγή.)