ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΔΙΚΑΙΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝΜη κατηγοριοποιημένοΙ. Αθηναίος – Πιέρρος – Παρατηρήσεις σε ΑΠ 472/2016 – Διάκριση υποκατάστατου οργάνου από  αντιπρόσωπο/πληρεξούσιο/εντολοδόχο

7 Φεβρουαρίου 20180

Όπως το παρόν δημοσιεύτηκε στο νομικό περιορικό “Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου” τεύχος Ιανουαρίου 2018

σελ. 44 επ.

Ιωάννης Αθηναίος  – Πιέρρος,

LLM, Δικηγόρος

 

 

 

Άρειος Πάγος (Α΄ 1 Τμήμα)

Αριθμ. 472/2016

Προεδρεύων: Δ. Κράνης, Αρεοπαγίτης

Εισηγητής: Α. Καγκάνης, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Γρ. Τιμαγένης, Β. Κουτρούμπας, Γ. Ορφανίδης – Α. Καΐσης, Χ. Απαλαγάκη, Μ. Βαρελά, Αικ. Γκανά

Συνέπειες μη πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης. Η αναβλητική αίρεση λογίζεται ως μη πληρωθείσα όταν το κρίσιμο μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός δεν έλαβε χώρα εντός του συμβατικού ή πάντως εύλογου χρόνου, ανεξάρτητα από τυχόν δυνατότητα επέλευσής του στο μέλλον. Ερμηνεία δικαιοπραξίας τελούσης υπό αναβλητική αίρεση.

Ακυρότητα συμφωνίας υπαγωγής σε διαιτησία. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 65 § 2 ΚΠολΔ ειδική εξουσιοδότηση για την κατάρτιση συμφωνίας περί διαιτησίας, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα, δεν απαιτείται όταν στην κατάρτιση της σχετικής συμφωνίας προβαίνει απευθείας το ίδιο το όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου (π.χ. το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας) ή υποκατάστατος αυτού.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Διάκριση υποκατάστατου οργάνου από  αντιπρόσωπο/πληρεξούσιο/εντολοδόχο με αφορμή τις ρυθμίσεις περί διαιτησίας (άρθρ. 897 επ. ΚΠολΔ)

 

  1. Η σχολιαζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου αντιμετώπισε το ζήτημα της κήρυξης ακυρότητας διαιτητικής απόφασης για τον λόγο ότι η υποκείμενη συμφωνία προσφυγής στη διαιτησία (κατ’ άρθρ. 867 επ. ΚΠολΔ) είναι άκυρη λόγω ελλείψεως εξουσιοδοτήσεως-πληρεξουσιότητας για τη σύναψή της (βλ. άρθρ. 65 § 2). Η νομική προβληματική της σχολιαζόμενης αποφάσεως σχετίζεται κατ’ ουσίαν με τη διάκριση μεταξύ εντολοδόχου/πληρεξούσιου μιας ανώνυμης εταιρείας αφενός και υποκατάστατου οργάνου του ΔΣ της αφετέρου.
  2. Με βάση το άρθρο 897 § 1 περ. 1 ΚΠολΔ «η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη»[1]. Επειδή η διαιτητική απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα (κατ’ άρθρ. 895 § 1 ΚΠολΔ), εφόσον τα μέρη δεν έχουν ορίσει με τη συμφωνία διαιτησίας τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής εναντίον της ενώπιον άλλων διαιτητών (κατ’ άρθρ. 895 § 2 ΚΠολΔ), ως αντιστάθμισμα για την έλλειψη ελέγχου της διαιτητικής κρίσεως, αλλά και προκειμένου να ανταποκριθεί στην ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των διαδίκων και στην διαφύλαξη του πυρήνα γενικότερων δικαιϊκών αξιών, ο ΚΠολΔ προβλέπει την δυνατότητα προσβολής της διαιτητικής απόφασης με την αγωγή ακυρώσεως[2]. Έτσι στο άρθρο 897 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο. Μεταξύ άλλων, λόγος ακύρωσης συντρέχει επί μη πληρώσεως της αναβλητικής αιρέσεως από την οποία είχε εξαρτηθεί η ενέργεια της συμφωνίας προσφυγής στη διαιτησία, καθώς και όταν η εν λόγω συμφωνία καταρτίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 65 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι χωρίς να υπάρχει εξουσιοδότηση για την κατάρτιση αυτής. Η τελευταία αυτή διάταξη αφορά όχι μόνο στους αντιπροσώπους των φυσικών προσώπων, αλλά και στους εκπροσώπους των νομικών προσώπων. Πλην όμως εφαρμόζεται μόνον όταν ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου καταρτίζει ως εντολοδόχος και πληρεξούσιος τη συμφωνία για διαιτησία που αποφασίστηκε από το βουλητικό όργανο του νομικού προσώπου και όχι όταν η σύναψη της διαιτητικής συμφωνίας γίνεται ευθέως από το ίδιο το όργανο εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου ή από τον υποκατάστατο αυτού. Ειδικότερα:
  3. Με βάση τις διατάξεις των άρθρων 22 § 3 και 18 § 1 του Κ.Ν. 2190/1920, όταν ελλείπει αντίθετη ρύθμιση στο καταστατικό, η εταιρεία εκπροσωπείται νομίμως και προσηκόντως μόνο από το σύνολο των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου, τα οποία δρουν συλλογικά. Συλλογικά δε, πρέπει να ενεργούν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της αε τόσο κατά την άσκηση της υπό ευρεία εννοία διοικήσεώς της (διαχείριση και εκπροσώπηση) όσο και κατά τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας (άρθρ. 22α Κ.Ν. 2190/1920) και την εν γένει εκπλήρωση του σκοπού της.
  4. Εντούτοις, κατ’ επιτρεπτή παρέκκλιση από την γενική αυτή ρύθμιση, ο Κ.Ν. 2190/1920, πλέον, μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν. 3604/2007, παρέχει τη δυνατότητα να επιτραπεί με όρο του καταστατικού στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας να αναθέτει τη διενέργεια μέρους ή του συνόλου των οργανωτικών (διαχειριστικών και εκπροσωπευτικών) εξουσιών του σε κατ’ ιδίαν πρόσωπα (φυσικά ή/και νομικά), μέλη του ή μη (βλ. άρθρ. 22 § 3)[3]. Πριν την τροποποίηση του Κ.Ν. 2190/1920 με το Ν. 3604/2007, το ζήτημα της ανάθεσης της εκπροσωπευτικής και διαχειριστικής εξουσίας των μελών του ΔΣ σε τρίτα πρόσωπα ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3, που προέβλεπαν, αντίστοιχα, ότι η υποκατάσταση του ΔΣ είναι δυνατή είτε απευθείας με διάταξη του καταστατικού είτε με απόφαση του ΔΣ, εφόσον πάντως υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη, ακόμα και σιωπηρή[4]. Πλέον οι προϋποθέσεις υποκατάστασης του ΔΣ ρυθμίζονται αποκλειστικά με την παρ. 3 του άρθρου 22 (πρόβλεψη στο καταστατικό και σχετική απόφαση του ΔΣ). Ο νομοθέτης, αποκλίνοντας από την αρχή της συλλογικής δράσης του ΔΣ, επιτρέπει, κατόπιν ειδικής καταστατικής πρόβλεψης, να μεταβιβαστούν από το ΔΣ σε μέλη του ή σε τρίτα πρόσωπα η εξουσία εκπροσώπησης και, από τις διαχειριστικές εξουσίες, εκείνες που δεν ασκούνται υποχρεωτικά εκ του νόμου συλλογικά[5]. Εάν δεν υπάρχει ρητή καταστατική πρόβλεψη, οποιαδήποτε ανάθεση εξουσίας εκπροσώπησης σε μέλος ΔΣ ή σε τρίτο πρόσωπο μπορεί να εκληφθεί μόνον ως παροχή πληρεξουσιότητας[6].

Η απόκλιση από τη συλλογική δράση του ΔΣ δεν επιτρέπεται για τις εταιρείες με κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, εφόσον πρόκειται για τη λήψη απόφασης που αφορά την πραγματοποίηση συναλλαγής της εταιρείας με συνδεδεμένα με αυτή πρόσωπα, όπως αυτά ορίζονται στα ΔΛΠ.

4.1. Η ανάθεση εξουσιών του ΔΣ σε υποκατάστατα όργανα, καθώς και ο προσδιορισμός των προσώπων αυτών δεν μπορεί να γίνει απ’ ευθείας από το καταστατικό, αλλά πρέπει να μεσολαβεί απόφαση του ΔΣ, η οποία υποβάλλεται σε δημοσιότητα και έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα[7] (η δημοσιότητα δεν θεραπεύει τυχόν ελαττώματα της εκλογής[8]). Αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, δεν μπορεί να την επικαλεστεί η εταιρεία, εκτός αν αποδείξει τη γνώση των τρίτων, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεστούν κατ’ αυτής οι τρίτοι, όταν η απόφαση καλύπτει δικαιοπραξία που αυτοί κατήρτισαν με το φυσικό πρόσωπο που διορίστηκε ως εκπρόσωπός της[9]. Ο κανόνας μάλιστα αυτός (περί ανάθεσης εξουσιών) είναι απολύτως σύμφωνος με το δίκαιο της αε, κατά το οποίο το διοικητικό συμβούλιο παραμένει αρμόδιο και υπεύθυνο για την διοίκηση της εταιρείας, ακόμη και στην περίπτωση που υφίστανται υποκατάστατα όργανα[10]. Μπορεί μάλιστα να αποκρούει, με απόφασή του, επιλογές των υποκατάστατων εκπροσώπων, οι οποίοι δεν έχουν εξουσίες αντιπροσώπου, αλλά εξουσίες οργάνου της εταιρείας[11]. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτό εισάγεται στο άρθρο 22 § 3 εδ. δ΄ του Κ.Ν. 2190/1920 ως προς το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο. Με βάση την παραπάνω διάταξη καθίσταται δυνατή κατά την ίδρυση της αε η κατανομή ιδιοτήτων και αρμοδιοτήτων, όπως προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος συμβούλου ή εντεταλμένου συμβούλου, καθώς και άλλων αρμοδιοτήτων, στα μέλη του πρώτου ΔΣ απευθείας με το καταστατικό της εταιρείας, χωρίς να απαιτείται αυτοτελής συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα (η οποία ήταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο υποχρεωτική προκειμένου να οριστεί ένας τουλάχιστον πρόεδρος και αντιπρόεδρος του ΔΣ). Η νέα αυτή ρύθμιση, με βάση την ίδια συλλογιστική, δίνει την δυνατότητα κατά την ίδρυση της εταιρείας να ανατίθενται διά του καταστατικού αρμοδιότητες διαχείρισης και εκπροσώπησης σε υποκατάστατα όργανα χωρίς να απαιτείται σχετική απόφαση (σε ό,τι αφορά το πρώτο διοικητικό συμβούλιο)[12]. Σε κάθε περίπτωση σκόπιμο είναι να τονιστεί ότι, όπως συνάγεται από την προσεκτική επισκόπηση των δύο τελευταίων εδαφίων της § 3 του άρθρ. 22 του Κ.Ν. 2910/1920, η κατανομή των αρμοδιοτήτων σε υποκατάστατους με το αρχικό καταστατικό της εταιρείας αφορά αποκλειστικά μέλη του ΔΣ και όχι τρίτα πρόσωπα[13].

  1. Κατά τα προαναφερθέντα, ο χαρακτήρας του υποκατάστατου ως καταστατικού οργάνου, παράλληλα προς το Διοικητικό Συμβούλιο της αε, δεν πρέπει να αμφισβητείται και πρέπει να θεωρείται αυτονόητος, καθώς η § 3 του άρθρου 22 του Κ.Ν. 2190/1920 ρητώς πλέον προβλέπει τον διορισμό υποκατάστατου οργάνου, το οποίον αντιστοίχως εξαρτά από ρητή σχετική καταστατική πρόβλεψη. Αναθέτον όργανο μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο το Διοικητικό Συμβούλιο της αε. Η σχετική βούληση του Διοικητικού Συμβουλίου ως του αποκλειστικά αρμόδιου οργάνου[14] για ολική ή περιορισμένη ανάθεση της άσκησης εξουσιών διαχείρισης και εκπροσώπησης σε άλλο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), μέλος του ή μη, δεν απαιτείται να είναι πανηγυρική· αρκεί από την απόφαση ανάθεσης να προκύπτει με σαφήνεια η βούληση του ΔΣ[15]. Αξίζει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Η δυνάμει αυτής ανατεθείσα εκπροσωπευτική δραστηριότητα δεν συνιστά υποκατάσταση, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 ΑΚ προβλεπόμενης πληρεξουσιότητας και εντολής[16].
  2. Τούτων δοθέντων, καθίσταται ευχερώς διαγνώσιμο το γεγονός ότι, τα υποκατάστατα όργανα του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρίας[17] με αντιπροσωπευτική εξουσία παράλληλη προς εκείνη του Διοικητικού Συμβουλίου[18], εκφράζοντας πρωτογενώς τη βούληση του νομικού προσώπου της αε και αντλώντας την εν λόγω εξουσία τους απευθείας από το νόμο και το καταστατικό. Με άλλα λόγια, τα υποκατάστατα όργανα αυτενεργούν και ασκούν στην ουσία δική τους εξουσία διοίκησης, υπέχοντας ιδίαν κατ’ αρχήν ευθύνη (22Α Κ.Ν. 2190/1920)[19], πάντοτε όμως υπό τον έλεγχο και την διαρκή εποπτεία και παρακολούθηση του Διοικητικού Συμβουλίου[20]. Γενικά, η φύση της υποκείμενης σχέσης που συνδέει τον υποκατάστατο με την εταιρεία είναι η ίδια με αυτή των μελών του ΔΣ.
  3. Όταν η υποκατάσταση αφορά μέλος του ΔΣ –όπως στην υπό κρίση περίπτωση– τότε γίνεται λόγος για διευθύνοντα[21] ή εντεταλμένο σύμβουλο, ενώ αν αφορά τρίτα πρόσωπα γίνεται λόγος κυρίως για διευθυντικά στελέχη. Δεν αποκλείεται μάλιστα να υπάρξει και ανάθεση σε άλλη εταιρεία, εξειδικευμένη στη διαχείριση εταιρειών, με την οποία συνήθως καταρτίζεται και σύμβαση διαχείρισης[22].
  4. Οι ανατιθέμενες σε τρίτα πρόσωπα εξουσίες του ΔΣ γίνεται παγίως δεκτό τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία ότι είναι οργανικές εξουσίες και όχι εξουσίες του κοινού αντιπροσώπου ή υπαλλήλου[23]. Συνεπώς, οι υποκατάστατοι λειτουργούν ως όργανα της εταιρείας με ανεξαρτησία δράσης και δεν εκτελούν απλώς εντολές. Για το λόγο αυτό άλλωστε δεν απαιτείται για τον υποκατάστατο ειδική πληρεξουσιότητα, όπου κατά νόμο απαιτείται τέτοια πληρεξουσιότητα, ενώ αντίθετα η πληρεξουσιότητα αυτή απαιτείται για τον αντιπρόσωπο[24]. Οι υποκατάστατοι εκπρόσωποι αποκτούν άτυπα τις αρμοδιότητές τους και ασκούν αυτές χωρίς να απαιτείται να επιδεικνύουν πληρεξούσια έγγραφα· αρκεί προς τούτο το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου με το οποίο ανατέθηκε η εκπροσώπηση της εταιρείας στο συγκεκριμένο πρόσωπο[25]. Η ανάθεση εν όλω ή εν μέρει των αρμοδιοτήτων του Διοικητικού Συμβουλίου της αε σε μέλη του ή σε τρίτα πρόσωπα ισχύει, αν δεν ανακληθεί νωρίτερα, μέχρι τη λήξη της θητείας του Διοικητικού Συμβουλίου που πραγματοποίησε την ανάθεση.
  5. Η διαφορά μεταξύ υποκατάστατου προσώπου, ο ορισμός του οποίου προβλέπεται στο καταστατικό και λαμβάνει χώρα με απόφαση του ΔΣ της ΑΕ, και πληρεξουσίου είναι ουσιώδης, καθώς στην πρώτη περίπτωση πρόκειται κατά τα προαναφερθέντα περί παροχής οργανικής εξουσίας, η οποία συνεπάγεται ανεξαρτησία δράσης και αυξημένες διακριτικές ευχέρειες, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται απλώς περί παροχής πληρεξουσιότητας, εντός των ορίων της οποίας και οφείλει να ενεργεί ο πληρεξούσιος[26]. Με την παροχή πληρεξουσιότητας ο πληρεξούσιος δεν ασκεί οργανικές εξουσίες[27] αλλά, κατά την κρατούσα άποψη στην επιστήμη και στη νομολογία, συνάπτει δικαιοπραξίες εκτελώντας αποφάσεις που έχει λάβει το ΔΣ ή τα υποκατάστατα αυτού όργανα σε συγκεκριμένα θέματα[28]. Από τη διάταξη του άρθρου 18 του Ν. 2190/1920, η οποία ορίζει τα όργανα διοικήσεως του νομικού προσώπου, δεν αποκλείεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 211 επ. και 713 επ. ΑΚ. Επομένως, το διοικητικό συμβούλιο της αε ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που την εκπροσωπεί μπορεί να προβεί, σε κάθε περίπτωση, κατά τους όρους των ως άνω διατάξεων του ΑΚ, στον διορισμό πληρεξουσίου (άμεσου αντιπροσώπου) για ορισμένη ή ορισμένες υποθέσεις της εταιρείας. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο διοριζόμενος τρίτος, όταν επιχειρεί δικαιοπραξίες στο όνομα της αε, ενεργεί όχι ως όργανο, αλλά ως άμεσος αντιπρόσωπος της αε (άρθρ. 211 ΑΚ)[29].
  6. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η σχολιαζόμενη απόφαση ορθά επισημαίνει ότι η § 2 του άρθρου 65 ΚΠολΔ, που απαιτεί ειδική εξουσιοδότηση για την κατάρτιση συμφωνίας περί διαιτησίας, δεν εφαρμόζεται όταν η συμφωνία αυτή γίνεται απευθείας από το ίδιο το όργανο εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της αε, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ο τότε Πρόεδρος του ΔΣ της αε υπέγραψε την επίδικη συμφωνία μετόχων ως όργανο εκπροσωπήσεως της ανώνυμης εταιρείας, κατ’ άρθρ. 11 § 2 του εμπεριεχόμενου στο Ν. 3082/2002 καταστατικού της τελευταίας, σε συνδυασμό και με την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ίδια την ενάγουσα (σε απόσπασμα) απόφαση 108/21-03-2008 του ΔΣ της, με την οποία σύμφωνα και με τους όρους του καταστατικού της, του είχε ανατεθεί η σχετική οργανική εξουσία.
  7. Η σχολιαζόμενη απόφαση επιβεβαιώνει την μέχρι σήμερα κρατούσα (και ορθή) στη θεωρία και νομολογία άποψη, αφενός ότι η εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί εν όλω ή εν μέρει σε ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ή σε τρίτα πρόσωπα κατόπιν προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού της Συμβουλίου, εφόσον υφίσταται σχετική καταστατική πρόβλεψη, και αφετέρου ότι τα πρόσωπα αυτά δρουν ως υποκατάστατα όργανα του Διοικητικού Συμβουλίου της αε και ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησής της, εκφράζοντας πρωτογενώς την βούλησή της και αντλώντας προς τούτο εξουσία από το νόμο και το καταστατικό της. Πρέπει ως εκ τούτου να αντιδιαστέλλονται σαφώς από τον πληρεξούσιο και τον αντιπρόσωπο της αε, οι οποίοι δεν αποτελούν όργανά της αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι πράξεις που προαποφασίστηκαν από το Διοικητικό της Συμβούλιο ή από τα υποκατάστατα αυτού όργανα.

[1] ΑΠ 1314/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1634/2001 ΝΟΜΟΣ.

[2] Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. 2, σ. 2270 επ. με περαιτέρω παραπομπές.

[3]  Όλως ενδεικτικώς βλ. από τη θεωρία: Αντωνόπουλο, Δίκαιο ανωνύμων εταιριών και ΕΠΕ, 2008, σ. 415 επ.· τον ίδιο, Δίκαιο ανωνύμων εταιριών και ΕΠΕ, 2009, σ. 429 επ.· Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, τόμος ΙΙΙ, σ. 111 επ.· Πασσιά, Το δίκαιο της ανωνύμου εταιρίας, Τόμος 2, 1969, σ. 579 επ.· Ρόκα, Μεταβίβασις εξουσιών διοικητικού συμβουλίου ανωνύμου εταιρίας, εις Μελέται εμπορικού δικαίου, σ. 296· Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, 6η έκδ., σ. 315· Δρυλλεράκη, Η εκπροσώπηση και η αντιπροσώπευση στην ανώνυμη εταιρία, ΔΦορΝ 2003, 1126 επ.· Μ.Θ. Μαρίνο, Διευθύνων Σύμβουλος ΑΕ ως υποδεέστερο όργανο – Μεταβίβαση εξουσιών από το ΔΣ και έννομες συνέπειες μη διορισμού του (γνωμ.), ΧρΙΔ Ζ/2007, 274· Μάρκου, Πληρεξούσιος και όργανο ΑΕ … (γνωμ.), ΧρΙΔ Ζ/2007, 660· Τζουγανάτο, Πληρεξουσιότητα και οργανική εκπροσώπηση εμπορικών εταιριών, Δ 28, 1052 επ. Από τη νομολογία: ΑΠ 677/1996 ΔΕΕ 1996, 1162 με παρατηρήσεις Σωτηρόπουλου = ΕπισκΕΔ Α/1997, 109 με παρατηρήσεις Αρχανιωτάκη· ΑΠ 395/1998 ΕΕμπΔ 1999, 518· ΑΠ 1142/1998 ΕΕμπΔ 1999, 746· ΑΠ 1204/2000 ΕΕμπΔ 2000, 726 = ΕλλΔνη 41, 1621· ΑΠ 330/2006 ΕΕμπΔ 2006, 333· ΑΠ 1121/2006 ΕΕμπΔ 2007, 836· ΕφΘεσ 673/1999 ΕπισκΕΔ Γ/1999, 879, με παρατηρήσεις Αλικάκου· ΕφΠατρ 1063/2002 ΔΕΕ 8-9/2003, 951 με παρατηρήσεις Σινανιώτη-Μαρουδή· ΕφΛαρ 263/2002 ΕπισκΕΔ 2002, 800 με παρατηρήσεις Παμπούκη· ΕφΑθ 592/2008 ΔΕΕ 10/2008, 1132 με παρατηρήσεις Καραμανάκου· ΕφΠειρ 33/2010 ΔΕΕ 4/2010, 440.

[4] Βλ. Πασσιά, ό.π., ιδίως σ. 581-582· Τζουγανάτο, ό.π., ιδίως σ. 1064.

[5] Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2016, σ. 99 επ.· Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Α.Ε. και Ε.Π.Ε., 4η εκδ., 2012, σ. 472· Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρείες, 2012, σ. 321.

[6] Βλ. ΑΠ 1005/2007 ΔΕΕ 2008, 52 που ρητά αναφέρει: «Κάθε υπάλληλος της αε όταν καταρτίζει δικαιοπραξία ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσεώς του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ’ εντολή ή με την ανοχή του ΔΣ ή των υποκατάστατων αυτού οργάνων, παρέχουν σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές, του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της αε, την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σε αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία.». Στην ίδια κατεύθυνση και ΑΠ 704/2010 ΕΕμπΔ 2011, 385· ΑΠ 1191/2009 ΕΕμπΔ 2010, 351· ΑΠ 470/2006 ΕΕμπΔ 2006, 587· Αντωνόπουλος, Δίκαιο αε,  σ. 475-477· Μαρίνος, ό.π., σ. 279, με περαιτέρω παραπομπές.

[7] Γ. Τριανταφυλλάκης, Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου, έκδ. 2014, σ. 223.

[8] ΕφΑθ 4765/2010 ΔΕΕ 2011, 192.

[9] ΕφΑθ 2189/2010 ΔΕΕ 2012, 659 (με σημ. Μ. Καββαθά)· ΑΠ 1363/2011 ΧρΙΔ 2012, 361 (με σημ. Ευ. Νεζερίτη).

[10] Αντωνόπουλος, Δίκαιο ΑΕ, σ. 472-473· Κ. Παμπούκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1510/2006, ΕπισκΕΔ 2006, 1056 επ.· ο ίδιος, Υποκατάστατα όργανα διοίκησης στην ανώνυμη εταιρεία. Παρατηρήσεις στην ΕφΛαρ 263/2002, ΕπισκΕΔ 2002, 800-8002 με περαιτέρω παραπομπές· από τη νομολογία βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 1510/2006 ΕπισκΕΔ 2006, 1053 με παρατ. Κ. Παμπούκη· ΑΠ 1121/2006 ΔΕΕ 2007, 583 με παρατ. Μ. Βαρελά· ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006, 173.

[11] ΑΠ 1005/2007 ΔΕΕ 2008, 52.

[12] Καραγκουνίδης, Η διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας μετά το Ν. 3604/2007. Οι ρυθμίσεις σχετικά με την εκλογή και τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου, ΕπισκΕΔ 2008, 357-371.

[13] Β. Γ. Αντωνόπουλος/Σπ. Μούζουλας, Ανώνυμες Εταιρίες, 2013, τ. ΙΙ, σ. 152 με περαιτέρω παραπομπές.

[14] ΕφΑθ 2189/2010 ΔΕΕ 2011, 53.

[15] Πασσιάς, ό.π., σ. 581-582· ΑΠ 1191/2009 ΕΕμπΔ 2010, 351· ΑΠ 586/1983 ΕΕμπΔ 1984, 264.

[16] Μ. Βαρελά/Λ. Γρηγοριάδης, σε Γ. Τριανταφυλλάκη «Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου», 2η έκδ. 2014, σ. 223 επ.· ΑΠ 1752/2008 Δελτίο ΑΕ & ΕΠΕ 2009, 333· ΑΠ 1719/2007 Δελτίο ΑΕ & ΕΠΕ 2009, 120· ΑΠ 1653/2006 Δελτίο ΑΕ & ΕΠΕ 2007, 439.

[17] Βλ. Τζουγανάτο, ό.π., ο οποίος κάνει λόγο για «οιονεί» ή «δευτερεύοντα διοικητικά όργανα».

[18] Κατά την κρατούσα άποψη, ο παράλληλος χαρακτήρας της αρμοδιότητας των υποκατάστατων προσώπων συνιστά αναγκαστικό δίκαιο και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταστατικής ρύθμισης ή εξωεταιρικής συμφωνίας. Βλ. Αντωνόπουλο, Ανάκληση ΔΣ ανώνυμης εταιρίας και υποκατάστατων οργάνων (γνωμ.), ΔΕΕ 2003, 1285· Μαρίνο, ό.π., ιδίως σ. 276-277· Μάρκου, ό.π., ιδίως σ. 665· ΑΠ 169/2000 ΕλλΔνη 2000, 737· ΟλΑΠ (ποιν) 4/2006 ΕΕμπΔ 2006, 355· ΑΠ 1005/2007 ΔΕΕ 2008, 52· ΑΠ 1121/2006 ΔΕΕ 2007, 583 με παρατ. Βαρελά· ΑΠ 330/2006 ΔΕΕ 2006, 333· ΑΠ 474/2006 ΧρΙΔ 2006, 637· ΑΠ 573/2006 ΧρΙΔ 2006, 731· ΑΠ 1659/2005 ΧρΙΔ 2006, 550· ΑΠ 1314/2005 ΕΕμπΔ 2006, 335 με παρατ. Γ. Σωτηρόπουλου· ΕφΛαρ 263/2002, ό.π. Αντιθ. Ρόκας, ΕΕμπΔ 2005, 54.

[19] ΑΠ 1508/2001 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 451/2003 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1193/2001 ΝΟΜΟΣ.

[20] Όλως ενδεικτικώς ΑΠ 1204/2000 ό.π.· ΕφΑθ 592/2008, ό.π.

[21] Κατά την ΑΠ 544/2010 (ΕΕμπΔ 2010, 615 με παρατ. Δεμοιράκου), ο διευθύνων σύμβουλος συνδέεται με την εταιρεία με σχέση εντολής. Αν αμείβεται για τις υπηρεσίες του, η σχέση χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Δεν αποκλείεται ωστόσο, να συνδεθεί και με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αν παρέχει υπηρεσίες υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του Δ.Σ.

[22] Β. Γ. Αντωνόπουλος/Σπ. Μουζούλας, Ανώνυμες Εταιρίες, 2013, τ. ΙΙ, σ. 141.

[23] Ευ. Περάκης, Το Δίκαιο της ΑΕ κατ’ άρθρ. Ερμηνεία, τ. 1, σ. 960 επ με περαιτέρω εκεί παραπομπές.

[24] ΟλΑΠ 4/2006 ΝΟΜΟΣ: «ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής»· βλ. και ΑΠ 210/2008 ΝΟΜΟΣ.

[25] Μ. Βαρελά/Λ. Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 223· ΠΠρΑθ 177/2002 ΝοΒ 2003, 1654.

[26] Βλ. αναλυτικά Τζουγανάτο, ό.π.· Μάρκου, ΧρΙΔ 2007, 661· ΑΠ 677/1996 ΔΕΕ 1996, 1162 επ. με παρατηρήσεις Σωτηρόπουλου· ΕφΠατρ 1063/2002 ΔΕΕ 2003, 950 με παρατηρήσεις Σινανιώτη-Μαρούδη.

[27] Βλ. Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ, ό.π., σ. 475 επ.· Μαρίνο, ό.π., σ. 279· τον ίδιο, Ανάκληση διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας και υποκατάστατων οργάνων. Διάκριση υποκατάστατων οργάνων από πληρεξούσιους (γνωμ), ΔΕΕ 2003, 1285.

[28] ΑΠ 1191/2009 ΕΕμπΔ 2010, 351· ΑΠ 1685/2000 ΕΕργΔ 2002, 1221 = ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 677/1996 ΕπισκΕΔ 1997, 111· ΑΠ 1204/2000 ΕΕμπΔ 2000, 727, κατά την οποία τόσον ο πληρεξούσιος όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρίας αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι πράξεις που αποφασίστηκαν από το ΔΣ […] ή το υποκατάστατο όργανο· ΑΠ 1121/2006 ΕΕμπΔ 2007, 836, κατά την οποία δύναται ο διευθύνων σύμβουλος, κατόπιν εγκρίσεως του διοικητικού συμβουλίου, να παρέχει σε άλλα μέλη ή σε υπαλλήλους της εταιρίας ή σε τρίτα πρόσωπα πληρεξουσιότητα για ορισμένες πράξεις ή για μεμονωμένη ειδική πράξη.

[29] Γ. Τριανταφυλλάκης, ό.π., σ. 223· ΑΠ 704/2010 ΕΕμπΔ 2011, 385· ΕφΑθ 2189/2010 ΔΕΕ 2011, 53 = ΔΕΕ 2012, 659 (με σημ. Μ. Καββαθά).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

https://pierrouattorneys.eu/wp-content/uploads/2021/07/PIERROU_small-copy.png
Εμμανούηλ Μπενάκη 8, Αθήνα, Τ.Κ. 10564
Λαγκαδά 2, Θεσσαλονίκη, T.K. 546 30
Παπαδήμα Αντωνίου 1, Κομοτηνή, T.K. 69132
210 321 9797-8

Ακολουθήστε μας:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προσαρμογή & Φιλοξενία από την Impulse, Web Design, Web Hosting

Copyright © Pierrou Attorneys 2021

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: