Σύμφωνα με την απόφαση,
1) Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επίθεση, από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, ατομικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε προϊόντα ως σήματος ποιότητας δεν συνιστά χρήση του ως σήματος η οποία εμπίπτει στην κατά τη διάταξη αυτή έννοια της «ουσιαστικής χρήσης». Η επίθεση του εν λόγω σήματος συνιστά πάντως τέτοια ουσιαστική χρήση στην περίπτωση που συγχρόνως παρέχει επίσης στους καταναλωτές την εγγύηση ότι τα προϊόντα αυτά προέρχονται από μία και μόνον επιχείρηση υπό τον έλεγχο της οποίας κατασκευάζονται και η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο δικαιούχος του ως άνω σήματος έχει την εξουσία να απαγορεύσει, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, την επίθεση από τρίτον παρόμοιου σημείου σε πανομοιότυπα προϊόντα αν αυτή δημιουργεί κίνδυνο συγχύσεως του κοινού.
2) Το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το ατομικό σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο κατά συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δικαιούχος του σήματος δεν εγγυάται, μέσω της διεξαγωγής τακτικών ποιοτικών ελέγχων στους κατόχους αδείας χρήσεως του σήματός του, την τήρηση των προσδοκώμενων προδιαγραφών ποιότητας τις οποίες συνδέει το κοινό με το σήμα αυτό.
3) Ο κανονισμός 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι διατάξεις του σχετικά με τα συλλογικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να εφαρμοσθούν mutatismutandis στα ατομικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.