Διατάξεις: άρθρα 2 Ν 3959/2011, 102 ΣΛΕΕ
Κατά το άρθρο 2 του Ν 3959/2011 «Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού», (έναρξη ισχύος από 20.4.2011), το οποίο επαναλαμβάνει την ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 2 του καταργηθέντος Ν 703/1977 «1. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο ή μέρος της αγοράς της Ελληνικής Επικράτειας, 2. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται, ιδίως α) …, β) …, γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό …». Εξάλλου κατά το άρθρο 3 του ίδιου άνω νόμου, η κατά το άρθρο 2 καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης απαγορεύεται, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η δεσπόζουσα θέση ή κατοχή υπερβάλλουσας οικονομικής δύναμης μιας επιχείρησης προϋποθέτει κατ’ αρχήν ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς. Στις περιπτώσεις που το μερίδιο αγοράς είναι ιδιαίτερα υψηλό και διατηρείται παράλληλα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό αποτελεί, εκτός εξαιρέσεων, αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης. Επιπρόσθετα απαιτείται η επιχείρηση να έχει την πραγματική δυνατότητα να επηρεάζει μονομερώς τους όρους της αγοράς, δηλαδή η θέση της να της επιτρέπει να παρεμποδίζει τη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, διαμορφώνοντας σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη επιχειρηματική συμπεριφορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές, τους πελάτες και τους καταναλωτές. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μπορεί να απορρέει και από τον συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι αν θεωρηθούν αυτοτελώς, δεν πιστοποιούν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης, όταν όμως συνδυασθούν μεταξύ τους οδηγούν στη δημιουργία της, όπως προπάντων είναι η οικονομική δύναμη και η τεχνολογική υπεροχή της επιχείρησης σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές της, το εύρος των προϊόντων και το μερίδιο των ανταγωνιστών της στην ίδια αγορά, καθώς και η δυνατότητα πρόσβασης, αλλά και επιβίωσης εκεί νέων ανταγωνιστών. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν 3959/2011 δεν απαγορεύουν πάντως την κατοχή ή την απόκτηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, αλλά μόνο την καταχρηστική εκμετάλλευσή της, χωρίς ωστόσο οι διατάξεις αυτές να προσδιορίζουν τα στοιχεία που καθιστούν την επιχειρηματική συμπεριφορά καταχρηστική, περιοριζόμενες στην ενδεικτική μόνο αναφορά ορισμένων μορφών καταχρηστικής συμπεριφοράς, οι οποίες, εφόσον προέρχονται από επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης της και είναι ex lege παράνομες, εκτός αν συντρέχουν κατ’ εξαίρεση σπουδαίοι λόγοι, οι οποίοι στο πλαίσιο των αντιτιθέμενων συμφερόντων των παραγόντων της αγοράς δικαιολογούν τη συμπεριφορά αυτή. Για τη διαπίστωση έτσι της ύπαρξης καταχρηστικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς κρίσιμος είναι ο σκοπός του Ν 3959/2011, που συνίσταται στην προστασία του οικονομικής ελευθερίας των τρίτων, αλλά και του βίου του συστήματος της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης κρίνεται με βάση την αντικειμενική συμπεριφορά της, εφόσον αυτή της επιτρέπει να επιβάλλει τους όρους της στις συναλλαγές και να επηρεάζει τη διάρθρωση της αγοράς, στην οποία, λόγω της παρουσίας της, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος και η επιχείρηση αυτή, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους απ’ αυτές που εφαρμόζονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού σε προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο των εμπορικών της δραστηριοτήτων, παρεμποδίζει τη διατήρηση του επιπέδου του εναπομένοντος ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του. Συνεπώς νομικά κρίσιμη είναι η επιχειρηματική συμπεριφορά καθεαυτή και όχι τα κίνητρα ή οι σκοποί της, που έχουν επιβαρυντικό ή αναλόγως ελαφρυντικό ρόλο. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 2 Ν 3959/2011 εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με συγκεκριμένη αγορά, η οποία οριοθετείται είτε ως προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες (σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών) είτε γεωγραφικώς (σχετική γεωγραφική αγορά). Ως σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών νοείται εκείνη που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες που θεωρούνται ομοειδή και εναλλάξιμα από τη σκοπιά της ζήτησης ή της προσφοράς λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται, με βασικό δηλαδή κριτήριο τη λειτουργική εναλλαξιμότητά τους, ενώ ως σχετική γεωγραφική αγορά νοείται η περιοχή, μέσα στα όρια της οποίας δραστηριοποιούνται και ανταγωνίζονται οι επιχειρήσεις ως πωλητές ή αγοραστές των διαθέσιμων ομοειδών και εναλλάξιμων προϊόντων ή υπηρεσιών, Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας επιχειρηματικής θέσης, ως συμπεριφορά απαγορευμένη από τη διάταξη του άρθρου 3 Ν 3959/2011, είναι ασφαλώς παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και συνεπώς, εφόσον συντρέχουν και οι άλλοι όροι του άρθρου αυτοί, ο τρίτος που ζημιώνεται έχει αξίωση για αποζημίωση (ΑΠ 1042/2009, ΕφΑθ 6546/2011, ΕφΑθ 6664/2007 Nomos). Οι διατάξεις του άρθρου 2 Ν 3959/2011 αποδίδουν ως εσωτερικό δίκαιο τις ρυθμίσει του άρθρου 102 ΣυνθΛΕΕ (πρώην άρθρο 82 ΣυνθΕΚ), που απαγορεύει την καταχρηστική επιχειρηματική συμπεριφορά στα ευρύτερα όρια του ευρωπαϊκού κοινοτικού χώρου με στόχο την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς μεταξύ των κρατών-μελών (πρώην άρθρα 2 και 3 παρ. 1 εδ. γ’ και ζ’ ΣυνθΕΚ), που αντανακλά και στην προστασία της οικονομικής ελευθερίας των δραστηριοποιούμενων στο χώρο αυτό τρίτων. Ενδέχεται έτσι η ίδια συμπεριφορά να είναι καταχρηστική τόσο κατά το άρθρο 2 Ν 3959/2011 όσο και κατά το άρθρο 102 ΣυνθΛΕΝ, με κοινό πάντως κριτήριο εφαρμογής και στις δυο περιπτώσεις αυτό της εδαφικότητας, δηλαδή η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας επιχειρηματικής θέσης επισύρει την εφαρμογή του ενός ή και των δυο αυτών άρθρων όταν έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της οικονομικής ελευθερίας του τρίτου και κατά προέκταση την υπόσταση της οικονομίας της αγοράς μέσω της νόθευσης του ανταγωνισμού στην Ελλάδα ή αναλόγως στον (ή και στον) κοινοτικό χώρο. Ειδικότερα κατά το άρθρο 102 ΣυνθΛΕΝ, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών-μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της, η κατάχρηση δε αυτή δύναται να συνίσταται μεταξύ άλλων, στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης επί ζημία των καταναλωτών. Συνεπώς ο περιορισμός της παραγωγής ή διάθεσης των προϊόντων ή υπηρεσιών από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στον κοινοτικό χώρο αποτελεί καθεαυτή (per se) καταχρηστική και κατ’ επέκταση παράνομη συμπεριφορά, εκτός αν συντρέχουν, κατά τα προεκτεθέντα, σπουδαίοι και πάλι λόγοι, οι οποίοι, στο πλαίσιο των αντιτιθέμενων συμφερόντων των παραγόντων της αγοράς, δικαιολογούν κατ’ εξαίρεση τη συμπεριφορά αυτή (ΑΠ 1286/201.1, ΕφΑθ 560512012, ΕφΑθ 6546/2011, ΕφΑθ 2093/2006 Nomos). […]
Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί επιχείρηση τουριστικού γραφείου στη νήσο Κάλυμνο Ν. Δωδεκανήσου, […], έχει δε ως αντικείμενο την έκδοση αεροπορικών και ακτοπλοϊκών εισιτηρίων και την παροχή μεταφορικών υπηρεσιών. Η εναγόμενη είναι ναυτιλιακή εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στην ελληνική ακτοπλοΐα και ειδικότερα στη θαλάσσια μεταφορά προσώπων και οχημάτων μεταξύ ελληνικών λιμένων, καθώς και στη γραμμή Ελλάδας – Ιταλίας, εκτελεί δε, μεταξύ άλλων, τις γραμμές Δωδεκανήσων, εξυπηρετώντας τις νήσους Πάτμο, Λειψοί, Λέρο, Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο, Σύμη και Ρόδο. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη προσεγγίζει τη νήσο Κάλυμνο τρεις φορές την εβδομάδα κατά την εκτέλεση των δρομολογιακών γραμμών της, α) Πειραιάς – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος, β) Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος και γ) Πειραιάς – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος – Καστελλόριζο και επιστροφή, είναι δε η μοναδική ακτοπλοϊκή εταιρία που συνδέει τη νήσο Κάλυμνο με τον Πειραιά, με το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο της … Για την εξυπηρέτηση, ειδικότερα, των πελατών της στη νήσο Κάλυμνο η εναγόμενη όρισε ως λιμενικό πράκτορα – αντιπρόσωπό της την εταιρία …, στην οποία έχει αναθέσει συμβατικά υπηρεσίες/υποχρεώσεις πρακτόρευσης λιμένος των πλοίων της, ενώ περαιτέρω, έχει εντάξει στο δίκτυό της, για την έκδοση εισιτηρίων των δρομολογίων που εκτελεί, τα τουριστικά πρακτορεία […], στα οποία επιτρέπει να εκδίδουν εισιτήρια μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας κρατήσεων θέσεων και εκδόσεων εισιτηρίων που παρέχει στην εναγόμενη η τρίτη εταιρία …, είτε προς πώληση στον τελικό καταναλωτή, είτε προς μεταπώληση σε τρίτες επιχειρήσεις.
Ο ενάγων, […], κοινοποίησε σ’ αυτήν την από 26.10.2015 εξώδικη διαμαρτυρία, με την οποία την κατηγορούσε για καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της, καθόσον επέτρεπε σε όλα τα τουριστικά γραφεία της της Καλύμνου, πλην του δικού του, να εκδίδουν εισιτήρια των πλοίων της, με συνέπεια η επιχείρησή του να περιέρχεται καθημερινά σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό στη νήσο Κάλυμνο και να υφίσταται σοβαρή οικονομική ζημία, ενώ προέβη, περαιτέρω, και σε κοινοποίηση του άνω εγγράφου (στις 29.10.2015) στην Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Σε απάντηση των ανωτέρω η εναγομένη απέστειλε στον ενάγοντα την από 4.2.2016 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία, με την οποία αφενός αρνούνταν ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, αφετέρου επικαλούνταν το δικαίωμά της να συνεργάζεται με ορισμένα μόνο ταξιδιωτικά γραφεία, τα οποία επιλέγει αυτή με γνώμονα την καλύτερη και πιο αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πελατών της, λαμβάνοντας, όμως, υπόψη και τις συνθήκες της αγοράς, δικαιολογούσε δε, περαιτέρω, την καθυστέρησή της να προβεί στην εξέταση του υποβληθέντος από τον ενάγοντα αιτήματος συνεργασίας, στο γεγονός ότι τούτο υποβλήθηκε σε χρόνο (Ιούλιος 2015), κατά τον οποίο είχε ήδη ολοκληρώσει τον προγραμματισμό της για τις εμπορικές της συνεργασίες στο νησί της Καλύμνου.
Υπό τα άνω, ωστόσο, εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, πέραν του ότι στη προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται η έννοια της σχετικής γεωγραφικής αγοράς, καθόσον ως τέτοια δύναται να θεωρηθεί η κάθε συγκεκριμένη δρομολογιακή γραμμή στο σύνολό της, δηλαδή εν προκειμένω η γραμμή που περιλαμβάνει όλους τους λιμένες από Πειραιά μέχρι Ρόδο, και όχι μόνο τη σύνδεση μεταξύ δύο λιμένων, όπως αυτών της Κάλυμνου και του Πειραιά, ενώ περαιτέρω υφίσταται και η δυνατότητα μερικής υποκατάστασης, υπό την έννοια ότι ο πελάτης δύναται να εξυπηρετηθεί από λιμένα άλλης γειτονικής της Κάλυμνου νήσου, αποδείχθηκε ότι ή άρνηση της ενάγουσας να εντάξει το πρακτορείο του ενάγοντος στο δίκτυο των συνεργατών της στη Κάλυμνο για το έτος 2015 δικαιολογείται, αφενός λόγω του χρόνου υποβολής του σχετικού αιτήματος (τον Ιούλιο του 2015, εν μέσω δηλαδή της τουριστικής, περιόδου), οπότε η εναγόμενη είχε ήδη ολοκληρώσει τον προγραμματισμό της για τα συνεργαζόμενα με αυτήν πρακτορεία, αφετέρου εκ του ότι αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα της εναγόμενης η επιλογή των εμπορικών της συνεργατών, η οποία (επιλογή) γίνεται βάση συγκεκριμένων κριτηρίων που θέτει η ίδια, όπως το μέγεθος και οι συνθήκες (οικονομικές περιστάσεις) της αγοράς κάθε λιμένος, η συχνότητα των δρομολογίων της και ο αριθμός των αιτούμενων εισιτηρίων. Η περί του αντιθέτου παραδοχή, ότι δηλαδή η εναγόμενη, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ακτοπλοϊκή εταιρία, υποχρεούται να συνεργάζεται με κάθε επιχείρηση που υποβάλει σχετικό αίτημα, θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο ζημίας της, και συγκεκριμένα σημαντικού πιστωτικού ανοίγματός της, καθόσον δεν θα ήταν ευχερής σ’ αυτήν ο έλεγχος της φερεγγυότητας όλων των πρακτορειακών επιχειρήσεων, ενώ θα έπληττε την οικονομική βιωσιμότητα των υφισταμένων συνεργατών της ναυτικών πρακτόρων, και ιδίως των αντιπροσώπων- λιμενικών πρακτόρων της, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε σημαντικές επενδύσεις για την παροχή των συμφωνηθέντων υπηρεσιών τους. Κατόπιν όλων των παραπάνω η ενέργεια της εναγομένης να μην εντάξει τον ενάγοντα στο δίκτυο της, δεν κρίνεται παράνομη, καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και δεν παραβιάζει τις διατάξεις περί ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως αβάσιμα διατείνεται ο ενάγων. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή ν’ απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
(Απορρίπτει την αγωγή.)
Παρατηρήσεις
Άρνηση συνεργασίας και σύναψη σύμβασης προμήθειας ακτοπλοϊκών εισιτηρίων: Οριοθέτηση σχετικής αγοράς και προβληματισμοί σχετικά με την κατάφαση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης
Η σχολιαζόμενη απόφαση κρίνεται ορθή από άποψη τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού δικαίου. Η ενάγουσα (πρακτορείου γενικού τουρισμού) ερειδόμενη στην δεσπόζουσα θέση που – δήθεν – κατέχει η εναγόμενη (εκτέλεση ακτοπλοϊκών δρομολογίων) ισχυρίζεται ότι η τελευταία προβαίνει σε καταχρηστική συμπεριφορά σύμφωνα με τα άρθρα 2 Ν 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ λόγω της άρνησης συνεργασίας και σύναψη σύμβασης προμήθειας εισιτηρίων, αξιώνοντας την καταδίκη της σε δήλωση βουλήσεως (σύναψη σχετικής σύμβασης με την ενάγουσα) και περαιτέρω αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη. Ως προς το δεύτερο σκέλος του αιτητικού της αγωγής, το Δικαστήριο, αβρόχοις ποσί, απορρίπτει ορθά τα αιτούμενα χρηματικά κονδύλια λόγω αοριστίας και επικεντρώνει εν συνεχεία, με λακωνικό μεν μεθοδικό δε τρόπο, στα κρίσιμα ουσιαστικού δικαίου ζητήματα, τα οποία συνοψίζονται στις κάτωθι θεματικές: α) ο ορισμός της αγοράς (προϊοντικής και γεωγραφικής) εκτέλεσης ακτοπλοϊκών δρομολογίων, και β) η άρνηση προμήθειας ως κατ’ εξαίρεση έκφανση της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης.
α) Κατά την έννοια των άρθρων 2 του Ν 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ, δεσπόζουσα θέση[1] είναι η θέση οικονομικής ισχύος που κατέχει μια επιχείρηση, πράγμα που της επιτρέπει να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην οικεία αγορά και της προσφέρει, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα ανεξάρτητης, έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και τελικά των καταναλωτών, συμπεριφοράς. Σημασία δεν έχει η πραγματική παρακώλυση του ανταγωνισμού, αλλά η αντικειμενική δυνατότητα μίας τέτοιας παρακώλυσης, ενώ η δεσπόζουσα θέση υποδηλώνει ότι οι εν λόγω ανταγωνιστικές πιέσεις δεν είναι επαρκώς αποτελεσματικές και, συνεπώς, η σχετική επιχείρηση διαθέτει σημαντική ισχύ στην αγορά, κατά τρόπο που οι αποφάσεις της δεν επηρεάζονται αισθητά από τις ενέργειες ή/και τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών, των πελατών και, σε τελική ανάλυση, των καταναλωτών[2]. Η ύπαρξη δεσποζούσας θέσης μπορεί να προκύπτει από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι, εξεταζόμενοι μεμονωμένα, δεν είναι αναγκαία καθοριστικοί, μεταξύ των οποίων όμως η ύπαρξη ευρύτατων μεριδίων αγοράς έχει μεγάλη σημασία[3]. Εξάλλου, όπως έχει γίνει δεκτό στη νομολογία, η οικονομική ισχύς των επιχειρήσεων δεν υπολογίζεται βάσει της αποδοτικότητας ή της κερδοφορίας τους και, συναφώς, τυχόν μειωμένα περιθώρια κέρδους ή ακόμη και παροδικές ζημίες δεν είναι ασυμβίβαστες με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης[4], ενώ αντίθετα τα πολύ υψηλά[5] μερίδια αγοράς αποτελούν, πλην έκτακτων περιστάσεων, απόδειξη δεσπόζουσας θέσης[6], καθώς θέτουν την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό για συγκεκριμένη περίοδο σε θέση ισχύος που την καθιστά αναγκαστικό συμβαλλόμενο και της εξασφαλίζει για τη διάρκεια αυτών των περιόδων την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα επιχείρηση[7].
Ενόψει των ανωτέρω, της αξιολόγησης μιας συμπεριφοράς ως καταχρηστικής, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν 3959/2011, προηγείται πάντοτε η κατάφαση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης στο πρόσωπο μιας επιχείρησης, η οποία – εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων – θα πρέπει να γίνει με κριτήριο το μερίδιο αγοράς που κατέχει η εν λόγω επιχείρηση στη σχετική αγορά. Παγίως η σχετική αγορά προσδιορίζεται με τον συνδυασμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος και της γεωγραφικής αγοράς[8]. Η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται, ενώ. η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά[9]. Κρίσιμο επομένως για την κατάφαση δεσπόζουσας θέσης είναι να οριοθετηθεί με προσοχή η σχετική αγορά, καθώς διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες (των ούτως ή άλλως ευμετάβλητων ορίων μεταξύ όμορων αγορών) δύνανται να προσδώσουν σε μια επιχείρηση την ιδιότητα της δεσπόζουσας σε μια αγορά ή όχι.
Καίτοι το Δικαστήριο της επίμαχης υπόθεσης δεν προέβη σε ενδελεχή μελέτη για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς, φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικώς η εναγόμενη ενδέχεται να μην έχει δεσπόζουσα θέση στην εν λόγω αγορά που επικαλείται η ενάγουσα. Η προσέγγιση αυτή κρίνεται ορθή, λαμβανομένων υπόψη και των όσων έχουν υποστηρίξει τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού[10], οι σχετικές αγορές υπηρεσιών στον κλάδο της ακτοπλοΐας μπορούν να οριοθετηθούν ως ακολούθως: (α) Η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων με κλασσικού/συμβατικού τύπου Ε/Γ-Ο/Γ πλοία· (β) Η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς οχημάτων με κλασσικού τύπου/συμβατικά Ε/Γ-Ο/Γ πλοία· (γ) Η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων με ταχύπλοα και, ειδικότερα, με: γα) ταχύπλοα επιβατηγά υδροπτέρυγα ικανά να αναπτύξουν ταχύτητα άνω των 35 κόμβων (Ε/Γ-Υ/Γ, Flying ή Mega Dolphins), γβ) ταχύπλοα νέας τεχνολογίας επιβατηγά τύπου καταμαράν ικανά να αναπτύξουν ταχύτητα άνω των 35 κόμβων (Ε/Γ-Ο/Γ Highspeed)· και (δ) Η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς οχημάτων με ταχύπλοα νέας τεχνολογίας (Ε/Γ-Ο/Γ Highspeed) τύπου καταμαράν. Περαιτέρω, οι αγορές παροχής μεταφορικών υπηρεσιών διά θαλάσσης συνιστούν διακριτές αγορές σε σχέση με τις μεταφορικές υπηρεσίες δι’ αέρος και οδικώς, λαμβανομένων ιδίως υπόψη: (α) της διαφοράς στην τιμή (δαπάνη μεταφοράς) κάθε μέσου και (β) των διαφορετικών χαρακτηριστικών κάθε μέσου (διάρκεια ταξιδιού, ταχύτητα, ασφάλεια, άνεση, όρια μεταφορικού βάρους, ευκολία προσέγγισης τελικού προορισμού, ευπάθεια στις καιρικές συνθήκες). Ως σχετική γεωγραφική αγορά για τις ακτοπλοϊκές μεταφορές προσώπων και οχημάτων, θεωρείται κάθε δρομολογιακή γραμμή ξεχωριστά, δεδομένου ότι ο χρήστης της συγκεκριμένης υπηρεσίας επιλέγει ορισμένη δρομολογιακή γραμμή αναλόγως του τόπου αναχώρησης και προορισμού του. Επιπλέον μερική υποκατάσταση θα μπορούσε να γίνει δεκτή μεταξύ κοντινών λιμένων, εφόσον θα μπορούσε ο πελάτης να εξυπηρετηθεί από τους λιμένες αυτούς για αναχώρηση την ίδια ώρα, με ίδιου τύπου μέσο και άφιξη στον προορισμό του τη συγκεκριμένη ώρα[11]. Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να αποδέχεται έναν ευρύτερο ορισμό της γεωγραφική αγοράς της ακτοπλοϊκής μεταφοράς προσώπων και οχημάτων μέσω της χρήσης ευρύτερων γεωγραφικών διαδρόμων[12].
Στην επίμαχη υπόθεση το Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι ως σχετική γεωγραφική αγορά θα πρέπει να θεωρηθεί η κάθε δρομολογιακή γραμμή στο σύνολό της (Πειραιάς-Ρόδος εν προκειμένω) και όχι μόνο η σύνδεση μεταξύ συγκεκριμένων λιμένων (εν προκειμένω Πειραιάς-Κάλυμνος), υπογραμμίζει τη δυνατότητα μερικής υποκατάστασης μεταξύ κοντινών λιμένων, με την έννοια ότι επιβάτες και οχήματα που επιθυμούν να φτάσουν στον Πειραιά από την Κάλυμνο και vice versa δύνανται να εξυπηρετηθούν και από κοντινούς λιμένες του νησιωτικού συμπλέγματος της Δωδεκανήσου. Με αυτόν τον τρόπο αποκρούει, με πειστικό τρόπο, το επιχείρημα της ενάγουσας περί μονοπωλιακής – και επομένως sine qua non δεσπόζουσας – θέσης της εναγόμενης στην υπό κρίση δρομολογιακή γραμμή. Βέβαια δεν εξετάζει το Δικαστήριο περαιτέρω κατά πόσο έστω υπό το πρίσμα της ευρύτερης γεωγραφικής αγοράς που προκρίνει, η εναγόμενη ενδέχεται να έχει δεσπόζουσα θέση.
β) Η ανωτέρω όμως περαιτέρω εξέταση φαίνεται σκοπίμως να παραλείπεται από το Δικαστήριο, καθώς το τελευταίο επιχειρεί να εξετάσει και επί της ουσίας κατά πόσο η στηλιτευόμενη από την ενάγουσα συμπεριφορά της εναγόμενης – υπό την παραδοχή ότι έστω η τελευταία κατείχε δεσπόζουσα θέση – πληροί την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 2 γ) Ν 3959/2011, υπό την έκφανση της αδικαιολόγητης άρνησης πώλησης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η άρνηση πώλησης από την εναγόμενη δεν είναι μεμπτή αλλά αντιθέτως δικαιολογημένη. Η θέση αυτή κρίνεται ορθή για τους ακόλουθους λόγους:
Όπως έχει εύστοχα υποστηριχθεί, το δίκαιο ανταγωνισμού δεν έχει σκοπό να εισχωρήσει στον χώρο του αστικού δικαίου και να αναμορφώσει τις ενοχικές σχέσεις. Η γενική αρχή ότι καμία επιχείρηση – ακόμα και δεσπόζουσα – δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε σύναψη συμβατικής σχέσης παρά την θέλησή της κάμπτεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις[13]. Άλλωστε και η Επιτροπή αναφέρει στην Ανακοίνωση σχετικά με τις προτεραιότητές της κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις («Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων»)[14] ότι: «Κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής … κάθε επιχείρηση, δεσπόζουσα ή όχι, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους εμπορικούς εταίρους της και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά στοιχεία της. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι κάθε παρέμβαση βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού χρειάζεται προσοχή, ιδίως όταν η εφαρμογή του άρθρου 82 θα συνεπαγόταν την επιβολή υποχρέωσης προμήθειας στη δεσπόζουσα επιχείρηση. Η ύπαρξη μίας τέτοιας υποχρέωσης, ακόμη και όταν πρόκειται για δίκαιη αμοιβή, ενδέχεται να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν και να καινοτομήσουν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να ζημιώσει ενδεχομένως τους καταναλωτές.» (παρ. 75).
Η δεσπόζουσα επιχείρηση, συνεπώς, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποχρεώνεται να αναπροσαρμόζει την εμπορική της πολιτική μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την συγκεκριμένη ανάγκη άλλης επιχείρησης. Το γεγονός της έντονης ζήτησης ορισμένων αγαθών ή υπηρεσιών δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε υποχρέωση έναρξης συναλλακτικών σχέσεων με τρίτους, καθώς έτσι θα καταλυόταν η «αρνητική συναλλακτική ελευθερία» και η ίδια η «αρνητική ελευθερία ανταγωνισμού»[15].
Με γνώμονα τα ανωτέρω η Επιτροπή αναφέρει στην Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων ότι η άρνηση προμήθειας εξετάζεται ως προτεραιότητα μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) η άρνηση να αφορά σε υπηρεσία, που αντικειμενικά χρειάζεται μια επιχείρηση (essential facility) για να ασκήσει αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην αγορά επόμενου σταδίου, β) η άρνηση να ενδέχεται να οδηγήσει σε εξάλειψη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε αυτήν την αγορά και γ) η άρνηση να ενδέχεται να αποβεί σε ζημία των καταναλωτών.
Σύμφωνα με την Ανακοίνωση Προτεραιτοτήτων, το γεγονός ότι ενδεχομένως μια εισροή/υπηρεσία είναι ενδεχομένως αναγκαία με την έννοια υπό α) ανωτέρω, αποτελεί μεν απαραίτητη αλλά όχι επαρκή συνθήκη για την κάλυψη της προϋπόθεσης εξάλειψης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού υπό β). Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικού υλικού αναφορικά με το πιθανό αποτέλεσμα της ενδεχόμενης άρνησης προμήθειας στο επίπεδο της αγοράς επόμενου σταδίου.
Στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η εναγόμενη δεν δραστηριοποιείται η ίδια στην αγορά επόμενου σταδίου (downstream market). Συνεπώς, αν ακόμα υποθετικώς θεωρηθεί η πλατφόρμα FCRS (ηλεκτρονική πλατφόρμα έκδοσης και πώλησης ακτοπλοϊκών εισιτηρίων) ως ένα essential facility, και με δεδομένο ότι η εναγόμενη στην επίμαχη υπόθεση δεν δραστηριοποιείται στην αγορά των πρακτορείων γενικού τουρισμού/τουριστικών πρακτορείων, όπως η ενάγουσα, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η εναγόμενη κάνει χρήση ενός essential facility και παράλληλα αποκλείει τον ενάγοντα από την χρήση του. Άλλωστε η διευρυμένη χρήση της εφαρμογής του δόγματος για το essential facility και σε περιπτώσεις που η ελεγχόμενη επιχείρηση δεν δραστηριοποιείται και downstream συναντάται κατά κύριο λόγο ως επί τω πλείστον σε υποθέσεις αδειοδότησης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Με την υποτιθέμενη άρνηση προμήθειας η εναγόμενη ως δεσπόζουσα επιχείρηση δεν μονοπωλεί επ’ ωφελεία της την παράγωγη αγορά, αποκλείοντας παράλληλα οποιονδήποτε έτερο παίκτη, ενώ επιπλέον, η δραστηριοποίηση ενός ακόμη πράκτορα (της ενάγουσας), δηλαδή η είσοδος ενός ακόμα συνεργάτη στη σχετική αγορά, δεν θα όξυνε (εν. επ’ ωφελεία των καταναλωτών) τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό με δεδομένο ότι οι τιμές δεν διαμορφώνονται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, αλλά είναι συγκεκριμένες, και ο εκάστοτε πράκτορας δικαιούται απλά και μόνον προμήθεια επί της τιμής του καθαρού ναύλου, ως αναφέρει και η σχολιαζόμενη Απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο μετακύλισης μέρους της προμήθειας αυτής από κάποιον πράκτορα, ο οποίος θα ήθελε να είναι περισσότερο ελκυστικός σε σχέση με τους λοιπούς ανταγωνιστές του, στους καταναλωτές, είναι στην πραγματικότητα μάλλον απομακρυσμένο.
Περαιτέρω, οι καταναλωτές γενικώς δύνανται να πληγούν λόγω του περιορισμού τόσο της παραγωγής όσο και της διάθεσης ενός προϊόντος ή υπηρεσίας. Ακόμα και σε αποφάσεις, όπου το στοιχείο της ζημίας στους καταναλωτές υποβαθμίζεται και αντ’ αυτού δίνεται βάρος στην ενδεχόμενη αλλοίωση της δομής μιας αγοράς λειτουργούσας υπό όρους αποτελεσματικού ανταγωνισμού, το κρίνον Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήγει στην διαπίστωση πρόκλησης – έστω εμμέσως – ζημίας στους καταναλωτές, η ευημερία άλλωστε των οποίων είναι και ο σκοπός του δικαίου της προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού (και όχι η ευημερία των ανταγωνιστών σε μια σχετική αγορά). Εν προκειμένω, στην επίμαχη υπόθεση, ουδεμία αλλοίωση της δομής της σχετικής αγοράς δύναται να εντοπιστεί. Επιπλέον, είναι απίθανο να προκληθεί ζημία στους καταναλωτές με δεδομένα ότι (α) στην Κάλυμνο δραστηριοποιούνται ήδη άλλα έξι τουριστικά γραφεία, που εκδίδουν εισιτήρια και εξυπηρετούν προφανώς τις ανάγκες και την ζήτηση των καταναλωτών και (β) η δραστηριοποίηση ενός ακόμη πράκτορα (της ενάγουσας), δεν θα όξυνε τον ανταγωνισμό με συνέπεια την μεταβολή των τιμών των εισιτηρίων επ’ ωφελεία των καταναλωτών, καθώς οι τιμές είναι προκαθορισμένες και ο εκάστοτε πράκτορας δικαιούται μόνον προμήθεια επί της τιμής του καθαρού ναύλου.
Βάσει της Ανακοίνωσης Προτεραιοτήτων, η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο της πρόκλησης ζημίας στους καταναλωτές σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις άρνησης προμήθειας, με την επιχειρούμενη στάθμιση να αφορά (παρ. 86) στο κατά πόσον «οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες της άρνησης προμήθειας στη σχετική αγορά υπερβαίνουν μακροπρόθεσμα τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε η επιβολή υποχρέωσης προμήθειας». Εν προκειμένω, οι αρνητικές συνέπειες, που θα είχε η επιβολή στην εναγόμενη υποχρέωσης προμήθειας, δηλαδή κατά κύριο λόγο η έκθεσή της σε κίνδυνο μέσω του σημαντικού πιστωτικού ανοίγματός της, καθόσον δεν θα ήταν σε αυτήν δυνατός ο έλεγχος της φερεγγυότητας της ενάγουσας κατά τη χρονική στιγμή της υποβολής του αιτήματος, προφανώς και υπερβαίνουν τις όποιες αρνητικές συνέπειες της άρνησης προμήθειας.
Επιπλέον, η άρνηση πώλησης από δεσπόζουσα επιχείρηση δεν θεωρείται δίχως άλλο καταχρηστική αλλά πρέπει πάντοτε να εξετάζεται υπό το πρίσμα του αν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη[16]. Στην υπόθεση της Διανομής τύπου ΙΙ[17], η ΕΑ έκρινε ότι η διακοπή προμήθειας περιπτέρου, που δεν πληρούσε καταφανώς ορισμένα κριτήρια ποιοτικά, όπως ενδεχομένως η ενάγουσα εν προκειμένω, ήταν δικαιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Έχει, επίσης, κριθεί ότι η δεσπόζουσα επιχείρηση έχει το δικαίωμα να προστατεύει τα εμπορικά της συμφέροντα, όταν αυτά θίγονται, και ότι πρέπει να της παρέχεται σε εύλογο βαθμό η ευχέρεια να λαμβάνει τα μέτρα, που αυτή κρίνει πρόσφορα για την προάσπισή τους[18], αρκεί να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, όταν δηλαδή η άρνηση δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο[19]. Στην επίμαχη υπόθεση φαίνεται ότι η αρχή αυτή δεν παραβιάζεται, καθώς ενδεχόμενη άρνηση συναλλαγής δεν αλλοιώνει σημαντικά (does not significantly impair)[20] τον ανταγωνισμό στην αγορά δραστηριοποίησης των τουριστικών πρακτόρων, οι οποίοι εκδίδουν εισιτήρια για τις δύο δρομολογιακές ακτοπλοϊκές γραμμές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Κάλυμνος, με δεδομένο ότι ήδη δραστηριοποιούνται μόνον στην αγορά της Καλύμνου έξι τουριστικά πρακτορεία και ένας αντιπρόσωπος-λιμενικός πράκτορας.
Περαιτέρω, εν προκειμένω φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς αντικειμενικού λόγοι, που δικαιολογούν την άρνηση της εναγόμενης να εντάξει στο δίκτυό της την ενάγουσα, λόγοι, τους οποίους και το ίδιο το Δικαστήριο αναγνώρισε στην Απόφαση. Αφενός είναι πάγια τακτική της εναγόμενης να μην συνάπτει νέες συνεργασίες κατά το χρονικό διάστημα Μαΐου-Αυγούστου κάθε έτους – δηλαδή κατά την θερινή περίοδο υψηλής κίνησης – συνεπώς ο χρόνος υποβολής του αιτήματος αυτός καθεαυτός αποτελεί αντικειμενικό λόγο, που δικαιολογεί την άρνηση της εναγόμενης, και αφετέρου η επιθυμία της τελευταίας να αποφύγει την ενδεχόμενη έκθεσή της σε κίνδυνο μέσω του σημαντικού πιστωτικού ανοίγματός της, καθόσον δεν θα ήταν σε αυτήν δυνατός ο έλεγχος της φερεγγυότητας της ενάγουσας κατά την δεδομένη χρονική στιγμή υποβολής του αιτήματος από την ενάγουσα. Παράλληλα, με την είσοδο της ενάγουσας στο υφιστάμενο δίκτυο και δεδομένης της περιορισμένης δυναμικής της εν λόγω αγοράς, η οποία ήδη εξυπηρετείται από άλλα έξι τουριστικά γραφεία τα οποία βρίσκονται στο ίδιο νησί, θα ετίθεντο σε κίνδυνο τα εμπορικά συμφέροντα και η οικονομική βιωσιμότητα των έξι υφιστάμενων συνεργαζόμενων τουριστικών γραφείων και του αντιπροσώπου-λιμενικού πράκτορα, άπαντες οι οποίοι έχουν ήδη προβεί σε σημαντικές επενδύσεις για την ένταξή τους στο δίκτυο και την παροχή των συμφωνημένων υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση της εναγόμενης να συνεργαστεί με την ενάγουσα φαίνεται δικαιολογημένα να εδράζεται επιπλέον και στο αποκλειστικό της δικαίωμα να επιλέγει τους εμπορικούς της συνεργάτες βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, που θέτει, όπως το μέγεθος, οι συνθήκες της αγοράς στον λιμένα της Καλύμνου και η καταναλωτική ζήτηση.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την Επιτροπή η διακοπή προηγούμενης προμήθειας χρήζει αυστηρότερης αντιμετώπισης από την περίπτωση άρνησης προμήθειας de novo, με την έννοια αφενός ότι ένας υφιστάμενος πελάτης μπορεί να έχει ήδη προβεί σε συγκεκριμένες επενδύσεις ειδικά για την εν λόγω συνεργασία και αφετέρου ότι μια δεσπόζουσα επιχείρηση εφόσον σε παρελθόντα χρόνο θεώρησε ως λογική επιχειρηματική επιλογή να συναλλάσσεται με συγκεκριμένο πελάτη, θα πρέπει να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι η προμήθεια δεν συνεπάγεται -οψίμως – κίνδυνο και ότι ο πελάτης λαμβάνει την δέουσα απόδοση για την αρχική επένδυση.
Στέφανος Χαρακτινιώτης, Λέκτορας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Δικηγόρος
[1]. Όπως ορίστηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του United Brands Company και United Brands Continental BV κατά Επιτροπής, υπόθ. 27/76, Ειδ. Ελλην. Έκδ. σελ. 75, σκ. 65. Βλ. επίσης ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 9.11.1983, Michelin, υπόθ. 322/81, Συλλ. 1983, 3461, σκ. 30, υπόθ. 85/76 Hoffmann-La Roche & Co. AG κατά Επιτροπής, Συλλ. 1979, 461, σκ. 38-39, υπόθ. 78/70 Deutsche Grammophon κατά Επιτροπής, Συλλ. 1971, 487, υπόθ. 6/72 Europemballage Corporation and Continental Can Company Inc κατά Επιτροπής, Συλλ. 1973, 313, υπόθ. 27/76 σκ. 65. Βλ. και Ζιάμου σε Β. Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, 2003, σελ. 716. Βλ. επίσης σχετικά ανάλυση την Απόφασης της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ) 590/2014 – Αθηναϊκή Ζυθοποιία παρ. 299-302.
[2]. Βλ. σχ. ΕΑ 520/2011 – Tasty.
[3]. Βλ. απόφαση του ΔΕΚ της 13.2.1979, υπόθ. 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, ό.π., σκ. 38 επ.
[4]. Βλ. ενδεικτικά αποφάσεις ΔΕΕ 27/76 United Brands κατά Επιτροπής Συλλ. 1978, 207, σκ. 126, ΔΕΕ 322/81 Michelin κατά Επιτροπής (Michelin I) Συλλ. 1983, 3461, σκ. 59, και ΓενΔΕΕ Τ-228/97 Irish Sugar Plc κατά Επιτροπής Συλλ. 1999, ΙΙ-2969, σκ. 102-103.
[5]. Στην απόφαση AΚΖΟ κατά Επιτροπής (ΔΕΕ 62/86 Akzo κατά Επιτροπής Συλλ. 1991 σελ. Ι-3359 σκ. 61). και σε πολλές άλλες περιπτώσεις (Βλ. απόφαση ΠΕΚ της 30.01.2007, France Télécom SA κατά Επιτροπής, υπόθ. T-340/03, Συλλ. II-107, σκ. 100 και 103 και απόφαση ΠΕΚ της 30.09.2003, Atlantic Container Line AB κ.ά. κατά Επιτροπής, συνεκδ. υποθ. T-191/98, T-212/98 έως T-214/98, σκ. 907, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12.12.1991, Τ-30/89, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλ. ΙΙ- 1439, σκ. 89, και της 6.10.1994, Τ-83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής, Συλλ. ΙΙ-755, σκ. 109), τα ενωσιακά Δικαστήρια έκριναν ότι μερίδιο αγοράς 50% ή περισσότερο συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό μερίδιο που αποτελεί καθεαυτό (ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων) απόδειξη ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης.
[6]. Βλ. ενδεικτικά ΔΕφΑθ 2265/2010 σκ. 29-30 και ΔΕφΑθ 2116/2004, σκ. 7, καθώς και αποφάσεις ΔΕΚ 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής ό.π., σκ. 41, ΠΕΚ Τ-228/97 Irish Sugar Plc κατά Επιτροπής Συλλ. 1999 σελ. ΙΙ-2969, σκ. 70, ΠΕΚ Τ-83/91 Tetra Pak κατά Επιτροπής (Tetra Pak II) Συλλ. 1994, ΙΙ-755, σκ. 109, και ΠΕΚ T-30/89 Hilti κατά Επιτροπής, Συλλ. 1991, II-1439, σκ. 91.
[7]. Βλ. απόφαση ΔΕΚ Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής ό.π., σκ. 41, απόφαση ΠΕΚ στην υπόθεση T-83/91, Tetra Pak κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκ. 109, απόφαση ΠΕΚ της 7.10.1999, Irish Sugar plc κατά Επιτροπής, υπόθ. T-228/97, Συλλ. II-02969, σκ. 71, απόφαση ΓενΔικ της 17.12. 2009 στην υπόθεση T-57/01, Solvay SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκ. 277 επ. Πρβλ. επίσης και απόφαση ΠΕΚ της 23.10.2003 στην υπόθεση T-65/98, Van den Bergh Foods Ltd κατά Επιτροπής, Συλλ. II-04653, σκ. 154 και απόφ. ΠΕΚ της 22.11.2001, Amministrazione Autonoma dei Monopoli di Stato (AAMS) κατά Επιτροπής, υπόθ. T-139/98, Συλλ. II-03413, σκ. 51.
[8]. Βλ. αντί άλλων Απόφαση ΕΑ 590/2014 παρ. 125.
[9]. Βλ. Ανακοίνωση της Ευρ. Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (97/C 372/03).
[10]. Αποφάσεις ΕΑ 210/ΙΙΙ/2002, 247/IIΙ/2003, 355/V/2007 και 371/V/2007, και 507/VI/2010.
[11]. Απόφαση ΕΑ 210/ΙΙΙ/2002.
[12]. IV/36.253 – P&O Stena Line I. παρ. 38, COMP/M.2838 – P&O/P&O Stena Line παρ 15, COMP/M.5756 – DFDS/NORFOLK παρ. 18.
[13]. Βλ. σε Α. Κομνηνό/Ι. Λιανό σε Δ. Τζουγανάτο, Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, Νομική Βιβλιοθήκη (2013), σελ. 556 (παρ. 14, 25).
[14]. «Κατευθύνσεις σχετικά με τις Προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις», 9.2.2009, Ε (2009) 864 τελικό.
[15]. Βλ. σε Α. Κομνηνό/Ι. Λιανό σε Δ. Τζουγανάτο, ό.π., σελ. 557 (παρ. 14, 27).
[16]. Βλ. σε Α. Κομνηνό/Ι. Λιανό σε Δ. Τζουγανάτο, ό.π., σελ. 571 (παρ. 14, 58).
[17]. Απόφαση ΕΑ 519/VI/2011, par. 119.
[18]. C-468/06 – C-478/06, Σ. Λέλος και Σία EE και λοιποί κατά GlaxoSmithKline ΑΕΒΕ Φαρμακευτικών Προϊόντων, πρώην Glaxowellcome ΑΕΒΕ, σκ. 50.
[19]. 27/76, United Brands Company και United Brands Continentaal BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκ. 189-191.
[20]. Bellamy & Child, European Community Law of Competition, 7η έκδοση, 2013, παρ. 10.129.
Πηγή:
ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ
Τεύχος 4/2018, Απρίλιος 2018
Νομοθεσία, Μελέτες και Νομολογία εμπορικού, οικονομικού, αστικού οικονομικού, εργατικού και φορολογικού δικαίου