Πολ.Πρωτ. Θεσ/νίκης 516/2016:
Δικαίωμα χρήσης επωνύμου πρώην συζύγου. Λύση γάμου. Επαγγελματική φήμη που συνδέεται με το επώνυμο. Αναγνωριστική αγωγή. Έλλειψη εννόμου συμφέροντος.
«Στο άρθρο 1388 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 1329/1983, ορίζεται ότι με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις αυτών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στους γάμους που
τελούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 54 § 2 αυτού). Στους γάμους που είχαν τελεσθεί προηγουμένως, σύμφωνα με την παλαιά ΑΚ 1388, η έγγαμη γυναίκα είχε ως επώνυμο της [υποχρεωτικά και αποκλειστικά] το επώνυμο του άνδρα της.
Μετά την ισχύ του νέου δικαίου (18.2.1983), δόθηκε στις γυναίκες των παλαιών γάμων, προαιρετικώς, η δυνατότητα να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 54 § 2 του ν. 1329/1983. Στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66 εδ. α` του ν. 1329/1983 ορίζεται ότι η γυναίκα, που είχε εξακολουθήσει μετά την ισχύ του ν. 1329/ 1983 να φέρει το επώνυμο του συζύγου της (δηλαδή, εκείνη που είχε τελέσει γάμο προηγουμένως και δεν είχε θελήσει να ανακτήσει το πατρικό της επώνυμο), περιορίζεται μετά το διαζύγιο στο οικογενειακό της επώνυμο (δηλαδή, σε περίπτωση που λυθεί ο γάμος της, ανακτά αυτοδικαίως και υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το επώνυμο που είχε πριν από την τέλεση του γάμου). Στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου 66, όμως, ορίζεται ότι η γυναίκα αυτή “δικαιούται να χρησιμοποιεί και μετά το διαζύγιο το επώνυμο του πρώην συζύγου της, εφ` όσον απέκτησε με αυτό επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη και δεν βλάπτονται από τη χρησιμοποίηση του σοβαρά συμφέροντα του τελευταίου”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά τη λύση ενός γάμου που είχε τελεσθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983, η γυναίκα, που είχε διατηρήσει μέχρι την αμετάκλητη απαγγελία του διαζυγίου το επώνυμο του συζύγου της, το οποίο, σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο, είχε λάβει αναγκαστικά, είναι υποχρεωμένη να το εγκαταλείψει και να χρησιμοποιεί στο εξής, σε όλες τις έννομες σχέσεις αυτής, το επώνυμο που είχε πριν από την τέλεση του γάμου (δηλαδή, το πατρικό ή οικογενειακό της επώνυμο).
Ο κανόνας αυτός, όμως, επιδέχεται εξαίρεση υπέρ της γυναίκας, η οποία, κατά τη διάρκεια του γάμου και από τη νόμιμη χρησιμοποίηση του επωνύμου του τότε συζύγου της, απέκτησε επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη που συνδέεται άρρηκτα με το επώνυμο αυτό. Η γυναίκα αυτή, προκειμένου να ασκήσει δικαστικώς το δικαίωμα παρατάσεως της χρήσεως του επωνύμου του πρώην συζύγου της (δηλαδή, για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί η δραστηριότητα που επιβάλλει τη χρήση αυτή), πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τις προϋποθέσεις της εξαιρέσεως, δηλαδή το ότι η ίδια προέρχεται από γάμο που είχε τελεσθεί πριν από την 18.2.1983, ότι διατήρησε το συζυγικό επώνυμο και μετά την ημερομηνία αυτή, ότι ο γάμος λύθηκε αργότερα και ότι αυτή, κατά τη διάρκεια του είχε αποκτήσει επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη με το επώνυμο του πρώην συζύγου (βλ. Χ. Ροκόφυλλου – Γ. Τριανταφυλλάκη, Η διατήρηση του συζυγικού επωνύμου ως εμπορικής επωνυμίας από τη διαζευγμένη έμπορο, ΝοΒ 39 (1991).900 επ.). Παρά τη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 66, το περιστατικό ότι “δεν βλάπτονται από τη χρησιμοποίηση του (επωνύμου) σοβαρά συμφέροντα” του πρώην συζύγου, δεν αποτελεί όρο, τον οποίο βαρύνεται να επικαλεσθεί και να αποδείξει η γυναίκα.
Αντίθετα, ο άνδρας, που επιδιώκει δικαστικώς τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως και την επαναφορά στον κανόνα, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει το ότι από τη χρησιμοποίηση του δικού του επωνύμου, την οποία επιθυμεί να εξακολουθήσει η πρώην σύζυγος του, βλάπτονται κάποια σοβαρά συμφέροντα αυτού, τα οποία μόνο αυτός (και όχι η πρώην σύζυγος του) είναι σε θέση να γνωρίζει και να προσδιορίσει (ΕφΛαρ 689/2006 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, “όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή”. Από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη αυτήν προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει γι’ αυτό έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο και περιέχει ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μια υποχρέωση (βλ. ΑΠ 155/2002 ΕλλΔνη 43.1346, ΑΠ 1831/1999, ΑΠ 1598/1999 ΕλλΔνη 41.896 και 128, ΑΠ 563/1998 ΝοΒ 47.1295).
Εξάλλου, από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής, πρέπει να συντρέχει έννομο συμφέρον, το οποίο, ερευνώμενο αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, υπάρχει όταν εξαιτίας της αμφισβήτησης δημιουργείται αβεβαιότητα για τις έννομες σχέσεις του ενάγοντος, από την οποία απειλείται σ’ αυτόν βλάβη, που δεν μπορεί να ανατραπεί διαφορετικά παρά μόνο με την αναγνώριση από το δικαστήριο της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, αιρόμενης έτσι της νομικής αβεβαιότητας και του από αυτήν προερχομένου κινδύνου (ΑΠ 134/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1914/2003 Αρμ 2004.1310).
Το έννομο τούτο συμφέρον πρέπει να είναι, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση (ΕφΑθ 7574/1998 ΕλλΔνη 40.1103 επ.), υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει ν’ αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας (ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 45.1347, ΠΠρΘεσ 22639/2012 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, ισχυρίζεται τα ακόλουθα: Ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο την 24.10.1982, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα. Ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους και, πιο συγκεκριμένα, κατά το έτος 1985, αυτή έκανε έναρξη επιτηδεύματος και συνέστησε επιχείρηση ραπτικής έτοιμων ενδυμάτων (φασόν), την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα με την εμπορική επωνυμία …
Περαιτέρω ότι αυτή απέκτησε επαγγελματική φήμη από τη συνεργασία της ως επιχειρηματίας, τόσο με ιδιώτες όσο και με το Δημόσιο, με το συζυγικό της επώνυμο, το οποίο χρησιμοποιούσε από την αρχή του έγγαμου βίου τους. Ότι το 2013 λύθηκε συναινετικά και σε φιλικό κλίμα ο μεταξύ τους γάμος, ενώ η ίδια συνέχισε να δραστηριοποιείται επαγγελματικά κάνοντας χρήση του επωνύμου του πρώην συζύγου της, ο οποίος δεν είχε και δεν έχει μέχρι σήμερα καμία αντίρρηση σχετικά με τη χρήση του επωνύμου του από αυτήν.
Τέλος, ότι το Φεβρουάριο του 2014, ο Δήμος,την ενημέρωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 66 α του ως άνω αναφερόμενου νόμου, αυτή είχε ήδη, μετά την έκδοση του διαζυγίου τους, αυτοδικαίως ανακτήσει το επώνυμο που έφερε πριν το γάμο της με τον εναγόμενο, ήτοι το πατρικό της επώνυμο, το οποίο θα πρέπει εφεξής αποκλειστικά να χρησιμοποιεί, επανεκδίδοντας παράλληλα, υποχρεωτικά, όλα τα σχετικά έγγραφα στα οποία αναφερόταν με το μέχρι το διαζύγιο της επώνυμο , που δεν δύναται πλέον να φέρει, τουλάχιστον στις συναλλαγές και τις εν γένει έννομες σχέσεις της με το Δημόσιο. Με βάση τα παραπάνω, ζητεί να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να χρησιμοποιεί το επώνυμο του πρώην συζύγου της , στις κοινωνικές αλλά και στις επαγγελματικές της συναλλαγές τόσο με ιδιώτες όσο και με το Δημόσιο.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Πρέπει όμως αυτή, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ν’απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, διότι η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι ο εναγόμενος πρώην σύζυγός της, κατά του οποίου και μόνο στρέφει την αγωγή της, συναινεί στη χρήση του επωνύμου του από αυτήν (ενώ, αντίθετα, προϋπόθεση του παραδεκτού της αναγνωριστικής αγωγής είναι να αμφισβητείται από τον εναγόμενο η επίδικη έννομη σχέση) και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει από μέρους του αμφισβήτηση απ την οποία να δημιουργείται αβεβαιότητα για τη δυνατότητα ή μη χρήσης από αυτήν του ως άνω επωνύμου του, από την οποία (αμφισβήτηση) να απειλείται στην ενάγουσα βλάβη που να μην μπορεί να ανατραπεί διαφορετικά παρά μόνο με την αναγνώριση από το Δικαστήριο της ύπαρξης του ως άνω δικαιώματός της, αιρόμενης έτσι της νομικής αβεβαιότητας και του απ’ αυτήν προερχομένου κινδύνου.
Το γεγονός αυτό άλλωστε (της μη αμφισβήτησης εκ μέρους του εναγομένου) καταδεικνύει επίσης ότι όχι μόνο δεν υφίσταται έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της ένδικης αγωγής σε βάρος του εναγομένου, αλλά και ότι αυτό (έννομο συμφέρον) δεν είναι άμεσο, δηλαδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, όχι μόνο δεν υφίσταται αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση, κατά την παρούσα συζήτηση, αλλά ούτε και η έννομη προστασία που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης επί της ένδικης αγωγής αποτελεί εν προκειμένω πρόσφορο και μοναδικό ένδικο βοήθημα για την εξάλειψη της φερομένης αβεβαιότητας, η οποία, κατά την αγωγή, εντοπίζεται στις σχέσεις της με τις δημοτικές και δημόσιες υπηρεσίες». (dsanet.gr)