ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑ. Ν 3340/2005 για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς. Συντονισμένες από κοινού αγορές μετοχών ανώνυμης εταιρίας προκειμένου να διαμορφωθεί η τιμή της σε μη κανονικό-τεχνητό επίπεδο. Συμπεριφορά που συνιστά χειραγώγηση της αγοράς. Η χρηματιστηριακή εταιρία, που παρείχε ενεργό συνδρομή στις -εν γνώσει της- μεθοδεύσεις των αγοραστών-πελατών της, παρέβη επίσης την υποχρέωση απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς. Παράλειψη της υποχρέωσης ειδοποίησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Επιβολή προστίμου. Κριτήρια επιμέτρησής του άρθρου 7 Ν 3340/2005. Όταν στοιχειοθετείται παράβαση της χειραγώγησης της αγοράς, ο συμμετάσχων στο εγχείρημα αποκλείεται, κατά λογική αναγκαιότητα, να θεωρηθεί και μη συμμορφούμενος προς την υποχρέωση να ειδοποιήσει περί αυτού την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η παράβαση της χειραγώγησης απορροφά την παράβαση της μη ειδοποίησης.
Διατάξεις: άρθρα Ν 3340/2005
[…] 3. Επειδή, στο Ν 3340/2005 «Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς» (ΦΕΚ Α΄ 112), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 «για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς)» (L 96), ορίζεται στο άρθρο 7 ότι: «1. Απαγορεύεται η χειραγώγηση της αγοράς. 2. Ως «χειραγώγηση της αγοράς» νοούνται: α) συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανόν ότι θα δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέσου ή με τις οποίες διαμορφώνεται, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν από κοινού, η τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, εκτός εάν το πρόσωπο που κατήρτισε τις συναλλαγές ή το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου καταρτίσθηκαν οι συναλλαγές ή το πρόσωπο που έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών αποδεικνύει ότι οι συναλλαγές αυτές καταρτίσθηκαν ή ότι έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια των συναλλαγών αυτών για θεμιτούς λόγους και ότι οι συναλλαγές ή εντολές είναι σύμφωνες με τις αποδεκτές πρακτικές της σχετικής αγοράς, β) συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, οι οποίες συνδυάζονται με/ή συνιστούν παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή άλλο τέχνασμα, γ) … 3. Συμπεριφορές που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 2 αποτελούν ενδεικτικά οι εξής: α) η συμπεριφορά, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν συντονισμένα, η οποία οδηγεί στην εξασφάλιση δεσπόζουσας θέσης επί της προσφοράς ή της ζήτησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο τεχνητό προσδιορισμό της τιμής αγοράς ή της τιμής πώλησης ή τη δημιουργία αθέμιτων συνθηκών στις συναλλαγές, β) η αγορά ή πώληση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την περίοδο διαμόρφωσης της τιμής κλεισίματος της αγοράς με αποτέλεσμα την παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει της τιμής αυτής, γ) … δ) … 4. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται κριτήρια και ενδείξεις βάσει των οποίων θα εξετάζεται κατά πόσον συγκεκριμένη συμπεριφορά ενδέχεται να συνιστά χειραγώγηση της αγοράς στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εκτελεστικά μέτρα της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», στο άρθρο 17 ότι: «Τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών υποχρεούνται να ειδοποιούν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες, ότι συναλλαγές που έχουν καταρτισθεί θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς (δηλαδή, σύμφωνα με τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς του άρθρου 2 περ. 4 του ίδιου νόμου, κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, όπως ορίζεται στα άρθρα 3 έως 6 του νόμου αυτού και χειραγώγηση της αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 7) …» και στο άρθρο 23 ότι: «1. Σε όποιον παραβαίνει την απαγόρευση κατάχρησης της αγοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 και 7, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους από 10.000 μέχρι 2.000.000 ευρώ. Το ανώτατο όριο μπορεί να τριπλασιασθεί σε περίπτωση υποτροπής. 2. Σε όποιον παραβαίνει τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται στα άρθρα 10 έως 18, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από 3.000 μέχρι 500.000 ευρώ. Το ανώτατο όριο μπορεί να τριπλασιασθεί σε περίπτωση υποτροπής. Εάν η παράβαση των εν λόγω υποχρεώσεων συνιστά και παράβαση των διατάξεων για την κατάχρηση της αγοράς επισύρει σωρευτικώς τις κυρώσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο … 4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν προβεί στην επιβολή των κυρώσεων ή στη λήψη των μέτρων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου καλεί τον φερόμενο ως παραβάτη να εκφράσει τις απόψεις του εγγράφως για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση. Ο φερόμενος ως παραβάτης έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση της έκθεσης ελέγχου κατά το μέρος που τον αφορά. 5. (όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν 3556/2007, ΦΕΚ Α΄ 91) Κατά την επιμέτρηση των προστίμων που επιβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η αξία των παράνομων συναλλαγών, το τυχόν επιτευχθέν οικονομικό όφελος, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης, ελέγχου-έρευνας από την τελευταία, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης, η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου και η τέλεση παραβάσεων της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά».
Με το άρθρο 2 περ. α΄ και ζ΄ της 1/347/12.7.2005 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Ενδείξεις Χειραγώγησης της Αγοράς» (ΦΕΚ Β΄ 983), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 7 παρ. 4 του Ν 3340/2005, ορίζονται τα εξής: «Με την επιφύλαξη των παραδειγμάτων στην παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν 3340/2005, προκειμένου να εξετασθεί εάν συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών συνιστούν χειραγώγηση κατά την έννοια της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν 3340/2005, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι συμμετέχοντες στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια και ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και τα οποία δεν πρέπει απαραιτήτως να θεωρούνται ότι από μόνα τους συνιστούν πράξεις χειραγώγησης αγοράς: α) Το βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στην οικεία οργανωμένη αγορά, ιδίως όταν οδηγούν σε σημαντική μεταβολή της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου, β) … ζ) Το βαθμό στον οποίο δίδονται εντολές ή διενεργούνται συναλλαγές σε, ή γύρω από, συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπολογίζονται οι τιμές αναφοράς, οι τιμές εκκαθάρισης και οι αποτιμήσεις, με αποτέλεσμα να μεταβάλλονται ή να επηρεάζονται οι εν λόγω τιμές ή αποτιμήσεις κατ’ επανάληψη (σε περισσότερες από μία συνεδριάσεις)». Τέλος, στην 2/347/12.7.2005 απόφαση του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Υποχρεώσεις των Προσώπων που Διαμεσολαβούν κατ’ Επάγγελμα στην Κατάρτιση Συναλλαγών σχετικά με την Πρόληψη Περιπτώσεων Κατάχρησης της Αγοράς» (ΦΕΚ Β΄ 983), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της περ. στ΄ του άρθρου 19 του Ν 3340/2005, ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι: «Κάθε πρόσωπο που διαμεσολαβεί κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σημείο 8 του άρθρου 2 του Ν 3340/2005 («υπόχρεο πρόσωπο», δηλαδή α) Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ), όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν 2396/1996, ΦΕΚ Α΄ 73 ή β) Ανώνυμες Εταιρίες Λήψης και Διαβίβασης Εντολών, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 3 και στην περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν 2396/1996) και έχει την καταστατική του έδρα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα ειδοποιεί την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες, ότι συναλλαγές που έχουν καταρτισθεί θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγηση της αγοράς» και προσδιορίζονται ο χρόνος εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιείται η γνωστοποίηση (άρθρο 2 παρ. 2), το περιεχόμενο αυτής και ο τρόπος που γίνεται η γνωστοποίηση αυτή (άρθρο 3).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων η από 16.2.2012 έκθεση ελέγχου της Διεύθυνσης Εποπτείας Αγορών (Τμήμα ελέγχου συναλλαγών) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τα συνημμένα Παραρτήματα (συνδέσεις εμπλεκόμενων εταιριών και φυσικών προσώπων, αναλυτικούς πίνακες Αγορών και Πωλήσεων της ελεγχόμενης ομάδας φυσικών και νομικών προσώπων, έγγραφα της Τράπεζας της Ελλάδος με αριθ.πρωτ. …/12.10.2011, …/25.1.2012, …/15.2.2012) προκύπτουν τα εξής: […]
Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις του ελέγχου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έκρινε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 4.1.2010 έως 31.5.2010 με τις ανωτέρω αγορές που διενήργησαν μέλη της ομάδας εμπλεκομένων στη μετοχή της «… ΑΒΕΕ» μέσω της προσφεύγουσας, οι οποίες, ως εκ του όγκου αυτών, του χρόνου και του τρόπου που διενεργήθηκαν, της ιδιότητας και των συνδέσεων των προσώπων που σχετίζονται με τις αγορές αυτές, διενεργήθηκαν από κοινού και συντονισμένα από τα πρόσωπα της ομάδας αυτής, η τιμή της μετοχής αυτής διαμορφώθηκε σε μη κανονικό και τεχνητό επίπεδο (στήριξη της τιμής της μετοχής και αποτροπή μεγαλύτερης πτώση της), συμπεριφορά η οποία συνιστά χειραγώγηση της αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 και 2 περ. α’ του Ν 3340/2005, όπως εξειδικεύεται από το παράδειγμα β’ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου και τις ενδείξεις των περ. α’ και ζ’ του άρθρου 2 της …/12.7.2005 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής.
Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα, ως πρόσωπο που διαμεσολαβεί κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών από τους εμπλεκόμενους πελάτες της, γνώριζε τις ανωτέρω μεθοδεύσεις των προσώπων της ομάδας εμπλεκομένων αλλά και παρείχε ενεργό συνδρομή στις ανωτέρω αναλυτικά αναφερθείσες συναλλαγές που κατάρτιζε για λογαριασμό τους, εφόσον μεταξύ των εμπλεκόμενων στο εγχείρημα αυτό προσώπων περιλαμβάνεται ο …, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ελεγχθείσα περίοδο ήταν γενικός διευθυντής, μέλος του ΔΣ και υπεύθυνος του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης της εταιρίας, πελάτες του οποίου ήταν όλα τα ανωτέρω πρόσωπα της ομάδας εμπλεκομένων, στοιχεία από τα οποία, κατά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, συνάγεται ότι η διοίκηση της εταιρίας τελούσε σε γνώση του εγχειρήματος της χειραγώγησης, ενώ, εξάλλου, η εταιρία προέβαινε σε χρηματοδοτήσεις των συναλλαγών των εμπλεκομένων στο εν λόγω εγχείρημα, αλλά και παρείχε σε αυτούς τη δυνατότητα να διατηρούν επί μακρό χρονικό διάστημα και παρά τις συνεχείς οχλήσεις από μέρους της Τράπεζας …, μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα στην Τράπεζα αυτή, η ύπαρξη των οποίων απέφερε σε αυτήν ανάλογη προμήθεια.
Ενόψει αυτών, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη την υποχρέωση απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς, κατά την έννοια των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Επίσης, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρία, μολονότι ως πρόσωπο που διαμεσολαβεί κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών, σύμφωνα με την περ. 8α του άρθρου 2 του Ν 3340/2005, υποχρεούτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του Ν 3340/2005, όπως εξειδικεύθηκε από την …/12.7.2005 απόφαση του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να ειδοποιεί αυτήν όταν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι συναλλαγές που έχουν καταρτιστεί μέσω αυτής θα μπορούσαν να συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς, περίπτωση που, κατά τα προεκτεθέντα, συνέτρεχε εν προκειμένω, γεγονός που θα έπρεπε να έχει επισημανθεί από τα αρμόδια στελέχη της προσφεύγουσας και οπωσδήποτε από τον εσωτερικό έλεγχο της εταιρίας, δεν ειδοποίησε την Επιτροπή σχετικά με τον ύποπτο χαρακτήρα των ως άνω αγορών. […]
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολόγησε τους ισχυρισμούς που προέβαλε η προσφεύγουσα με το με αριθ. πρωτ. …/4.5.2012 έγγραφό της, με το οποίο εξέθεσε τις απόψεις της σε απάντηση του με αριθ. πρωτ. …/29.2.2012 εγγράφου της Επιτροπής. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρείχε ενεργό συνδρομή στις συναλλαγές των μελών της ομάδας εμπλεκομένων που κατήρτιζε για λογαριασμό τους επί της μετοχής της «… ABEE» στο Χ.Α. κατά την ελεγχθείσα περίοδο και δεν είχε απλώς ρόλο διαμεσολαβητή, λαμβάνοντας υπόψη ότι: 1. Είχε χορηγήσει ευρείες αρμοδιότητες στον … (όπως π.χ. να εκπροσωπεί την εταιρία σε συμβάσεις ανάληψης χρέους, να καθορίζει τον τρόπο διάθεσης χρηματικών ποσών σε χρηματιστηριακούς κωδικούς τρίτων δίχως να του ζητείται να προσκομίσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά και να διαβιβάζει τηλεφωνικά εντολές για τρίτους δίχως να απαιτείται να αποδείξει το γνήσιο των εντολών αυτών), γεγονός από το οποίο προκύπτει και ο βαθμός συμμετοχής της ίδιας της εταιρίας στο εν λόγω εγχείρημα και 2. Παρείχε διευκόλυνση στις πράξεις χειραγώγησης, εφόσον είτε προέβη η ίδια σε χρηματοδοτήσεις των συναλλαγών της ομάδας εμπλεκομένων είτε διευκόλυνε τη χρηματοδότηση μελών της ομάδας αυτής αλλά και παρείχε τη δυνατότητα σε μέλη της να διατηρούν επί μακρό χρονικό διάστημα και παρά τις συνεχείς οχλήσεις της Τράπεζας … μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριφορά, ως εκ της οποίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ενήργησε ως μέλος της εν λόγω ομάδας συντονίζοντας ροές χρημάτων ιδιαίτερα σημαντικού ύψους, με σκοπό τη χρηματοδότηση των συναλλαγών των μελών της ομάδας εμπλεκομένων επί της μετοχής της «… ABEE».
Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε σαφή εικόνα της αξίας των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν τα μέλη της ομάδας εμπλεκομένων επί της ανωτέρω μετοχής κατά την ελεγχθείσα περίοδο, της επίπτωσης που είχε η συγκεκριμένη συναλλακτική συμπεριφορά στη διαμόρφωση της τιμής κλεισίματος της μετοχής, των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που οι συγκεκριμένες συναλλαγές δημιούργησαν και των απαιτήσεων που τα εν λόγω ανοίγματα συνεπάγοντο και του τρόπου με τον οποίο τα εν λόγω ανοίγματα χρηματοδοτήθηκαν.
Ενόψει αυτών η Επιτροπή έκρινε αφενός ότι η προσφεύγουσα εταιρία από κοινού με τα λοιπά εμπλεκόμενα πρόσωπα διαμόρφωσε τεχνητά την τιμή και την εμπορευσιμότητα της μετοχής της «… ABEE» στο Χ.Α. κατά την ελεγχθείσα περίοδο κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 του Ν 3340/2005 (παρ. 1, παρ. 2 περ. α΄ και παρ. 3 περ. β΄) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 (περ. α΄και ζ΄) της …/12.7.2005 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής, αφετέρου ότι δεν προέβη σε γνωστοποίηση των συναλλαγών που διενεργήθηκαν μέσω αυτής, οι οποίες είχαν το ανωτέρω αποτέλεσμα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 του Ν 3340/2005 σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 3 της 1/347/12.7.2005 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής. Για το λόγο δε αυτό με την προσβαλλόμενη πράξη του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας για την πρώτη από τις ως άνω παραβάσεις, με βάση την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν 3340/2005, πρόστιμο ύψους 70.000 ευρώ, κατά την επιμέτρηση του οποίου ελήφθη υπόψη ότι: 1. Η προσφεύγουσα προέβη σε χρηματοδοτήσεις των συναλλαγών της ομάδας εμπλεκομένων στην μετοχή της «… ABEE» ύψους 290.000 ευρώ, 2. Οι συναλλαγές των προσώπων της ομάδας εμπλεκομένων με την ενεργό συνδρομή της προσφεύγουσας εταιρίας στο εγχείρημα της χειραγώγησης της μετοχής είχαν σημαντική επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό, αφού διαμορφώθηκε η τιμή της μετοχής σε μη κανονικό και τεχνητό επίπεδο, 3. Δεν προέκυψε οικονομικό όφελος του παραβάτη, 4. Η προσφεύγουσα είναι το πρόσωπο που διαμεσολαβεί κατ’ επάγγελμα στη διενέργεια των κρίσιμων συναλλαγών, 5. Η συμμετοχή της προσφεύγουσας εταιρίας στο εν λόγω εγχείρημα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, εφόσον αυτή παρείχε ενεργό συνδρομή με συντονιστικό ρόλο στο εγχείρημα χειραγώγησης της μετοχής, δεδομένου ότι αυτή διενήργησε το μεγαλύτερο μέρος των ανωτέρω συναλλαγών (αγορών), παρά τις συνεχείς οχλήσεις από μέρους της Τράπεζας … ότι αυτές δημιουργούσαν- αύξαναν υπέρμετρα το χρηματοδοτικό άνοιγμα που σχετιζόταν με τις εν λόγω συναλλαγές, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα για διενέργεια συναλλαγών, οι οποίες αποτέλεσαν προϊόν χειραγώγησης αλλά και χρηματοδότησε με ποσό 290.000 ευρώ τον … και την … και διευκόλυνε τη χρηματοδότηση μέρους των συναλλαγών της ομάδας εμπλεκομένων, οι οποίες αποτέλεσαν προϊόν χειραγώγησης, 6. Η προσφεύγουσα δεν κατείχε μεγάλο αριθμό μετοχών της «… ΑΒΕΕ». […]
5. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται κατ’αρχάς ότι η επιβολή σε βάρος της προσφεύγουσας προστίμου με βάση το άρθρο 7 του Ν 3340/2005 δεν είναι νόμιμη για το λόγο ότι στις διατάξεις αυτές το υποκείμενο της χειραγώγησης ορίζεται αντικειμενικά, ως το πρόσωπο που συναλλάσσεται ή δίδει εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της τιμής ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο. Η έννοια του υποκειμένου της χειραγώγησης περιορίζεται, κατά την προσφεύγουσα, από την προφανή στο Ν 3340/2005 διάκριση μεταξύ των προαναφερθέντων προσώπων και των προσώπων που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών, στα οποία επιβάλλονται οι υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 17 και 18 του ως άνω νόμου συνεπώς κατά την αντίληψη του νομοθέτη το πρόσωπο που διαμεσολαβεί στην κατάρτιση συναλλαγών δεν θεωρείται υποκείμενο της χειραγώγησης, υποχρεούμενο μόνον σε ενημέρωση της αρμόδιας αρχής, εφόσον υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για κατάχρηση αγοράς και σε καταγραφή και αρχειοθέτηση των εντολών των πελατών του. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, ουδαμού στο Ν 3340/2005 ορίζεται ή, έστω εμμέσως, προκύπτει ότι στην έννοια των συναλλαγών εμπίπτουν και συμπεριφορές σχετιζόμενες με αυτές ή επιβοηθητικές ή προπαρασκευαστικές αυτών άλλωστε, η από κοινού ενέργεια των παραβατών (άρθρο 7 παρ. 1 Ν 3340/2005) αφορά επίσης αποκλειστικώς και μόνον συναλλαγές με την ως άνω έννοια (δηλαδή τις καταρτιζόμενες επί χρηματοπιστωτικού μέσου) και όχι κάθε είδους προπαρασκευαστική/συναλλακτική δραστηριότητα. Συνεπώς, μόνη η αποδιδόμενη στην προσφεύγουσα διευκόλυνση της χρηματοδότησης- την οποία, άλλωστε, αρνείται- δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 7 παρ. 1 και 2 του Ν 3340/2005.
6. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του Ν 3340/2005 για τις διατάξεις του άρθρου 7 αναφέρονται, σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης χειραγώγησης, τα εξής: «Υπογραμμίζεται … ότι η ευρεία διατύπωση της έννοιας της χειραγώγησης μέσω συναλλαγών ή εντολών για τη διενέργεια συναλλαγών επιτρέπει, εκτιμώντας τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά, την εφαρμογή της απαγόρευσης του παρόντος άρθρου και σε περιπτώσεις όπου πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών παρέχουν ενεργό συνδρομή σε πράξεις χειραγώγησης τις οποίες πραγματοποιούν εντολείς-πελάτες τους». Από την εν λόγω ρητή αναφορά μεταξύ των προσώπων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 7 και των προσώπων που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών σαφώς προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και επί εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον αποδεικνύεται ότι, μέσω των καταρτιζόμενων με τη συμμετοχή τους συναλλαγών, επιχειρείτο εν γνώσει αυτών η χειραγώγηση της αγοράς ή ότι συνέβαλαν ή διευκόλυναν τις συναλλαγές αυτές. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την επικαλούμενη από την προσφεύγουσα αιτιολογική σκέψη 11 της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ, κατά την οποία: «Το σημερινό κοινοτικό νομικό πλαίσιο για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς είναι ελλιπές. Οι νομικές προϋποθέσεις διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος, με αποτέλεσμα οι οικονομικοί φορείς να βρίσκονται συχνά σε αβεβαιότητα ως προς τις έννοιες, τους ορισμούς και τον τρόπο εφαρμογής της νομοθεσίας. Σε ορισμένα κράτη μέλη δεν υπάρχει καν νομοθεσία σχετική με τη χειραγώγηση των τιμών και τη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών», δεδομένου ότι τα αναφερόμενα στη σκέψη αυτή αφορούν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση νέου, ενιαίου για όλα τα κράτη μέλη, νομικού πλαισίου και δεν ρυθμίζουν το επίμαχο ζήτημα. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος της κρινόμενης προσφυγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. […]
Περαιτέρω, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι συναλλαγές των λοιπών, εκτός από την «…», συμμετασχόντων στο εν λόγω εγχείρημα επί της μετοχής της «… ΑΒΕΕ» έγιναν μέσω της προσφεύγουσας εταιρίας, αυτή, ως κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβητής και επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, ήταν σε θέση να εντοπίσει και όφειλε, οργανώνοντας και τα κατάλληλα συστήματα εσωτερικού ελέγχου (άρθρα 12 παρ. 6 του Ν 3606/2007, ΦΕΚ Α΄ 195 και 8 της 2/452/2007 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ΦΕΚ Β΄ 2137), να έχει αντιληφθεί την ύπαρξη τόσο της κοινής επενδυτικής συμπεριφοράς επενδυτών-πελατών της όσο και των μεθοδεύσεων στις επίμαχες συναλλαγές που καταρτίστηκαν, μέσω αυτής, επί της ως άνω μετοχής κατά το ελεγχθέν χρονικό διάστημα, ενόψει των εν γένει συνθηκών κατάρτισης των εν λόγω συναλλαγών και κυρίως του όγκου αυτών (οι επίμαχες συναλλαγές απετέλεσαν το 21% της αξίας των συνολικών αγορών των πελατών της προσφεύγουσας κατά την ελεγχθείσα περίοδο, ενώ, κατά το μήνα Απρίλιο του 2010, το εν λόγω ποσοστό ανήλθε σε 43%), του χρόνου και της συχνότητας με την οποία δίδονταν οι επίμαχες εντολές.
Και ναι μεν η προσφεύγουσα προβάλλει ότι δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί τη διαμεσολάβησή της στην κατάρτιση των εν λόγω συναλλαγών, υποχρεούμενη, με βάση την κείμενη νομοθεσία και τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που είχε συνάψει με τους πελάτες της, να συμμορφωθεί προς τις εντολές αυτών, πλην η υποχρέωσή της αυτή θα ήρε την αποδιδόμενη σε αυτήν παράβαση της συμμετοχής στο επίμαχο εγχείρημα χειραγώγησης της μετοχής, μόνον εάν η προσφεύγουσα, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, όφειλε να έχει αντιληφθεί ότι οι εν λόγω συναλλαγές υπέκρυπταν μεθοδεύσεις και αποσκοπούσαν στη στήριξη της μετοχής, είχε, συμμορφούμενη προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 17 του Ν 3340/2005υποχρέωσή της, ειδοποιήσει σχετικώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, υποχρέωση η οποία εν προκειμένω δεν είχε τηρηθεί. […]
11. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπέπεσε στην αποδιδόμενη σε αυτήν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 του Ν 3340/2005 (παρ. 1, παρ. 2 περ. α΄ και παρ. 3 περ. β’) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 (περ. α΄και ζ΄) της …/12.7.2005 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής. Συνεπώς, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις επιβολής σε βάρος της προσφεύγουσας προστίμου, με βάση την παρ. 1 του άρθρου 23 του ως άνω Ν 3340/2005, το ύψος του οποίου νομίμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ορίστηκε με την προσβαλλόμενη πράξη στο ποσό των 70.000 ευρώ, με βάση τα κατά το άρθρο 23 παρ. 5 του ίδιου νόμου κριτήρια επιμέτρησης αυτού.
Ειδικότερα, νομίμως ελήφθη υπόψη ότι η προσφεύγουσα χρηματοδότησε τις συναλλαγές της ομάδας εμπλεκομένων με το ποσό των 290.000 ευρώ ως στοιχείο ενδεικτικό του βαθμού της συμμετοχής της στο επίμαχο εγχείρημα χειραγώγησης της μετοχής της «… ΑΒΕΕ», ότι οι συναλλαγές των προσώπων της ομάδας εμπλεκομένων είχαν σημαντική επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό- κρίση η οποία δεν είναι αντιφατική προς την ακολούθως αναφερόμενη στην προσβαλλόμενη πράξη κρίση της Επιτροπής ότι δεν συνέτρεξε περίπτωση επηρεασμού της διάχυσης ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό που αφορά την επιμέτρηση του προστίμου για την, επίσης αποδοθείσα με την πράξη αυτή στην προσφεύγουσα, παράβαση του άρθρου 17 του Ν 3340/2005– δεδομένου ότι οι επίμαχες συναλλαγές, λόγω του όγκου αυτών, εκ των πραγμάτων διαμόρφωσαν την τιμή της μετοχής, ενώ, τέλος, νομίμως κρίθηκε ότι δεν συνέτρεξε περίπτωση συνεργασίας της προσφεύγουσας με την Επιτροπή κατά το στάδιο διερεύνησης, έρευνας- ελέγχου της υπόθεσης από την τελευταία, υπό την έννοια της οικειοθελούς συμβολής της προσφεύγουσας στον εντοπισμό και την απόδειξη της παράβασης και όχι, όπως υπολαμβάνει αυτή, της παροχής των αιτηθέντων από την Επιτροπή στοιχείων, η οποία (παροχή στοιχείων) συνιστά νόμιμη υποχρέωση της προσφεύγουσας, οι σχετικοί δε με το αντίθετο ισχυρισμοί αυτής είναι απορριπτέοι.
Εξάλλου, ναι μεν, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριθέντα, δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί η, κατά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διευκόλυνση από την προσφεύγουσα της χρηματοδότησης των μελών της ομάδας εμπλεκομένων που είχαν συνάψει με την Τράπεζα … συμβάσεις παροχής πίστωσης για αγορά μετοχών, λόγω της ύπαρξης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στους σχετικούς λογαριασμούς, πλην το γεγονός αυτό δεν συνιστά λόγο μείωσης του επιβληθέντος προστίμου, ενόψει των λοιπών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση αυτού, τα οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα. Τέλος, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση και να επιβάλλει το κατά την κρίση του προσήκον πρόστιμο, αλυσιτελώς προβάλλεται κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής κατά την επιμέτρηση του ύψους του προστίμου (πρβ. ΣτΕ 415/2012, 117/2010 κ.ά.).
12. Eπειδή, ακολούθως, καθόσον αφορά την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 του Ν 3340/2005, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως αποδόθηκε η παράβαση αυτή στην προσφεύγουσα. Και τούτο διότι στις περιπτώσεις όπως η κρινόμενη, κατά τις οποίες στοιχειοθετείται η παράβαση της χειραγώγησης της αγοράς, αποκλείεται κατά λογική αναγκαιότητα να θεωρηθεί ότι ο συμμετασχών στο συγκεκριμένο εγχείρημα, μη συμμορφούμενος προς την υποχρέωση ειδοποίησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί αυτού, υποπίπτει σε παράβαση των ως άνω διατάξεων, δεδομένου ότι τόσο με τις διατάξεις αυτές όσο και τις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου νόμου προστατεύονται τα αυτά έννομα αγαθά, δηλαδή η ακεραιότητα και η διαφάνεια της κεφαλαιαγοράς και επιδιώκεται ο αυτός σκοπός, δηλαδή η προστασία του επενδυτικού κοινού από φαινόμενα κατάχρησης της αγοράς, με συνέπεια οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 7 να καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξης, ενώ, εξάλλου, η μη ειδοποίηση σχετικώς της Επιτροπής, στοιχείο που συνεκτιμήθηκε, κατά τα ανωτέρω, για τη θεμελίωση της αποδοθείσας στην προσφεύγουσα παράβασης της συμμετοχής στο επίμαχο εγχείρημα χειραγώγησης της αγοράς, συνιστά στην προκειμένη περίπτωση αναπόσπαστο και αυτονόητο στοιχείο της τελευταίας αυτής παράβασης, υπό την έννοια ότι, εφόσον η προσφεύγουσα είχε συμμορφωθεί προς τη θεσπιζόμενη από το άρθρο 17 υποχρέωσή της, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτήν η παράβαση της χειραγώγησης της αγοράς, από την οποία, κατ’ ακολουθίαν, απορροφάται η παράβαση του άρθρου 17. Και ναι μεν στην παρ. 2 του άρθρου 23 προβλέπεται η σωρευτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται τόσο στην παρ. 1 όσο και στην παρ. 2 του άρθρου αυτού, εφόσον πρόκειται περί παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 10 έως 18 του ίδιου νόμου που συνιστούν και παράβαση των διατάξεων για την κατάχρηση της αγοράς, η διάταξη όμως αυτή αφορά παραβάσεις των διατάξεων των ως άνω άρθρων, τα θεμελιούντα τις οποίες (παραβάσεις) πραγματικά περιστατικά, αυτοτελώς λαμβανόμενα, συγκροτούν την έννοια της κατάχρησης της αγοράς και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία, όπως κρίθηκε ανωτέρω, από τη λογική και αξιολογική σχέση των παραβιασθεισών διατάξεων προκύπτει ότι μία μόνο από τις διατάξεις αυτές είναι εφαρμοστέα, αποκλείοντας την άλλη. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά την επιβολή σε βάρος της προσφεύγουσας προστίμου για παράβαση του άρθρου 17 του Ν 3340/2005, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, η εξέταση των λοιπών λόγων της οποίας που πλήττουν το ακυρούμενο μέρος της προσβαλλομένης παρέλκει ως αλυσιτελής. […]
(Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.)