ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. Χρήση ξένου διασχηματισμού. Έννοια διασχηματισμού και προϋποθέσεις προστασίας του. Ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης. Πράξη προς σκοπό ανταγωνισμού. Ανταγωνιστική σχέση. Συρρέουσες αξιώσεις βλαπτόμενου κατά του προσβάλλοντος.
Διατάξεις: άρθρα 1, 13 Ν 146/1914
Κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. 1 και 4 του αυτού, ως άνω νόμου, όποιος κατά τις συναλλαγές κάνει χρήση ονόματος κάποιου, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει, σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη χρήσης. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός και η ιδιαίτερη διακόσμηση εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται πράξη που α) επιχειρείται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές εργασίες β) γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και γ) αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου, που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και για την ύπαρξη του αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διασχηματισμού απαιτείται: α) επικράτηση του διασχηματισμού στις συναλλαγές και β) δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση. Ο διασχηματισμός, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης (13 εδ. 4) περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία της διαμόρφωσης, κυρίως το χρώμα ή συνδυασμούς χρωμάτων, τη συσκευασία ή περικαλύμματα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό στοιχείο, το οποίο έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προέλευσης. Η αισθητική διαμόρφωση του εμπορεύματος, δηλαδή η επιλογή των εξωτερικών γνωρισμάτων αισθητικής φύσης, η οποία γίνεται τυχαία, χωρίς να εξυπηρετείται συγκεκριμένος σκοπός, εφόσον επιτελεί διακριτική λειτουργία, απολαμβάνει κατά κανόνα προστασίας ως διασχηματισμός (ΑΠ 97/2016 Nomos). Ωστόσο, τα διακριτικά γνωρίσματα θα πρέπει να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δυνάμεως προσδιορίζει και την έκταση προστασίας, γι’ αυτό συνηθισμένα ονόματα, συνηθισμένα σχήματα και υλικά, δεν μπορούν αυτοτελώς να προστατευθούν ως διακριτικά γνωρίσματα ή σήματα, λόγω ελλείψεως διακριτικής δυνάμεως, εκτός αν από το συνδυασμό περισσοτέρων στοιχείων αποκτήσουν διακριτική δύναμη (ΑΠ 1123/2002 ΔΕΕ 2003, 632, ΕΕμπΔ 2002, 887, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41, 973, ΑΠ 241/1991 ΕλλΔνη 34, 560, ΑΠ 1410/1990 ΕλλΔνη 31, 1462, ΑΠ 310/1990 ΕλλΔνη 32, 72, ΑΠ 197/1989 ΕλλΔνη 31, 1426, Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος ανταγωνισμός και προστασία του καταναλωτή σελ. 96-99, Κοτσίρης, Δίκαιο ανταγωνισμού, σελ. 165-170, Μαρίνος, Αθέμιτος ανταγωνισμός, σελ. 229, 257, Ν. Ρόκας, Αθέμιτος ανταγωνισμός, σελ. 139 – 140). Εξάλλου, δεν προστατεύονται ως διασχηματισμός, διαμορφωτικά στοιχεία που επιτελούν τεχνική λειτουργία, δηλαδή τα στοιχεία του εμπορεύματος ή της συσκευασίας, τα οποία είναι απαραίτητα για τη δυνατότητα παραγωγής του εμπορεύματος ή της εκπληρώσεως του σκοπού χρήσεως ή χρησιμότητος του εμπορεύματος (Παμπούκης, Το δίκαιον των διακριτικών γνωρισμάτων σελ. 145, Ν. Ρόκας, ό.π., σελ. 161, πρβλ. ΔΕΚ υποθ. C-299/1999, απόφ. 18.6.2002, Koninklijke Philips Electronics NV k/Remington, Αρμ 2003, 424, ΕλλΔνη 44, 284, ΠΡΕΚ υποθ. Τ-88/00, απόφ. 7.2.2002, Mag Instrument Inc κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς).
Περαιτέρω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω της ομοιότητας ή του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων δύο εμπορευμάτων, πιθανολογείται ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών από μία ορισμένη επιχείρηση ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή της επιχείρησης ως οικονομικής οντότητας ή ως προς την ύπαρξη της οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές, ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα απ’ αυτούς, δηλαδή αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή. Πράξη προς σκοπό ανταγωνισμού είναι εκείνη που κατευθύνεται στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και -κατ’ αντικειμενική κρίση- μπορεί να επιφέρει επαύξηση ή διατήρηση της πελατείας εκείνου που τη διενεργεί ή τρίτου σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Εξάλλου, ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον που ενεργεί ανταγωνιστική πράξη και τους ανταγωνιστές του υπάρχει, όταν οι ανταγωνιζόμενοι απευθύνονται στον ίδιο ή σε συγγενείς κύκλους πελατών. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων I και 13 Ν 146/1914, Θεμελιώνεται αξίωση του βλαπτόμενου κατά του παραβάτη προς άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ανεξάρτητα από το γεγονός της μη ρητής αναφοράς στην πρώτη αξίωση, αφού, κατά την αληθή έννοια του Ν 146/1914, στην αξίωση για παράλειψη της προσβολής περιλαμβάνεται και η αξίωση προς άρση αυτής, ενώ δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δηλαδή όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα και ιδίως με πρόθεση. Η αξίωση προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δύναται να συρρέει με τις αξιώσεις που προ βλέπονται από τις διατάξεις του Ν 146/1914, όταν πληρούται το πραγματικό και αυτών των διατάξεων (ΑΠ 97/2016Nomos). [..]
Ο διασχηματισμός τόσο των ριχταριών, όσο και της επίδικης κουβέρτας, που διαθέτουν στην αγορά οι αιτούσες, παρά την, από τα έτη 2011 και 2013 αντίστοιχα, κυκλοφορία τους χωρίς αλλαγές, δεν είναι ικανός να προσδώσει στα συγκεκριμένα προϊόντα διακριτική δύναμη, ώστε αυτός (ο διασχηματισμός) να τα ξεχωρίζει από άλλα ομοειδή προϊόντα, δεδομένου ότι τα σχέδια, τα υλικά και οι διαστάσεις τους, είναι, πρωτίστως, απαραίτητα για την επίτευξη του αποτελέσματος για το οποίο έχουν κατασκευαστεί και δεν πιθανολογήθηκε ότι είναι συνδεδεμένα με τις επιχειρήσεις των αιτουσών. Σε κάθε δε περίπτωση δεν πιθανολογήθηκε η ανταγωνιστική πρωτοτυπία των επίμαχων προϊόντων των αιτουσών, που λόγω της αισθητικής ή τεχνικής τους διαμόρφωσης, των συστατικών ή άλλων ιδιοτήτων τους εξατομικεύονται από άλλα ομοειδή προϊόντα, αντίθετα πιθανολογήθηκε ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι ευρείας παραγωγής και καθημερινής κοινοτυπίας που διατίθενται από πολλές άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις ακόμη και ηλεκτρονικά. […]
Τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων προϊόντων των αιτουσών δεν δύνανται να θεωρηθούν επαρκώς διαφορετικά από άλλα ομοειδή, ώστε τελικά ο δυνητικός αγοραστής βλέποντας τα προϊόντα των αιτουσών, να τα εκλαμβάνει πρώτα ως απεικόνιση των ίδιων των προϊόντων και όχι πρώτα ως ένδειξη της προελεύσεως αυτών από τις επιχειρήσεις των αιτουσών, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι τελευταίες. Η μορφή δηλαδή αυτών, που λόγω των χαρακτηριστικών τους εμφανίζεται ως παραλλαγή των συνήθων σχεδίων, χρωμάτων και υλικών, παρέχει, απλώς, μία ένδειξη στον καταναλωτή για το ίδιο το προϊόν και δεν παρέχει τη δυνατότητα εξατομικεύσεως και συνδέσεώς του με συγκεκριμένη επιχείρηση, δεδομένου ότι ο μέσος, ειδικός, καταναλωτής είναι συνηθισμένος να βλέπει ποικιλία σχεδίων, χρωμάτων και υλικών στα ριχτάρια και τις κουβέρτες. Ο καταναλωτής συνεπώς για να εξατομικεύσει τα ριχτάρια των αιτουσών με το σήμα της «…» και την ονομασία «…», καθώς και τις κουβέρτες των αιτουσών με το σήμα της «…» και την ονομασία «…», στρέφεται μάλλον στην ανάγνωση της ονομασίας της προελεύσεώς τους, την οποία όμως ουδόλως απομιμείται η καθ’ης είτε με τα ριχτάρια, είτε με τις κουβέρτες που εισάγει και διαθέτει στην ελληνική αγορά με την ονομασία «…».
Περαιτέρω, εκτός από την έλλειψη διακριτικής δυνάμεως στα ανωτέρω προϊόντα, ούτε κίνδυνος συγχύσεως του καταναλωτικού κοινού υφίσταται διότι ο μέσος καταναλωτής, που τυχόν θα χρειαστεί να προμηθευτεί ριχτάρια ή κουβέρτες, δεν θα παρασυρθεί, βέβαια, στην αγορά αυτών από το σχέδιο, το χρώμα, τις διαστάσεις του προϊόντος, αλλά θα τα προμηθευτεί αφού εκτιμήσει την ποιότητά τους, την τιμή και τις εγγυήσεις που του παρέχει το κάθε προϊόν. Συνακόλουθα, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν πιθανολογήθηκε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και μάλιστα αθροιστικώς οι προαναφερόμενες, δύο προϋποθέσεις για την προστασία του ως άνω διασχηματισμού των ριχταριών και των κουβερτών των αιτουσών, από τη δήθεν παράνομη απομίμησή τους από μέρους αυτών που εισάγει και διαθέτει στην ελληνική αγορά η επιχείρηση της καθ’ ης. Περαιτέρω, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό, δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης εισάγει και διαθέτει στην ελληνική αγορά τα επίδικα ριχτάρια και κουβέρτες έχοντας σκοπό να ανταγωνιστεί και δη παρανόμως τις αιτούσες ή ότι εκμεταλλεύεται την επιχειρηματική φήμη και οργάνωση των τελευταίων ή ότι προέβη σε αθέμιτη απόσπαση και προσέλκυση πελατείας της. Ούτε, εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης χρησιμοποίησε ποτέ αθέμιτες μεθόδους, που να είναι αντίθετες προς την ομαλότητα των συναλλαγών, όπως ότι προωθεί εις βάρος, των αιτουσών τα, εισαγόμενα απ’ αυτήν (καθ’ ης) ριχτάρια και κουβέρτες ή ότι παριστά στους αγοραστές ότι πρόκειται για ίδιο (ποιοτικώς) προϊόν, ώστε αυτοί να προτιμήσουν τα δικά του αντί των αιτουσών, που όπως προαναφέρθηκε είναι ακριβότερα.
Σύμφωνα με τα’ ανωτέρω, κατόπιν τούτων, παρελκούσης της ερεύνης των ενστάσεων που προέβαλε η καθ’ ης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστούν οι αιτούσες, που ηττήθηκαν, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Πηγή: