ΜΕΤΟΧΗ. Διακρίσεις της αξίας των μετοχών. Παράγοντες διαμόρφωσης της χρηματιστηριακής αξίας τους. Στον μέτοχο προκαλείται ζημία μόνον αν πωλήσει τις μετοχές του σε τιμή κατώτερη από την τιμή κτήσης τους. Εάν σε χρονικό σημείο οι μετοχές του έχουν μικρότερη χρηματιστηριακή αξία από την τιμή κτήσης τους δεν υπάρχει πραγματική ζημία, αλλά πρόβλεψη πιθανής μελλοντικής ζημίας.
Διατάξεις: άρθρα 297, 298, 914 ΑΚ
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν (ΑΠ Ολ 4/2005, 7/2006). Δηλαδή, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 298 ΑΚ η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο υπόχρεος, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς, αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός και εφόσον ο νόμιμος λόγος ευθύνης του ζημιώσαντος συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία.
Περαιτέρω, η μετοχή ως περιουσιακό αγαθό μεγάλης εμπορευσιμότητας, ενέχει αξία, η οποία αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας και η οποία διακρίνεται σε: α) ονομαστική, που είναι η αναγραφόμενη στον τίτλο αξία και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί η μετοχή (διαίρεση μετοχικού κεφαλαίου με τον συνολικό αριθμό των μετοχών), β) πραγματική (εσωτερική), που προκύπτει από διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της ανώνυμης εταιρίας, όπως αυτή προκύπτει από την εκτίμηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού στην πραγματική τους αξία σε δεδομένη χρονική στιγμή, διά του συνολικού αριθμού των μετοχών, με συνέπεια η αξία που περικλείεται στη μετοχή να αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας ή κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, “έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρίας”, γ) αγοραία (ή τρέχουσα) αξία που είναι η τιμή της μετοχής στην αγορά, όπως διαμορφώνεται από τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης, αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως οι προβλέψεις πραγματοποίησης κερδών ή ζημιών, οι προοπτικές ευόδωσης των εταιρικών εργασιών, η ικανότητα των οργάνων διοίκησης και γενικά η πορεία της εταιρίας, δ) χρηματιστηριακή αξία, για τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο μετοχές, ήτοι η αξία αυτών όπως διαμορφώνεται στην Χρηματιστηριακή αγορά και ε) λογιστική αξία, η οποία προκύπτει από τη διαίρεση της λογιστικής καθαρής θέσης της ανώνυμης εταιρίας με το συνολικό αριθμό των μετοχών.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών, αυτή δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με την πραγματική (ή εσωτερική) αξία, διότι η διαμόρφωση της επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες (κερδοσκοπικής φύσεως, πολιτικής κ.ά.). Δηλαδή, αποτελεί συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης ενός μετοχικού τίτλου, αλλά και άλλων παραγόντων και εξαρτάται από τους μετέχοντες στον μηχανισμό της αγοράς σε ένα δεδομένο χρονικό σημείο, με βάση τη γνώση του status της επιχείρησης και την πρόγνωση της μελλοντικής πορείας με κριτήρια εσωτερικούς παράγοντες, όπως την εταιρική διαχείριση και την ποιότητα του μάνατζμεντ, αλλά και εξωτερικούς, όπως: α) τους βασικούς οικονομικούς δείκτες (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, δείκτης Βιομηχανικής παραγωγής, διαθέσιμο εισόδημα κ.λπ.) προς τους οποίους συσχετίζεται η χρηματιστηριακή αγορά, β) τους αντίκτυπους που συνεπάγεται η λήψη οικονομικών μέτρων στα κέρδη των επιχειρήσεων, στα επιτόκια, κ.λπ., γ) τις πολιτικές (πολιτική σταθερότητα ή αβεβαιότητα) και οικονομικές συνθήκες (προϋπολογισμός, εισοδηματική πολιτική, κρατικές δαπάνες, φορολογία, κρατικές προμήθειες, επιχειρηματικό κλίμα), δ) τις απρόβλεπτες περιπλοκές στις διεθνείς εξελίξεις και ε) την ανοδική ή πτωτική τάση των χρηματιστηριακών δεικτών πρωτίστως της Wall Street και δευτερευόντως των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και του δείκτη Nikkei-225. Έτσι, σε μια ελεύθερη και μάλιστα ειδικευμένη αγορά, όπως είναι το χρηματιστήριο, δεν μπορεί να υπάρχουν και δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής απόδοσης. Η άνοδος ή η πτώση των τιμών (και κατ’ επέκταση η χρηματιστηριακή αξία) των μετοχών των εταιριών των εισηγμένων στο ΧΑΑ εξαρτάται από διάφορους αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, που δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν και σε ποιο ποσοστό θα σημειωθεί άνοδος ή πτώση των τιμών των μετοχών, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Επομένως, στις άνω μετοχές, τόσο τα κέρδη, όσο και η αξία τους παρουσιάζουν μεταβλητότητα. Κέρδη, μπορούν να προκύψουν μόνο από την πώληση των μετοχών σε τιμή μεγαλύτερη από την τιμή κτήσης τους και όχι με την απλή αποτίμησή τους κατά τη σύνταξη του ισολογισμού της εταιρίας. Αντίστοιχα, ζημία προκαλείται μόνο σε περίπτωση πώλησης της μετοχής σε τιμή κατώτερη της τιμής κτήσης της, αφού μόνο τότε τα έξοδα για την κτήση ενός περιουσιακού στοιχείου, όπως είναι η μετοχή θα είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα κατά την εκποίησή του. Αντίθετα, σε περίπτωση που κατά τη στιγμή της αποτίμησης της μετοχής προκύπτει μικρότερη χρηματιστηριακή αξία της σε σχέση με την τιμή κτήσης της, τούτο δεν συνιστά πραγματική ζημία, αλλά πρόβλεψη πιθανής μελλοντικής ζημίας, η οποία εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρίας για λογιστικούς και φορολογικούς λόγους.
Συμπερασματικά, ζημία από την απόκτηση μετοχών προκύπτει: α) σε περίπτωση που οι μετοχές που αποκτήθηκαν, πωλούνται στη συνέχεια σε τιμή μικρότερη της κτήσης τους, δηλαδή της χρηματιστηριακής τιμής στην οποία πραγματοποιήθηκε η χρηματιστηριακή συναλλαγή αγοράς τους και β) εάν ως το τέλος της χρήσης στην οποία πραγματοποιήθηκε η απόκτηση των μετοχών και κατά την προβλεπόμενη αποτίμηση προκύψει ότι ο μέσος όρος της τιμής κτήσης των μετοχών είναι ψηλότερος από την τρέχουσα χρηματιστηριακή τιμή των ίδιων μετοχών κατά τον τελευταίο μήνα της εταιρικής χρήσης. Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, δεν πρόκειται για πραγματική ζημία, αλλά για απλή λογιστική καταχώριση στο λογαριασμό “προβλέψεις για υποτιμήσεις συμμετοχών”, προκειμένου το ποσό της διαφοράς να συμψηφιστεί σε μεταγενέστερες χρήσεις με ενδεχόμενα κέρδη από πωλήσεις μετοχών ή από αναπροσαρμογή της αξίας τους. Έτσι, μόνο το γεγονός ότι ενδεχομένως η χρηματιστηριακή τιμή μίας μετοχής παρουσιάζει πτώση, δεν συνεπάγεται πραγματική ζημία του μετόχου, ο οποίος θα κατέχει μετοχές μικρότερης χρηματιστηριακής αξίας. Τέτοια ζημία επέρχεται μόνο στην περίπτωση απόκτησης μετοχών, οι οποίες στη συνέχεια πωλούνται σε τιμή μικρότερη της τιμής απόκτησής τους.
Στην ένδικη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της υπό κρίση αγωγής δέχτηκε τα ακόλουθα: “Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, η ενάγουσα ετερόρρυθμη εταιρία – εκδοχέας της αναφερόμενης απαίτησης, επιδιώκει την επιδίκαση της εκχωρηθείσας σ’ αυτή αξίωσης αποζημίωσης των εκχωρητών -μελών της, Β. Κ. και Ή. Ξ., συζ. Β. Κ. κατά των εναγομένων, για την αποκατάσταση της ζημίας τους (εκχωρητών), που προέρχεται από την επικαλούμενη καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας της συγχώνευσης με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Β. Γ. Κ. ΕΜΠΟΡΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”, μοναδικοί μέτοχοι της οποίας ήταν οι άνω εκχωρητές, από την πρώτη εναγομένη, την συνεπεία αυτής καθυστέρηση της παράδοσης των αναφερόμενων μετοχών στους εκχωρητές και την πτώση της αξίας τους, κατά το στάδιο της συγχώνευσης, λόγω της καθυστέρησης. Την ως άνω δε ζημία η ενάγουσα προσδιορίζει, λαμβάνοντας ως βάση τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής της πρώτης εναγομένης, κατά την ημέρα σύνταξης του ισολογισμού μετασχηματισμού (1.9.2000), την ημέρα έγκρισης της συγχώνευσης από τα ΔΣ ή τις γενικές συνελεύσεις των συγχωνευομένων εταιριών (28.3.2001), την ημέρα υπογραφής της συμβολαιογραφικής πράξης της συγχώνευσης (31.5.2001), την ημέρα που έπρεπε να παραδοθούν οι μετοχές (29.6.2001) και την ημέρα πραγματικής παράδοσής τους (8.5.2002).
Ωστόσο, … η ένδικη αγωγή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, η ενάγουσα, επικαλούμενη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της συγχώνευσης και της παράδοσης των μετοχών μετά τη συγχώνευση, στους εκχωρητές – μέλη της, προσδιορίζει τη ζημία των τελευταίων, στη διαφορά (πτώση) της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της πρώτης εναγομένης, κατά τα αναφερόμενα ως άνω χρονικά διαστήματα, λόγω της διακύμανσης αυτής κατά τη διαπραγμάτευσή της στο Χρηματιστήριο, ενώ την ίδια τιμή χρησιμοποιεί ως βάση και για τον προσδιορισμό της σχέσης ανταλλαγής των μετοχών των δύο εταιριών (πρώτης εναγομένης και απορροφουμένης εταιρίας). Η μεταβολή, όμως, της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής (πτώση αυτής), με βάση την οποία η ενάγουσα προσδιορίζει και τη σχέση ανταλλαγής των μετοχών των συγχωνευόμενων εταιριών, δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 297 και 298 AK, καθώς η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής είναι μεταβαλλόμενο μέγεθος, το οποίο επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες και το οποίο, εφόσον δεν εκποιηθεί η μετοχή σε συγκεκριμένη τιμή, δεν μπορεί να προκαλέσει συγκεκριμένη και εκκαθαρισμένη ζημία στο μέτοχο. Η ίδια δε η ενάγουσα ουδεμία αναφορά κάνει για μεταγενέστερη εκποίηση μετοχών, που κατείχαν οι εκχωρητές εταίροι της, βάσει της σύμβασης συγχώνευσης, σε τιμή μικρότερη της κτήσης τους, ώστε να στοιχειοθετείται πραγματική ζημία τους, επικαλούμενη αποκλειστικά ως ζημιογόνο γεγονός και γενεσιουργό λόγο της ευθύνης των εναγομένων τη διακύμανση (πτώση) της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της πρώτης εναγομένης, εξαιτίας της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της διαδικασίας της συγχώνευσης. Ακόμη, όμως και αν είναι αληθείς οι αναφερόμενες διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της πρώτης εναγομένης, η διαφορά που προκύπτει, δεν αποτελεί πραγματική ζημία, με συνέπεια να μην θεμελιώνεται δικαίωμα για την επιδίκαση αποζημίωσης.
Για τον ίδιο δε λόγο, μη νόμιμο είναι και το πρώτο αγωγικό κονδύλιο των 2.668.604,97 ευρώ, το οποίο αξιώνεται ως αποζημίωση από την υποχρέωση παράδοσης των αναφερόμενων επιπλέον μετοχών στους εκχωρητές, λόγω του διαφορετικού προσδιορισμού της σχέσης ανταλλαγής των μετοχών των δύο εταιριών (πρώτης εναγομένης και απορροφουμένης εταιρίας), καθώς και στην περίπτωση αυτή, η ενάγουσα επικαλείται την πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να θεμελιώσει την άνω αξίωση για την παράδοση περισσότερων μετοχών και αποζημίωση, ίση με τη χρηματιστηριακή αξία των υπεράριθμων μετοχών, που οφείλονταν κατά τα εκτιθέμενα, λόγω ακριβώς της πτώσης της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της πρώτης εναγομένης.
Κατόπιν αυτών, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αξίωση αποζημίωσης των άνω εκχωρητών κατά των εναγομένων και ως εκ τούτου για εκχωρηθείσα απαίτηση εκ μέρους τους, στην ενάγουσα, η οποία μεταβιβαζόμενη απαίτηση, παρά την αλλαγή του προσώπου του δανειστή, παραμένει η ίδια, όπως και προηγουμένως …”. Με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης της ήδη αναιρεσείουσας, με τον οποίο αυτή παραπονείτο για την κατ’ όμοια κρίση απόρριψη της αγωγής της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως μη νόμιμης.
Το Εφετείο, δεχόμενο, ότι αποκλειστικά και μόνον η διακύμανση (πτώση) της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της πρώτης εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), κατά τη διάρκεια ολοκλήρωσης της διαδικασίας συγχώνευσης των εταιριών, ως ζημιογόνο γεγονός εκλαμβανόμενο, δεν συνιστά γενεσιουργό λόγο ευθύνης των εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων) και δεν αποτελεί (η προκύπτουσα χρηματιστηριακή διαφορά) πραγματική ζημία, θεμελιωτική δικαιώματος αποζημίωσης των άνω εκχωρητών, εφόσον ουδεμία αναφορά γίνεται στην αγωγή για μεταγενέστερη εκποίηση μετοχών, που κατείχαν οι εκχωρητές, με βάση τη σύμβαση συγχώνευσης, σε τιμή μικρότερη της κτήσης τους, ώστε να στοιχειοθετείται πραγματική ζημία τους, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη μη εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 AK. Σημειώνεται, ειδικότερα, ότι η αποδιδόμενη στους αναιρεσιβλήτους συμπεριφορά καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης των εν λόγω εταιριών, με απορρόφηση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά και σε συνάρτηση με τον κατωτέρω προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, δεν φέρεται δημιουργική κατ’ αιτιώδη συνάφεια της επικαλούμενης ζημίας των εκχωρητών. Τούτο, διότι η μεν πτώση της αξίας των μετοχών σχετίζεται με εξωγενείς παράγοντες (συνθήκες χρηματιστηριακής αγοράς), οι δε εκχωρητές και εντεύθεν η αναιρεσείουσα, ακόμη και αν οι αναιρεσίβλητοι προέβαιναν σε συντομότερη ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών και πάλι εκείνοι (εκχωρητές-αναιρεσείουσα) τις ίδιας χαμηλότερης χρηματιστηριακής αξίας μετοχές της πρώτης αναιρεσίβλητης θα κατείχαν, κατά τους επικαλούμενους χρόνους, εφόσον δεν προβλήθηκε με την αγωγή ότι θα εκποιούσαν χρηματιστηριακά τις κατεχόμενες από αυτούς μετοχές και θα αποκόμιζαν ως χρηματιστηριακό κέρδος τη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσεως και της τιμής πωλήσεως αυτών, κατά τους ανωτέρω διαδοχικούς προγενέστερους χρόνους. Για πρώτη δε φορά, με το αναιρετήριο, αορίστως επικαλείται η αναιρεσείουσα ότι αποστερήθηκε από τη δυνατότητα εκποίησης των μετοχών αυτών σε υψηλότερη χρηματιστηριακή αξία.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της αίτησης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 AK. Τούτο δε, διότι προβάλλει προς στοιχειοθέτηση του επίμαχου λόγου το ότι κατά την υιοθετούμενη από εκείνην άποψη και ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, που δεν δέχθηκε εφαρμοστέες το Εφετείο, η αποτίμηση της αξίας των μετοχών με βάση τη δεσμευτική, κατά την αναιρεσείουσα, χρηματιστηριακή τους τιμή, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, συνιστά μείωση της περιουσίας της και πραγματική ζημία, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ζήτημα στο οποίο, ως στοιχείο του πραγματικού των διατάξεων αυτών, εντοπίζεται και προσδιορίζεται, σύμφωνα με το αναιρετήριο, το νομικό σφάλμα της αναιρεσιβαλλομένης. (…)
(Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της ΕφΑθ 3124/2014.)