ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΝΟΜΟΛΟΓΙΑΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΗ ανακριτική διαδικασία στα εγκλήματα διαφθοράς – Όρια επέμβασης στα δικαιώματα του ατόμου υπό το φως της ΕΣΔΑ – Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα, Καθηγητή Νομικής ΔΠΘ, Δικηγόρου

17 Φεβρουαρίου 20170

Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα, Καθηγητή Νομικής ΔΠΘ, Δικηγόρου

Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η ανακριτική διαδικασία στα εγκλήματα διαφθοράς. Συγκεκριμένα, αφενός αναλύεται η συστηματική ένταξη των δικονομικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, αφετέρου γίνεται μια πρώτη αποτίμηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Ο συγγραφέας καταλήγει στο ότι οι δικονομικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της διαφθοράς οφείλουν να συνθέτουν ένα σύστημα κανόνων που να επιτρέπει την υλοποίηση των νομοθετικών στοχεύσεων, λαμβάνοντας συνάμα υπόψη τις απαιτήσεις σεβασμού των αξιακών δομών της ποινικής δίκης.

In this paper the author examines the inquiry procedure in the crimes of corruption. Precisely he analyzes the inclusion of these procedures in the fight against corruption and he evaluates this legal frame under the ECHR jurisprudence.

Ι. Εισαγωγικές σκέψεις

Αναμφίβολο είναι ότι για να εξασφαλισθεί στην πράξη η αποτελεσματική ανακριτική διερεύνηση των πράξεων διαφθοράς απαιτείται η διαμόρφωση μιας γενικότερης νομοθετικής κατάστρωσης, η οποία υπακούοντας στις σύνθετες αναγκαιότητες της ελληνικής και διεθνούς ποινικής καταστολής θα προωθεί σε δικαιοκρατικό επίπεδο ισόρροπα τις αξιώσεις της αποτελεσματικής προστασίας τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος. Η πρακτική εναρμόνιση των εν λόγω αξιώσεων προωθεί συνάμα τη δικαιότητα της διαδικασίας, αποτρέποντας ασυμβατότητες με τα αξιακά στοιχεία μιας προβλέψιμης και ελέγξιμης ποινικής δίκης.

ΙΙ. Η συστηματική ένταξη των δικονομικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της διαφθοράς

Η ένταξη των σχετικών δικονομικών ρυθμίσεων αντιμετώπισης της εμφανιζόμενης στον δημόσιο τομέα διαφθοράς στο ισχύον ποινικό δικονομικό σύστημα καταφάσκεται μεν απρόσκοπτα από άποψη δικαιοπολιτικής αναγκαιότητας [1] , θέτει επιτακτικά ωστόσο ζητήματα εναρμόνισής της σε δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις: Αφενός στην κατεύθυνση διεύρυνσης της ήδη εν εξελίξει ευρισκόμενης μετάλλαξης του παραδοσιακού κατασταλτικού δικονομικού συστήματος και αφετέρου στην κατεύθυνση ουσιαστικής εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων που εντάσσονται αποσπασματικά σ ένα βραδέως λειτουργούν δικαιικό σύστημα.

1. Η διεύρυνση της μετάλλαξης του κατασταλτικού δικονομικού συστήματος

Αναντίρρητη είναι η διαπίστωση ότι ο κατασταλτικός προσανατολισμός του δικονομικού συστήματος νοθεύτηκε αρχικά με τη θέσπιση των πρώτων προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. της προληπτικής προσωρινής κράτησης [2] , αλλοιώθηκε αποφασιστικότερα με την πρόβλεψη των λεγόμενων ειδικών ανακριτικών πράξεων του άρθρου 253Α ΚΠΔ [3] και συνεχίζει να μεταλλάσσεται με την κύρωση των αυξανόμενων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδηγιών [4] .

Υπό αυτό το πρίσμα η επελθούσα με τον Ν 4254/2014 διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ειδικών ανακριτικών πράξεων της συγκαλυμμένης έρευνας, της άρσης του απορρήτου, της καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και της συσχέτισης ή συνδυασμού προσωπικών δεδομένων και επί εγκλημάτων διαφθοράς (άρθρο 253Β ΚΠΔ) καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία την ανάπτυξη προτάσεων ενίσχυσης της αξιακής δομής του συστήματος [5] , ώστε τούτο να μπορεί να λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά όσο εν ταυτώ και εγγυητικά υπό δικαιοκρατικό πρίσμα κατά την έννοια της ΕΣΔΑ.

Στα σημεία αιχμής στην κατεύθυνση αυτή συγκαταλέγεται άνευ ετέρου η αντιμετώπιση του ζητήματος της απόκτησης και αξιοποίησης μυστικού (ήτοι μη γνωστοποιούμενου και μη δημόσια ελεγχόμενου) αποδεικτικού υλικού. Στο βαθμό που η απόκρυψη αξιοποιούμενου αποδεικτικού υλικού οδηγεί ευθέως σε μυστική χωρίς δημόσιο έλεγχο απονομή της δικαιοσύνης, δεν πρέπει να καταλείπονται αμφιβολίες ούτε σε σχέση με την επερχόμενη προσβολή της δίκαιης δίκης ούτε συνακόλουθα σε σχέση με τη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού στη δικαστική εξουσία. Κατά τούτο, δεν μπορεί να επικροτηθεί η συστολή που επιδεικνύει το ΕΔΔΑ σε αντίστοιχες περιπτώσεις «κάλυψης» μυστικών αποδείξεων [6] .

2. Η αποσπασματικά προωθούμενη αποτελεσματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων

Η στόχευση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των πράξεων διαφθοράς θέτει, ομοίως, μια σειρά γενικότερων ερωτημάτων σε σχέση αφενός με τη δυνατότητα δικαιολόγησης μιας ιδιαίτερης δικονομικής μεταχείρισης και πρόταξης των πράξεων αυτών, αφετέρου με τη δυνατότητα υπέρβασης των παθογενειών του δικονομικού συστήματος μέσω της θέσπισης ειδικών διατάξεων επιτάχυνσης της διαδικασίας εκδίκασης συγκεκριμένων εγκλημάτων.

Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, εύστοχα επισημαίνεται ότι «ο ποινικός μηχανισμός μπορεί βέβαια να θέτει ιεραρχήσεις και ειδικές ρυθμίσεις με αναφορά σε συγκεκριμένη ύλη …», αρκεί βέβαια τούτο να μην «ασκεί έμμεσες και άμεσες πιέσεις στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας» [7] . Αυτή η διαπιστωτική κρίση στρέφει εύλογα το ενδιαφέρον στο κεντρικότερο ερώτημα, αν και κατά πόσο στο πλαίσιο ενός παραδοσιακά δομημένου δικονομικού συστήματος μπορεί να αναπτυχθεί μια διαφορετικής επιτάχυνσης ποινική δικαιοσύνη για την εκδίκαση συγκεκριμένων εγκλημάτων που θα λειτουργεί ανεπηρέαστη από τις όποιες παθογένειές του και με τίμημα τη συρρίκνωση συγκεκριμένων θεσμικών εγγυήσεων θα εξασφαλίζει την ταχύτερη εκδίκαση της επιλεγόμενης δικαστικής ύλης. Η απάντηση έρχεται εν προκειμένω από την εμπειρική πραγματικότητα προηγούμενων νομοθετικών επεμβάσεων, οι οποίες αποδεικνύουν ότι τέτοιες μεμονωμένες προσπάθειες ούτε την ταχεία κινητοποίηση του δικονομικού μηχανισμού στους επιλεγμένους τομείς επιτυγχάνουν ούτε τα δομικά προβλήματα δυσλειτουργίας του δικονομικού συστήματος κατορθώνουν να υπερβούν [8] .

Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται σαφές ότι, χωρίς την προώθηση συνολικών λύσεων, η καταπολέμηση της διαφθοράς με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο θα εμφανίζεται να υπακούει σε αναγκαιότητες και σκοπιμότητες που υπερβαίνουν το ίδιο το κρατούν σύστημα. Ευλόγως άλλωστε, αφού λ.χ. η πρόταξη διερεύνησης των πράξεων διαφθοράς θα παραμένει πρόταξη περιορισμένης αποτελεσματικότητας, αν δεν συνοδεύεται από την πρόβλεψη και ενίσχυση ανάλογου διερευνητικού ειδικού μηχανισμού, από αναδιοργάνωση της ποινικής διαδικασίας, αλλά και από εμπέδωση εναλλακτικών μορφών απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Ως ελάχιστος κοινός τόπος πρέπει να προταχθεί, άλλωστε, η διαπίστωση ότι το πρόβλημα της διαφθοράς δεν αντιμετωπίζεται με τη μεμονωμένη ενίσχυση και αυστηροποίηση της ποινικής καταστολής, αλλά προσαπαιτεί επεμβάσεις σε εμπεδωμένους τομείς κοινωνικής συμπεριφοράς, σε πολιτικές πρακτικές και σε νοοτροπίες οικονομικής ανάπτυξης, απαιτεί δηλαδή συνεκτικό σχέδιο εμπέδωσης της εμπιστοσύνης κράτους και πολιτών.

IIΙ. Μια πρώτη αποτίμηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου υπό το φως
της νομολογίας του ΕΔΔΑ

1. To ισχύον νομικό πλαίσιο και η εναρμόνισή του με τις αξιώσεις του ΕΔΔΑ

Συμπληρώνοντας τις μέχρι τότε διάσπαρτες ποινικές διατάξεις, ο Έλληνας νομοθέτης προέβλεψε συμπληρωματικά με τον Ν 3849/2010 στο άρθρο 35 ΚΠΔ ότι στα εγκλήματα διαφθοράς που τελούνται από υπαλλήλους με δόλο και συναρτώνται με σκοπό οφέλους «η διεξαγωγή της ανάκρισης και η εισαγωγή στο ακροατήριο γίνεται κατ απόλυτη προτεραιότητα».

Θεσπίζοντας περαιτέρω τον Ν 4022/2011 [9] προσδιόρισε σαφώς τον κατάλογο των πράξεων [10] που ανακρίνονται και δικάζονται κατά προτεραιότητα με αναφορά στα υποκείμενα τέλεσής τους, κατάλογος που διευρύνθηκε ως μη όφειλε στη συνέχεια με τον Ν 4139/2013, εντάσσοντας στα υποκείμενα τέλεσης υπουργούς, υφυπουργούς, γενικούς και ειδικούς γραμματείς Υπουργείων, διοικητές, προέδρους ΔΣ ή διευθύνοντες ή εντεταλμένους συμβούλους συγκεκριμένων Νομικών Προσώπων δημοσίου συμφέροντος, αλλά και τους υπαλλήλους κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α΄ και 263Α ΠΚ.

Με το άρθρο 76 του Ν 4139/2013 εισήχθη, άλλωστε, και ο θεσμός του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, με τη λειτουργική αρμοδιότητα να προΐσταται των ερευνών διαλεύκανσης των οικείων εγκλημάτων και να επιλαμβάνεται των σχετικών υποθέσεων κατ αποκλειστική απασχόληση, παραγγέλλοντας κατ εφαρμογή του άρθρου 43 ΚΠΔ την άσκηση ποινικής δίωξης και βεβαίως προηγουμένως κατά την κρίση του [11] τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης.

Ειδικές ρυθμίσεις εισήχθηκαν με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν 4022/2011 και για την ανάκριση των εγκλημάτων διαφθοράς, η οποία προβλέπεται ότι ενεργείται κατ απόλυτη προτεραιότητα από πρόεδρο πρωτοδικών ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις από πρωτοδίκη που ορίζεται ειδικά γι αυτή και ολοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών. Σε δυσχερείς υποθέσεις, μάλιστα, προβλέπεται επιπρόσθετα η δυνατότητα ορισμού ενός ή δύο επιπλέον ανακριτών και ενός εισαγγελέα πρωτοδικών.

Όπως διαλαμβάνεται, εξάλλου, ειδικότερα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου, οι παραπάνω δικαστικοί λειτουργοί υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό γραμματέων και ειδικών επιστημόνων ή πραγματογνωμόνων, ενώ επιπρόσθετα επικουρούνται κατά τη διερεύνηση των υποθέσεων και από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, από τον Οικονομικό Εισαγγελέα, αλλά και από κάθε άλλη δημόσια Αρχή που είναι σε θέση να παρέχει στοιχεία που ζητούνται και κάθε άλλη συνδρομή. Κατά τη συλλογή αποδεικτικών ή εξασφαλιστικών στοιχείων, μάλιστα, ο ανακριτής και ο εισαγγελέας διαφθοράς έχουν σύμφωνα με την παρ. 5 του ως άνω άρθρου 2 πρόσβαση αφενός σε κάθε σχετικό πραγματικό ακόμα και απόρρητο στοιχείο, δυνάμενοι με διάταξή τους να άρουν το φορολογικό, τραπεζικό, χρηματιστηριακό ή κάθε άλλου είδους απόρρητο [12] και αφετέρου σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η επεμβατική τους δράση [13] διευρύνεται έτι περαιτέρω στην παρ. 6 του ιδίου άρθρου που παρέχει τη δυνατότητα στον ανακριτή, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ερευνώμενου εγκλήματος [14] . Παραλλήλως, βέβαια, και ορθώς δίνεται στην ίδια παράγραφο η δυνατότητα να εξαιρεθούν από τη δέσμευση λογαριασμοί και ποσά, τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης του κατηγορουμένου και της οικογένειάς του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων. Εξίσου ορθώς, υπό δικαιοκρατικό πρίσμα, χορηγούνται νομοθετικά ένδικα βοηθήματα στον κατηγορούμενο και τον τρίτο που θίγεται από τη δέσμευση και δη αφενός η αίτηση στο δικαστικό συμβούλιο για την άρση της οικείας διάταξης του ανακριτή και αφετέρου η αίτηση ανάκλησης της επίμαχης διάταξης λόγω εμφάνισης νέων στοιχείων.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το νεότευκτο άρθρο 65 του Ν 4356/2015, επί πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, υπαγόμενων στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, «δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 5 εδ. α΄ του Ν 4022/2011. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία» [15] . Η διά της θεματικής αυτής διάταξης εκ των υστέρων επιδιωκόμενη «νομιμοποίηση» παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων που κρίνονται ως χρήσιμα για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι πολλαπλώς προβληματική στο βαθμό που παραβιάζει ευθέως την υπέρτερης ισχύος διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 Συντ. [16] , αλλά και την αρχή του κράτους δικαίου που αποτρέπει την πρόταξη του αξιώματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Τέλος, στα εγκλήματα αυτής της κατηγορίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 του Ν 4022/2011, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμα [17] , εντός συντομότερων προθεσμιών αφενός ως προς τον εισαγγελέα, ο οποίος πρέπει σε ένα μήνα να υποβάλλει πρόταση και αφετέρου ως προς το συμβούλιο, το οποίο πρέπει να αποφανθεί αμετακλήτως [18] επίσης σε ένα μήνα [19] , ακόμα κι αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν 1608/1950 [20] , εκδίδοντας είτε απαλλακτικό είτε παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν για αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης, ακόμη και στην περίπτωση που από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνεται ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 έγκλημα [21] .

Κρινόμενο υπό το φως των διατάξεων της ΕΣΔΑ το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο οφείλει να θεωρηθεί καταρχάς ότι εναρμονίζεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αξιακή δομή της ΕΣΔΑ, στο βαθμό που η ανάθεση των συγκεκριμένων λειτουργικών αρμοδιοτήτων γίνεται σε δικαστικά πρόσωπα και η διαδικασία εξακρίβωσης των πράξεων, αλλά και παραπομπής στο ακροατήριο πληροί τις τυπικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης. Στο πλαίσιο αυτής της μορφής ελέγχου συμμόρφωσης ή μη των συμβαλλόμενων κρατών προς τις θεμελιώδεις επιταγές της Σύμβασης, το ΕΔΔΑ αφήνει, άλλωστε, πάντοτε στον εθνικό νομοθέτη το απαραίτητο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) ως προς την επιλογή των ειδικότερων ρυθμίσεων του νομικού πλαισίου, αρκεί αυτές να ικανοποιούν συνολικά τις αξιώσεις δίκαιης διαδικασίας [22] .

2. Η ανάγκη μερικής σχετικοποίησης
της αρχής της νομιμότητας κατά τη δίωξη των εγκλημάτων

Ανάγοντας κανείς, κατά την αντιμετώπιση της ειδικής δικαστικής ύλης των εγκλημάτων διαφθοράς, τα μεγέθη της «αποτελεσματικότητας» και της «επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας» σε σημαίνοντα στοιχεία της ποινικής δίκης, οφείλει να εξετάσει υπό προϋποθέσεις και τις προτάσεις αφενός της πρόβλεψης υφ όρους αποχής από την ποινική δίωξη και αφετέρου της θέσπισης «ποινικής διαπραγμάτευσης» (plea bargaining), αρκεί στην τελευταία περίπτωση να εξασφαλισθεί σε νομοτεχνικό επίπεδο η υπέρβαση μιας σειράς αξονικών επιφυλάξεων. Τέτοιες επιφυλάξεις συνοδεύουν αφενός τη συμβατότητα του θεσμού της «ποινικής διαπραγμάτευσης» με τις αρχές του ισχύοντος δικονομικού συστήματος και αφετέρου το πεδίο εφαρμογής του θεσμού, τα πρόσωπα της διαπραγμάτευσης, την πρωτοβουλία για τη διαπραγμάτευση, το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, την ύπαρξη ή μη προηγούμενης ομολογίας ενοχής, τη δυνατότητα απόρριψης της διαπραγμάτευσης εκ μέρους του δικαστηρίου, αλλά και τη δυνατότητα άσκησης αναίρεσης [23] .

Μια τέτοια ρύθμιση προωθεί το υπό κυοφορία ΣχΚΠΔ, λαμβάνοντας μέριμνα για την κατά το δυνατόν απρόσκοπτη νομιμοποίηση και ένταξή του στο ισχύον σύστημα. Η αναγκαιότητα συνολικής και σαφούς νομοθετικής επέμβασης στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι πρόδηλη, άλλωστε, ενόψει του υφιστάμενου προβληματικού πεδίου αποσπασματικών ρυθμίσεων ποινικής συνδιαλλαγής, όπως λ.χ. αυτής του άρθρου 2 του Ν 4312/2014 που κατακρίνεται ευλόγως [24] για έλλειψη δογματικής συνέπειας και συνοχής και για παραβίαση των αρχών αφενός της αναλογικότητας και αφετέρου της διάκρισης των εξουσιών στην ποινική δίκη [25] .

Αντίστοιχη πρόβλεψη προωθείται στο ΣχΚΠΔ και για τον θεσμό της αποχής υπό όρους [26] ύστερα από εντελή ικανοποίηση στις περιπτώσεις των κακουργημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις: α) του Ποινικού Κώδικα, τα οποία χωρίς βία ή απειλή, στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, καθώς και των άρθρων 256 και 258 του Ποινικού Κώδικα, ανεξάρτητα της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του Ν 1608/1950, β) του Ν 2803/2000, γ) του Ν 2960/2001, δ) του Ν 3691/2008και ε) του Ν 4174/2013. Η αποχή από την ποινική δίωξη διατάσσεται εν προκειμένω με αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που συνοδεύεται από σύμφωνη γνώμη του δικαστή προδικασίας υπό τον όρο ότι ο υπαίτιος δεν θα τελέσει ομοειδές κακούργημα ή πλημμέλημα εντός τριετίας από την έκδοση της παραπάνω πράξης. Σε περίπτωση παραβίασης του όρου αυτού, η ποινική δίωξη για την οποία αποφασίστηκε η υφ όρον αποχή κινείται μόλις η καταδίκη για το έγκλημα που τελέστηκε εντός της τριετίας καταστεί αμετάκλητη. το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση μπορεί να επιβάλει στην περίπτωση αυτή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών. Εάν δεν τελεστεί ομοειδής αξιόποινη πράξη εντός της παραπάνω τριετίας, η αποχή από την ποινική δίωξη καθίσταται οριστική.

3. Η ανάγκη ποιοτικής αναβάθμισης των προδικαστικών ερευνών

Ως κυρίαρχη προτεραιότητα στον χώρο των εν λόγω ερευνών, που θα προωθήσει την αναβάθμιση της ποιότητάς τους, αναδύεται ο έλεγχος της διαδικασίας συλλογής του προανακριτικού υλικού και συνακόλουθα η διαχείρισή του και η περαιτέρω αξιοποίησή του σε άλλες διαδικασίες.

Κατά τούτο, η προβλεπόμενη στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2 του Ν 4022/2011 διεύρυνση των φορέων συνεπικουρίας κατά την απόκτηση και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού (όπως λ.χ. με την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, τον Οικονομικό Εισαγγελέα, τους ειδικούς επιστήμονες ή πραγματογνώμονες) οφείλει να επεκταθεί και στη «σύσταση υπηρεσιακών μονάδων ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίες θα εποπτεύονται από τον εκάστοτε τοπικά αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών (στο πρότυπο του Γραφείου Ειδικών Εμπειρογνωμόνων του Ν 4022/2011, του ΣΔΟΕ και της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.) και θα συνεργάζονται με τις διοικητικές ελεγκτικές αρχές» [27] .

Στην ίδια κατεύθυνση οφείλει να θεσπισθεί και η αναβάθμιση της επιστημονικής και ηθικής ποιότητας των οριζόμενων πραγματογνωμόνων και παράλληλα να αντιμετωπισθούν αφενός το πρόβλημα της καθυστέρησης παράδοσης των σχετικών γνωμοδοτήσεών τους [28] και αφετέρου το πρόβλημα του έγκαιρου διορισμού τεχνικών συμβούλων, ώστε να εξασφαλίζεται παράλληλα με την ισότητα δυνατοτήτων και η ελεγξιμότητα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης [29] .

4. Η ανάγκη περαιτέρω οριοθέτησης
του ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων προσώπων

Για την ορθότερη ανάλυση των ρυθμίσεων αυτής της κατηγορίας οφείλει να συσχετισθεί η υπ αριθ. 2014/42/ΕΕ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση [30] .

Ως προτάσεις συμπλήρωσης του υφιστάμενου ελληνικού νομικού πλαισίου εγγράφονται εν προκειμένω τόσο η αναγκαιότητα κατάρτισης ειδικού λογισμικού που θα επιτρέπει την ομοιόμορφη ηλεκτρονική αποστολή των στοιχείων από όλες τις τραπεζικές εταιρείες και ιδίως την εύκολη επεξεργασία τους, όσο και η αναγκαιότητα σύστασης και λειτουργίας στους κόλπους κάθε εφετειακής εισαγγελίας Ειδικού Τμήματος Διερεύνησης της Περιουσιακής Κατάστασης και Ανάκτησης των Εγκληματικών Εσόδων [31] , ώστε η όλη διαδικασία να καταστεί όχι μόνον πιο αποτελεσματική αλλά και πιο ελέγξιμη.

Στην ίδια κατεύθυνση είναι ιδιαιτέρως πρόσφορη και από άποψη πρακτικής αρμονίας ευχερώς προωθήσιμη η προτεινόμενη λύση για τον επιμερισμό της αρμοδιότητας της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στις επιμέρους διαδικαστικές φάσεις της προδικασίας. Κατ εφαρμογή αυτής της ρυθμισθεισόμενης στον ΚΠΔ λύσης [32] , η εν λόγω δέσμευση πρέπει να επιτρέπεται: (i) Στο μεν πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης να διατάσσεται από τον εισαγγελέα, να παρατείνεται από το δικαστικό συμβούλιο και να αμφισβητείται με δυνατότητα έφεσης και αίτησης ανάκλησης από τον ενδιαφερόμενο, (ii) στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης να διατάσσεται από τον ανακριτή με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση και να παρέχεται δυνατότητα προσφυγής και αίτησης ανάκλησης στον ενδιαφερόμενο, ενώ (iii) σε πρωιμότερες φάσεις συνδρομής υπονοιών διακίνησης ή απόκρυψης «βρόμικου χρήματος» να διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής του Ν 3691/2008 για περιορισμένη χρονικά περίοδο δύο μηνών, να παρέχεται δυνατότητα διατήρησής της με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών στο πλαίσιο της ακολουθούσας προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά και δυνατότητα έφεσης και αίτησης ανάκλησης από τον ενδιαφερόμενο [33] . Προφανές είναι, άλλωστε, ότι η συγκεκριμένη διάταξη καθίσταται δικαιοκρατικά ανεκτή μόνον λόγω της εξαιρετικότητάς της, στοιχείο που καθιστά αναγκαία την ειδική αιτιολόγηση της επέμβασης αυτής με την παράθεση στοιχείων θεμελίωσης του άμεσου κινδύνου μη περαιτέρω προσβασιμότητας στην ύποπτη περιουσία [34] .

Περαιτέρω, μολονότι στο υφιστάμενο πλαίσιο προβλέπεται η δυνατότητα του κατηγορουμένου ή του τρίτου να ζητήσει την άρση της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 2 παρ. 6 εδ. 7 Ν 4022/2011), πρόβλεψη που πληροί την αξίωση δίκαιης δίκης κατά το ΕΔΔΑ [35] , προβάλλει ως εύλογη υπό δικαιοκρατικό πρίσμα η θέσπιση προϋπόθεσης απόφανσης (επικύρωσης ή άρσης ή το πρώτον επιβολής) από το δικαστικό συμβούλιο στο σύνολο των ως άνω περιπτώσεων, κατά το πρότυπο της προσωρινής κράτησης [36] . Στην κατεύθυνση αυτή οφείλει να εξετασθεί και η δυνατότητα αυτοδίκαιης άρσης της δέσμευσης στις περιπτώσεις μη έγκαιρης έκδοσης οριστικής απόφασης, δυνατότητα που ερείδεται και στο άρθρο 8 παρ. 1 της υπ αριθ. 2014/42/ΕΕ σχετικής με το θέμα Οδηγίας. Ως εξίσου αναγκαία κρίνεται, ωστόσο, και η πρόταση ειδικής πρόβλεψης για την υποχρέωση του κράτους σε πλήρη αποζημίωση του υπόπτου, κατηγορουμένου ή τρίτου σε περίπτωση απαλλαγής του ή κρίσης του αρμόδιου δικαστηρίου περί μη δήμευσης ή αποστέρησης της περιουσίας [37] .

Περαιτέρω, μόλις χρειάζεται να επισημανθούν ορισμένες κρίσιμες για τον δικαιοκρατικό χαρακτήρα των προτεινόμενων ή υφισταμένων ρυθμίσεων απαιτήσεις. Έτσι, για παράδειγμα, είναι αυτονόητο ότι οι προϋποτιθέμενες για τη διερεύνηση της περιουσιακής κατάστασης ενδείξεις απαιτείται ως ελάχιστος όρος δικονομικής εναρμόνισης με το σύστημα υπονοιών και τις διέπουσες αυτό αρχές της αναλογικότητας και του προσήκοντος βαθμού ισχύος των ενδείξεων να κρίνονται ως βάσιμες. Τούτο σημαίνει ότι δεν αρκεί να πιθανολογείται αόριστα ότι υφίστανται περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, αφού για την κατάφαση της βασιμότητας των ενδείξεων αξιώνεται υπό το φως των ως άνω αρχών (i) οι ενδείξεις να είναι λογικά και επαρκώς συγκεκριμενοποιημένες, και (ii) να αναδεικνύεται η διασύνδεσή τους με το έγκλημα [38] .

5. Η ανάγκη δικαιοκρατικής ενίσχυσης της χρήσης ειδικών ανακριτικών πράξεων

Ήδη αφετηριακά διαπιστώθηκε ότι η επελθούσα με τον Ν 4254/2014 διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ειδικών (μυστικών προληπτικών) ανακριτικών πράξεων της συγκαλυμμένης έρευνας, της άρσης του απορρήτου, της καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και της συσχέτισης προσωπικών δεδομένων και επί εγκλημάτων διαφθοράς (άρθρο 253Β ΚΠΔ) καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία την ανάπτυξη προτάσεων ενίσχυσης της αξιακής δομής του συστήματος, ώστε τούτο να μπορεί να λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά όσο εν ταυτώ και εγγυητικά υπό δικαιοκρατικό πρίσμα.

Στην κατεύθυνση αυτή αξίζει να προωθηθούν νομοθετικά οι εξής προτάσεις που απηχούν θεμελιωμένες αξιακές κατευθύνσεις που προώθησε το ΕΔΔΑ σε αντίστοιχα πεδία επεμβάσεων:

(i) Η πρόταση πρόβλεψης διορισμού ενός αυτεπάγγελτα διοριζόμενου συνηγόρου υπεράσπισης του θιγόμενου προσώπου στη διαδικασία διεξαγωγής της ανακριτικής διείσδυσης ή συγκαλυμμένης έρευνας [39] .

(ii) Η θεσμοθέτηση αληθινής-πραγματικής (: και όχι τυπικής) αιτιολόγησης των προϋποθέσεων για τη διενέργεια των σχετικών ανακριτικών πράξεων [40] .

(iii) Η πρόταση θέσπισης υποχρέωσης τήρησης αξιόπιστων πρακτικών για τις ενέργειες των συγκεκαλυμμένα δρώντων με τη χρήση σύγχρονων μέσων (βιντεοσκόπηση και μαγνητοφώνηση), έτσι ώστε να ελέγχεται ο τρόπος δράσης των τελευταίων κατά τη διενέργεια των συγκεκριμένων ειδικών ανακριτικών πράξεων και να περιορίζονται οι δυνατότητες αυθαιρεσιών [41] .

(iv) Η πρόταση ρητής πρόβλεψης στις περιπτώσεις διενέργειας ανακριτικής διείσδυσης και συγκαλυμμένης έρευνας που να απαγορεύει τη διενέργεια μυστικής εξέτασης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου αλλά και την αξιοποίησή της, έτσι ώστε να μην καταλύεται το δικαίωμα της σιωπής και το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησής του [42] .

(v) Η πρόταση ρητής θέσπισης ορίων στη διεξαγωγή μυστικών ανακριτικών πράξεων, όπως π.χ. της άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών ή της ανακριτικής διείσδυσης και της συγκαλυμμένης έρευνας, έτσι ώστε να μην καταλύονται έμμεσα δικαιώματα επαγγελματικού απορρήτου, όπως π.χ. του γιατρού ή του συνηγόρου [43] και κυρίως να μην ακυρώνεται εμμέσως η άσκηση των υπερασπιστικών καθηκόντων εκ μέρους του επιλεγέντος συνηγόρου.

(vi) Η θεσμοθέτηση μέτρων αποκατάστασης ή μεταγενέστερης εξισορρόπησης της μυστικότητας της διαδικασίας, προκειμένου να αποκατασταθεί η αρχή της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου και τα δικαιώματα άλλων θιγόμενων προσώπων. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την τήρηση πρωτοκόλλων σχετικών με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης, ώστε να καθίσταται δυνατή η πληροφόρηση των εμπλεκομένων [44] .

(vii) Η προσθήκη στη ρύθμιση του άρθρου 253Β ΚΠΔ διάταξης αντίστοιχης μ εκείνη της παρ. 4 εδ. α΄ του άρθρου 253Α ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτήθηκε κατά τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τους λόγους που όρισε το δικαστικό συμβούλιο.

(viii) Τέλος, ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ, που απαιτεί για τη νομιμοποίηση της συγκαλυμμένης έρευνας ως ανακριτικής πράξης την πρωτοβουλία για την τέλεση της αξιόποινης πράξης να την έχει ο δράστης (και όχι ο ανακριτικός υπάλληλος) [45] , κρίνεται ως απαραίτητη η αντικατάσταση της ισχύουσας διατύπωσης του άρθρου 253Β περ. α΄ ΚΠΔ (:»και διευκολύνει στην τέλεσή της τον δράστη που την έχει προαποφασίσει») με τη διατύπωση «και διευκολύνει στην τέλεσή της τον δράστη που έχει εκδηλώσει την ειλημμένη απόφασή του για την τέλεση της αξιόποινης πράξης» π.χ. του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας [46] .

6. Η ανάγκη ενίσχυσης της αποδεικτικής τεκμηρίωσης συμπεριφορών διαφθοράς
με τη λήψη μέτρων προστασίας μαρτύρων

Παρά την προσεκτική θεσμοθέτηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία των μαρτύρων σε πεδία «αδιαφανούς» εγκληματικότητας [47] , η εφαρμογή του θεσμού έχει αναδείξει μια σειρά αναγκαίων ζητημάτων που συνηγορούν:

(i) κατά πρώτον, στην επέκταση του μέτρου φύλαξης των εν λόγω μαρτύρων και πέραν των ορίων της ποινικής διαδικασίας [48] ,

(ii) κατά δεύτερον, στην αναθεώρηση της δυνατότητας αποχής από τη δίωξη των μαρτύρων ειδικού καθεστώτος, ώστε να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της πέραν των ορίων που θέτει σήμερα το άρθρο 45Β παρ. 1 ΚΠΔ.

(iii) και κατά τρίτον, αφενός στη διεύρυνση των μέτρων διοικητικού χαρακτήρα που αποβλέπουν στην προστασία των εν λόγω μαρτύρων ειδικού καθεστώτος και αφετέρου στην εύλογη χρονική επέκταση των αστυνομικών μέτρων φύλαξης, ώστε να αποτρέπεται πιθανή αντεκδίκηση μετά την περάτωση της δίκης.

7. Η ανάγκη αναβάθμισης της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ανακριτικό επίπεδο

Τέλος, ορατή είναι στο ισχύον πλαίσιο των διατάξεων του ΚΠΔ για τη δικαστική συνδρομή (άρθρα 457-461 ΚΠΔ) και για τη διαδικασία έκδοσης εκζητούμενων προσώπων (άρθρα 436-456 ΚΠΔ) τόσο η ανάγκη αναδιάρθρωσής του όσο και η αξίωση συμπλήρωσής του με ειδικές ρυθμίσεις αμοιβαίας δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στο πεδίο διεθνών ανακριτικών διερευνήσεων και εν γένει συνδρομής.

IV. Επίλογος

Οι δικονομικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της διαφθοράς συμπληρούμενες ή μη οφείλουν να συνθέτουν ένα σύστημα κανόνων που να επιτρέπει την υλοποίηση των νομοθετικών στοχεύσεων, λαμβάνοντας συνάμα υπόψη τις απαιτήσεις σεβασμού των αξιακών δομών της ποινικής δίκης. Μιας ποινικής δίκης που στην προσπάθεια επίτευξης της δικαιικής ειρήνης δεν πρέπει να παύσει όποιο κι αν είναι το επικαλούμενο τίμημα να ενσαρκώνει την υποχρέωση τήρησης των ορίων περιορισμών των δικαιωμάτων, δηλαδή την αξία του ανθρώπου, τον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αναλογικότητα των δικονομικών επεμβάσεων, και ευρύτερα την υποχρέωση εξασφάλισης μιας δίκαιης δίκης.

 


* Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου με θέμα «Διεθνές Ποινικό Δίκαιο και σύγχρονη πραγματικότητα», που έλαβε χώρα στην Αθήνα, 3-5 Ιουνίου 2016.

]. Βλ. διεξοδικά επ αυτού Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, τ. 3, Αθήνα 2015, σελ. 160 επ.

]. Βλ. διεξοδικότερα Η. Αναγνωστόπουλο, «Επικίνδυνοι» κατηγορούμενοι και δικονομικά προληπτικά μέτρα, ΠοινΧρ 1983, 769 επ.· του ιδίου, Haftgrunde der Tatschwere und der Wiederholungsgefahr, 1984, 33 επ.· Θ. Δαλακούρα, Προσωρινή κράτηση: Κριτική θεώρηση του επίμαχου θεσμού υπό το πρίσμα της δογματικής θεμελίωσής του, Υπερ 1996, 715 επ.· του ιδίου, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι, 1998, σελ. 301 επ.· Γ. Καλφέλη, Η περάτωση της τακτικής ανακρίσεως, 1995, σελ. 287 επ.· Λ. Μαργαρίτη, Προσωρινή κράτηση & περιοριστικοί όροι, 2012, σελ. 97 επ., άπαντες με περαιτέρω παραπομπές.

]. Βλ. γι αυτές ενδεικτικά Σ. Αλεξιάδη, Ειδικές ερευνητικές τεχνικές, σε: Τιμ. Τόμ. Α. Καρρά, 2010, σελ. 281 επ.· Η. Αναγνωστόπουλο, Αστυνομική παγίδευση και δίκαιη δίκη, ΠοινΧρ 2001, 193 επ.· Θ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν 2928/2001, ΠοινΧρ 2001, 1022 επ.· Α. Δημάκη, Οι πρόσφατες εξελίξεις στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την αστυνομική παγίδευση και οι συνέπειες για την ελληνική νομολογία, ΠοινΧρ 2008, 594 επ.· Τ. Διονυσοπούλου, Αστυνομική διείσδυση, ΠΛογ 2003, 473 επ.· Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη δίκη, 2010, σελ. 5 επ.· της ιδίας, Κοινές δικονομικές αρχές ως βάση μιας διακρατικής ποινικής καταστολής, ΠοινΧρ 2007, 673 επ.· Γ. Καλφέλη, Παραβίαση της ιδιωτικότητας και κάμερες, ΠοινΧρ 2008, 865 επ.· Ν. Λίβο, Οργανωμένο έγκλημα και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, σε: ΕΕΠΔ, Πρακτικά Ζ΄ Πανελ. Συνεδρίου, 2000, σελ. 17 επ.· του ιδίου, Η αστυνομική διείσδυση, ΠΛογ 2001, 1606 επ.· του ιδίου, Οργανωμένο έγκλημα και ειδικές ανακριτικές πράξεις, τόμ. Ι, 2006· Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, 2003, σελ. 159 επ.· Α. Παπαδαμάκη, Ανακριτική διείσδυση και άρση του απορρήτου ως ανακριτικές πράξεις κατά του οργανωμένου εγκλήματος, σε: Τιμ. Τόμ. Ι. Μανωλεδάκη ΙΙ, 2007, σελ. 947 επ.· Α.-Ε. Παπανικολάου, Ανακριτική διείσδυση και αστυνομική παγίδευση, Ποινικά τχ. 83, 2012, σελ. 11 επ.· Θ. Σάμιο, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΧρ 2001, 1034 επ.· Δ. Σπυράκο, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός προσωπικών δεδομένων για την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ 2001, 1030 επ.· Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο Ν 2928/2001 για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΔικ 2001, 694 επ.· της ιδίας, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, 2005, σελ. 49 επ.· Χ. Παπαχαραλάμπους, Η εξιχνίαση του οργανωμένου εγκλήματος. Η προβληματική των ειδικών ανακριτικών τεχνικών, Τιμ. Τόμ. Μαραγκοπούλου-Γιωτοπούλου, 2003, σελ. 1047 επ.

]. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Θ. Δαλακούρα, Ποινικές Δικονομικές Διατάξεις Διεθνών Κειμένων, 2011· Χ. Δημόπουλο, Η διαφθορά, 2005, σελ. 63 επ.· Σ. Παύλου, Το Ποινικό Δίκαιο και οι «Αποφάσεις Πλαίσιο» της ΕΕ, ΠοινΧρ 2004, 961 επ.· Γ. Τσόλια, Η διατήρηση και επεξεργασία δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με την Οδηγία 2006/24/ΕΚ, ΔiΜΕΕ 2006, 347 επ.· σύγκρ. επίσης αντιπροσωπευτικά αφενός τις Οδηγίες 2016/680/ΕΕ και 2016/681/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27.4.2016 σχετικά με την προστασία και ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αφετέρου τις Οδηγίες 91/308/ΕΟΚ της 10.6.1991, 2001/97/ΕΚ της 4.12.2001, 2005/60/ΕΚ της 26.10.2005 και 2015/849/ΕΕ της 20.5.2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αλλά και την Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3.4.2014 σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος στην ΕΕ.

]. Προς άμεση αξιοποίηση είναι εν προκειμένω οι προτάσεις που περιέχονται στο Συνεκτικό Σχέδιο για την αντιμετώπιση του Οικονομικού Εγκλήματος και της Διαφθοράς στο Δημόσιο Τομέα, βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, τ. 3, Αθήνα 2015, σελ. 160 επ.

]. Βλ. τη νομολογία ΕΔΔΑ σε μια σειρά κυμαινόμενων αποφάσεων, όπως λ.χ. ΕΔΔΑ, Rowe and Davis κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Απόφαση της 16.2.2000· ΕΔΔΑ, Fitt κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Απόφαση της 16.2.2000 (προσφυγή 29777/1996)· ΕΔΔΑ, Kaspers κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Απόφαση της 21.11.2000 (προσφυγή 34547/1997)· ΕΔΔΑ, Dowsett κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Απόφαση της 24.6.2003 (προσφυγή 39482/1998)· ΕΔΔΑ, Mansell κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Απόφαση της 21.1.2003 (προσφυγή 60590/2000)· ΕΔΔΑ, V. κατά Φιλανδίας, Απόφαση της 24.4.2007· ΕΔΔΑ, Natunen κατά Φιλανδίας, Απόφαση της 31.3.2009 (προσφυγή 21022/2004)· ΕΔΔΑ, Leas κατά Εσθονίας, Απόφαση της 6.3.2012 (προσφυγή 59577/2008). Για τη στενή σχέση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικογραφία με το δικαίωμα πληροφόρησης βλ. K. Ambos, Internationalles Strafrecht, 2006, s. 340· Schmitt, σε: Meyer-Go·ner/Schmitt, Strafprozessordnung, 59. Aufl., 2016, Art. 6 EMRK, Rn 4b, 17 ff.· R. Esser, σε: Lowe-Rosenberg, Die Strafprozessordnung und das Gerichtsverfassungsgesetz, 26. Aufl., Bd. 11, Art. 6 EMRK/14 IPBPR, Rn 548.

]. Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 160 επ.

]. Διεξοδικότερα επ αυτού Θ. Δαλακούρα, Επεμβάσεις στον ΚΠΔ: Ο μύθος της επιτάχυνσης της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης, ΠοινΧρ 2016, 326 επ. με περαιτέρω παραπομπές· βλ. προηγουμένως, αντί άλλων, Ν. Ανδρουλάκη, Επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη με κάθε κόστος; ΠοινΧρ 2011, 161 επ.· Α. Καρρά, Η καθυστέρηση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης Δικαιοκρατική και αποτελεσματική αντιμετώπισή της, ΠοινΧρ 2015, 721 επ.

]. Εύλογη η συναφής κριτική του νόμου αυτού για αναντίστοιχη προς τη βαρύτητα των δικαζόμενων εγκλημάτων δημιουργία «ποινικών δικών εξπρές», οι οποίες στο βαθμό που αποκλείουν επιπρόσθετα τη χορήγηση αναβολής εκδίκασης προσβάλλουν καθ εαυτήν την εσωτερική λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών, βλ. Α. Καρρά, Οι νεότερες ποινικές δικονομικές νομοθετικές παρεμβάσεις και ιδιαίτερα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Μέρος Α΄, ΠοινΔικ 2013, 58 επ.

10 ]. Γίνεται δεκτό ότι στα κακουργήματα του άρθρου 1 Ν 4022/2011 περιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο τα εγκλήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και όχι του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων (το οποίο άλλωστε θεσπίστηκε μεταγενέστερα με τον Ν 4055/2012) ή του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα ενός εγκλήματος ως εγκλήματος διαφθοράς, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση της κατάχρησης εξουσίας, βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν 4022/2011, σελ. 1-2· Α. Ζαχαριάδη, Ζητήματα εφαρμογής του Ν 4022/2011, ΠοινΔικ 2016, 359 επ.· ΣυμβΠλημΙωαν153/2012 ΠοιΔικ 2013, 208 επ.· ΣυμβΕφΚερκ52/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

11 ]. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν 4139/2013, www.hellenicparliament.gr, σελ. 4· Α. Καρρά, ό.π., σελ. 58 επ.

12 ]. Όχι όμως και το δικηγορικό απόρρητο (άρθρο 39 παρ. 1 Ν 4194/2013), το οποίο για αμιγώς δικαιοκρατικούς και συστηματικούς λόγους που συνδέονται με τον θεσμικό υπερασπιστικό ρόλο του οφείλει να συνεχίσει να προστατεύεται αυστηρότερα. Βλ. επ αυτού ενδεικτικά Χ. Αργυρόπουλο, Δικηγορική Επικαιρότητα, 1999, 3 επ.· Ε. ΣυμεωνίδουΚαστανίδου, Δικηγορικό απόρρητο και νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, ΠοινΧρ 2006, 289 επ. και προσφάτως Α. Κωνσταντινίδη, Δικαίωμα υπερασπίσεως και δικηγορικό απόρρητο, ΠοινΧρ 2016, 401 επ.

13 ]. Βλ. κριτικά σε σχέση με το γενικότερο ζήτημα Ι. Γιαννίδη, Η νέα νομιμοποίηση του Ποινικού Δικαίου και το τέλος της κλασσικής δογματικής, ΠοινΧρ 2007, 769 επ.· Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, 2007 και Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ειδικές (παρα)δικονομικές ρυθμίσεις: Εκσυγχρονισμός ή αποσάθρωση της ποινικής διαδικασίας;, 5ο Συνέδριο, 2010, με αξιόλογες εισηγήσεις· Α. Καρρά, ό.π. (υποσ. 9), σελ. 58 επ.· σύγκρ. επίσης Ν. Λίβο, «Πολύ κακό για το τίποτα»; Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ΠοινΧρ 2006, 380 επ.· Σ. Παύλου/Γ. Δημήτραινα, Η Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες στη Διαχρονική της Διάσταση, 2009, σελ. 3 επ. (21), 27 επ. (41 επ.), 271 επ. (276 επ.)· Π. Τσιρίδη, Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα χρήματος, 2009, σελ. 295 επ.

14 ]. Σύγκρ. τη συναφή και ανελαστικότερη διάταξη του άρθρου 48 Ν 3691/2008 και επ αυτής Γ. Δημήτραινα, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ΠοινΧρ 2008, 943 επ.· Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του Ν 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, ΠοινΧρ 2008, 917 επ.· Σ. Μπαλτά, Η κατ άρθρο 48 παρ. 5 Ν 3691/2008 έκδοση απόφασης από τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 Ν 3691/2008 …, ΠοινΔικ 2011, 355 επ.· Στ. Παύλου, Ο Ν 3691/2008 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Η οριστικοποίηση μιας διαχρονικής δογματικής εκτροπής και η εμπέδωση της κατασταλτικής αυθαιρεσίας, ΠοινΧρ 2008, 923 επ.· Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν 3424/2005, ΠοινΔικ 2007, 151 επ. και 606 επ.· Α. Τσαγκαλίδη, Ειδικά ζητήματα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 48 Ν 3691/2008), ΠοινΔικ 2013, 1027 επ.

15 ]. Βλ. ΦΕΚ Α΄ 181/24.12.2015 και από την πρόσφατη βιβλιογραφία Α. Παπαδαμάκη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και δίκαιη δίκη, ΠοινΔικ 2016, 449 επ.· Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών και αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2015, 961 επ.· βλ. επίσης μονογραφικά Χ. Νάιντο, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, 2010· σύγκρ. για τη δογματική θεμελίωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων Θ. Δαλακούρα, Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, ΠοινΧρ 1996, 321 επ.

16 ]. Παρά την προβληματική από άποψη συστηματικής και νομοτεχνικής υφής όψη της διάταξης αυτής, η ισχύς της θεσπιζόμενης στο γράμμα της απόλυτης απαγόρευσης αξιοποίησης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε και να σχετικοποιηθεί με κοινό νόμο, στο βαθμό που η περί ης ο λόγος απόλυτη αποδεικτική απαγόρευση αποτελεί προϊόν νομοθετικής και δη συνταγματικής στάθμισης που δεν επιδέχεται νέας στάθμισης. Τούτου δοθέντος, η εν λόγω ρύθμιση του άρθρου 65 Ν 4356/2015 είναι ευθέως αντισυνταγματική και οδηγεί στη νομική αποδυνάμωση της ρητής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 19 παρ. 3.

17 ]. Ο Ν 4022/2011 θεσπίστηκε μετά από το Ν 3904/2010, ο οποίος αναμόρφωσε τους τρόπους παραπομπής και προέβλεψε ότι καταργείται κάθε άλλη αντίθετη διάταξη με το άρθρο 34. Έτσι, η παρ. 3 του Ν 4022/2011 ως νεότερη και ειδικότερη κρίνεται εφαρμοστέα, βλ. και ΣυμβΠλημΙωαν 153/2012 ΠοινΔικ 2013, 208 με παρατηρήσεις Σ.-Λ. Δημητριάδη. Βλ. για τη γενικότερη θεματική και Ν. Βασιλειάδη, Διαπλοκή μοντέλων παραπομπής – Συρροή Ν 3213/2003 και Ν 4022/2011, ΠοινΔικ 2015, 155 επ.

18 ]. Βεβαίως, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δύναται να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, κατ άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ.

19 ]. Πέραν των ευχητικού χαρακτήρα συντομότατων προθεσμιών υποβολής εισαγγελικής πρότασης και έκδοσης βουλεύματος, οι διαφορές της διαδικασίας του άρθρου 3 Ν 4022/2011 από τη διαδικασία του 308 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ έγκεινται και στο γεγονός ότι στην περίπτωση του άρθρου 3 του Ν 4022/2011 δεν υπάρχει πρόβλεψη, ώστε ο εισαγγελέας εφετών σε περίπτωση που διακριβώσει ότι απαιτείται συμπλήρωση της ανάκρισης να διατάξει την επιστροφή αυτής στον ανακριτή. Για αυτόν τον λόγο προκρίνεται η ερμηνευτική αξιοποίηση του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 7 Ν 4022/2011 (ΣυμφΕφΚερκ52/2013 με εισαγγελική πρόταση Λ. Σοφουλάκη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

20 ]. Καθώς ο 4022/2011 είναι ειδικότερος νόμος, σε περίπτωση συνύπαρξης με τον Ν 1608/1950, θα ακολουθηθούν οι συντομότερες προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν 4022/2011 και όχι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠΔ.

21 ]. Κριτικά στο σημείο αυτό ο Α. Καρράς ( ό.π., ΠοινΔικ 2013, 60) όσον αφορά την περάτωση με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου εφετών και στην περίπτωση που δεν προέκυψε έγκλημα του άρθρου 1 Ν 4022/2011 με αναγωγή στη σχετική κριτική για το Ν 1608/1950 (στέρηση δικαιώματος άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, το οποίο αντίκειται στο άρθρο 20 και 93 παρ. 4 του Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 εδ. β΄ ΔΣΑΠΔ).

22 ]. Έτσι, λ.χ. μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Kruslin κατά Γαλλίας (Appl. No. 1801/85), Απόφαση της 24.4.1990· A κατά Γαλλίας (Appl. No. 14838/89), Απόφαση της 23.11.1993· Kilyen κατά Ρουμανίας (Appl. No. 44817/04) Απόφαση της 25.2.2014.

23 ]. Βλ. ιδίως στην κατεύθυνση αυτή Α. Τζαννετή, Το Plea bargaining και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας Συνηγορία υπέρ του νέου θεσμού, ΠοινΧρ 2016, 14 επ. καθώς και προηγουμένως με νομιμοποιητικές αναφορές για την εισαγωγή του θεσμού Χ. Μυλωνόπουλος, Ο θεσμός της [ποινικής] διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Σκέψεις για τη θεωρητική θεμελίωση και την πρακτική λειτουργία του, ΠοινΧρ 2013, 81 επ.· πρβλ. αντίθετα Ν. Ανδρουλάκη, Το Plea bargaining κατά το νέο Σχέδιο ΚΠΔ, ΠοινΧρ 2014, 401 επ. και προηγουμένως M. Hettinger, Οι δικονομικές συμφωνίες στην ποινική δίκη ως πρόβλημα του κράτους δικαίου, ΠοινΧρ 2011, 401 επ.· T. Weigend, Η κατάρρευση του εξεταστικού ιδεώδους. Οι δικονομικές διαπραγματεύσεις εισβάλλουν στη γερμανική ποινική δίκη, ΠοινΧρ 2011, 167 επ.· σύγκρ. σφαιρικότερα Γ. Καλφέλη, Οι ραγδαίες αλλαγές στο ευρωπαϊκό δίκαιο (και ο πρόσφατος νόμος 3904/2010 για την ποινική συνδιαλλαγή), ΠοινΧρ 2011, 241 επ.· του ιδίου, Το plea bargaining και η ποινική συνδιαλλαγή, ΠοινΧρ 2016, 321 επ. και εσχάτως και μονογραφικά Ν. Δαγκλή, Μορφές συμβιβαστικής περάτωσης της ποινικής δίκης de lege lata και de lege ferenda, 2016, σελ. 130 επ.

24 ]. Βλ. αντί άλλων Γ. Καλφέλη, Μια αποτυχημένη νομοθετική πρωτοβουλία για την «ποινική συνδιαλλαγή». Το πρόσφατο σχέδιο νόμου που ρυθμίζει την «απόδοση χρημάτων στο Δημόσιο και την ποινική συνδιαλλαγή», ΠοινΔικ 2014, 284 επ.· Ν. Μπιτζιλέκη, Ποινική προστασία της δημόσιας περιουσίας από εσωτερικές προσβολές = «Διαχειριστικά» εγκλήματα περί την υπηρεσία, ΠοινΧρ 2016, 89 επ.

25 ]. Έτσι, ειδικότερα, η εκεί προβλεπόμενη ανελαστική δέσμευση του δικαστή να επικυρώσει τη συνδρομή του λόγου μείωσης της ποινής θέτει ευθέως ζήτημα συνταγματικής εναρμόνισης με τη δικαιοδοτική λειτουργία του δικαστή.

26 ]. Για τον εν λόγω θεσμό και την αναγκαιότητα επέκτασής του στο ελληνικό δικονομικό σύστημα βλ. Θ. Δαλακούρα, Η αποχή από την ποινική δίωξη ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής διαδικασίας Ενδοσυστηματική νομιμοποίηση και δικαιοπολιτική αναγκαιότητα διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της, ΠοινΧρ 2014, 321 επ.· σύγκρ. προηγουμένως και Ν. Ανδρουλάκη, Επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη με κάθε κόστος; ΠοινΧρ 2011, 161 επ. καθώς και Ν. Λίβο, Η κίνηση της ποινικής δίωξης: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον, ΠοινΧρ 2011, σελ. 650 επ., όπου η αποχή από την ποινική δίωξη εντάσσεται σ ένα γενικότερο πλαίσιο συνδεόμενη με τον προτεινόμενο ως de lege ferenda λύση θεσμό της «υφ όρον άσκησης της ποινικής δίωξης».

27 ]. Έτσι, εύστοχα, Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 376 επ.

28 ]. Βλ. και εδώ Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 376 επ.

29 ]. Σε αυτήν την κατεύθυνση γενικότερα ΕΔΔΑ, Mirilachvili κατά Ρωσίας, Απόφαση της 11.12.2008, παρ. 216-217.

30 ]. Με την εν λόγω Οδηγία παρέχονται ευρύτερες δυνατότητες στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την αποτελεσματικότερη προώθηση των διαδικασιών δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται κυρίως από τη διασυνοριακή οργανωμένη εγκληματικότητα. Ως προβληματική κρίνεται εκ προοιμίου, ωστόσο, η προωθούμενη μετάλλαξη της δήμευσης σε διοικητικού τύπου μέτρου, αντίστοιχου του πόθεν έσχες, καθώς και η διασταλτική εφαρμογή του με την επίκληση τεκμηρίων παράνομης προέλευσης της περιουσίας, τεκμηρίων δηλαδή που υπερβαίνουν την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου και την ειδικότερη αξίωσή της το παράνομο να συνδέεται ευθέως και άμεσα με την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη.

31 ]. Βλ. επ αυτών Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 384 επ.

32 ]. Βλ. και εδώ αναλυτικότερα Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 390 επ.

33 ]. Ως αυτονόητο προαπαιτούμενο εμφανίζεται εν προκειμένω παράλληλα με την κατάφαση επείγουσας περίπτωσης η προϋπόθεση να μην διεξάγεται οποιαδήποτε προδικαστικής μορφής έρευνα, καθώς τούτο θα οδηγούσε σε επικαλύψεις αρμοδιοτήτων και σύγχυση ρόλων.

34 ]. Υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η υποχρέωση αιτιολόγησης εν προκειμένω οφείλει να καλύπτει τόσο την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αποτελεσματικά τα πάσης φύσεως επιχειρήματα και αποδεικτικά μέσα που υποβάλλουν τα μέρη (ΕΔΔΑ, Van de Hurk κατά Ολλανδίας, Απόφαση της 19.4.1994, παρ. 59· ΕΔΔΑ, Tourisme d affaires κατά Γαλλίας, Απόφαση της 16.2.2012, παρ. 25), όσο και τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να ασκήσει αποτελεσματικά τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα (ΕΔΔΑ, Hadjianastassiou κατά Ελλάδος, Απόφαση της 16.12.1992, παρ. 33).

35 ]. Εμμέσως επικλήσιμο για τη νομιμοποιητική στήριξη του δικαιώματος προσφυγής στο συμβούλιο μπορεί να καταστεί το επιχείρημα του ΕΔΔΑ ότι, από τη στιγμή που το εθνικό δίκαιο παρέχει δικαίωμα δευτεροβάθμιας κρίσης, η εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ επιτάσσει να μην περιορίζεται κατά τρόπο δυσανάλογο η πρόσβαση αυτή στο δευτεροβάθμιο όργανο, βλ. ΕΔΔΑ, Poitrimol κατά Γαλλίας, Απόφαση της 23.11.1993, παρ. 28-29· ΕΔΔΑ, Belziuk κατά Πολωνίας, Απόφαση 25.3.1998, παρ. 37.

36 ]. Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 393.

37 ]. Έτσι και Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 393. Άξιο μνείας είναι, ωστόσο, ότι οι εμπειρίες από την εφαρμογή του αντίστοιχου θεσμού της αποζημίωσης αδίκως καταδικασθέντων ή κρατηθέντων δεν επιτρέπουν θετικές σκέψεις ως προς την παροχή ουσιαστικής προστασίας μέσω της ρύθμισης αυτής. Τούτο μπορεί να καταστεί δυνατό, ως φαίνεται, μόνον σε αστικό επίπεδο με την πρόβλεψη του άρθρ. 2 του εν λόγω Συνεκτικού Σχεδίου για την αστική ανάκτηση αθέμιτου περιουσιακού οφέλους· βλ. Θ. Δαλακούρα, σε: Καϊάφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 648 επ. (653 υποσημ. 7).

38 ]. Σύγκρ. επ αυτών και Δ. Συμεωνίδη, Κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία, 2010, σελ. 231 επ.

39 ]. Βλ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν 2928/2001, ΠοινΧρ 2001, 1022 επ.· Καϊάφα-Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, σε: Καϊάφα-Γκμπάντι/C. Prittwitz, Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, 2011, σελ. 93· της ίδιας, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, 2010, σελ. 86, Λίβου, Οργανωμένο έγκλημα: Έννοιαι και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του, Πρακτικά Ζ΄ ΠανΣυνΕλλΕταιρΠοινΔικ ΕΕΠΔ, 2000, σελ. 56 επ.· Λ. Μαργαρίτη, Ανακριτική διείσδυση και δικαστικό συμβούλιο (: άρθρο 253Α ΚΠΔ), σε Καϊάφα-Γκμπάντι/C. Prittwitz, ό.π., σελ. 141.

40 ]. Βλ. σχετ. Δαλακούρα, ό.π., σελ. 1022 επ.· Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 141. Για την αξίωση αιτιολόγησης κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Σκέψεις για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΧρ 2008, 3 επ.

41 ]. Βλ. Δαλακούρα, ό.π., σελ. 1022 επ.· Καϊάφα-Γκμπάντι, Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, 2010, σελ. 86 επ.· της ιδίας (επιμ.), ό.π., σελ. 397.[ 42 ]. Αυτόδηλο είναι ότι τυχόν παραβίασή της θα επισύρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, βλ. σχετικά Καϊαφα-Γκμπάντι, ό.π., σελ. 95· Δαλακούρα, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, σε Καϊάφα-Γκμπάντι/C. Prittwitz, ό.π., σελ. 153.

43 ]. Βλ. Καϊαφα-Γκμπάντι, ό.π., σελ. 95.

44 ]. Καϊαφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 398.

45 ]. Βλ. ενδεικτικά εν προκειμένω τις αξονικού χαρακτήρα αποφάσεις: α) ΕΔΔΑ, Texeira de Castro κατά Πορτογαλλίας, Απόφαση της 9.6.1998, β) ΕΔΔΑ, Edwards and Lewis κατά Η,Β,, Απόφαση (Ολομ.) της 27.10.2004, γ) ΕΔΔΑ, Ramanauskas κατά Λιθουανίας, Απόφαση (Ολομ.) της 5.2.2008, δ) EΔΔΑ, Bulfinsky κατά Ρουμανίας, Απόφαση της 1.6.2010 και ε) ΕΔΔΑ, Baltins κατά Λετονίας, Απόφαση της 8.1.2013 και διεξοδικότερα Καϊαφα-Γκμπάντι, Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ για την αστυνομική διείσδυση και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ΠοινΧρ 2011, 59 επ.

46 ]. Έτσι και Καϊαφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 398.

47 ]. Βλ. Κ. Βαθιώτη, Η προστασία μαρτύρων κατά το άρθρο 9 του Ν 2928/2001, ΠοινΧρ 2001, 1045 επ.· Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και Ελευθερία, 2002, σελ. 178 επ.· Θ. Δαλακούρα, Προστασία μαρτύρων: ένα δικαιοκρατικό στοίχημα, ΠοινΔικ 2004, 1166 επ. καθώς και Καϊαφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 406 επ.

48 ]. Εύστοχα επισημαίνεται στην κατεύθυνση αυτή ότι «η καθιέρωση προστασίας του μάρτυρα με βάση μια διάταξη ποινικού δικονομικού χαρακτήρα έχει περιορισμένη σημασία εφόσον δεν επιτευχθεί συντονισμός με τις διαδικασίες του διοικητικού (ιδιαίτερα του πειθαρχικού) και του εργατικού δικαίου. Επιπλέον, η αξιολόγηση της δυνατότητας ευνοϊκής μεταχείρισης του πληροφοριοδότη στο πλαίσιο του θεσμού της αποχής από τη δίωξη προϋποθέτει προσεκτική συσχέτιση με τα υφιστάμενα μέτρα ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ώστε να μην αχρηστευθούν στην πράξη οι θεσμοί της ποινικής συνδιαλλαγής και της εντελούς ικανοποίησης (ή ακόμη και της έμπρακτης μετάνοιας)», βλ. Καϊαφα-Γκμπάντι (επιμ.), ό.π., σελ. 406 επ.

όπως η παρούσα μελέτη δημοσιεύτηκε στην έντυπη και ηλεκτρονική μορφή του Νομικού Περιοδικού “Ποινική Δικαιοσύνη” , Τεύχος 12/2016, Δεκέμβριος, Νομοθεσία, Νομολογία, Θεωρία & Πράξη του Ποινικού Δικαίου, Ενότητα: A΄ ΜΕΛΕΤΕΣ – ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ , σελ. 1105

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

https://pierrouattorneys.eu/wp-content/uploads/2021/07/PIERROU_small-copy.png
Εμμανούηλ Μπενάκη 8, Αθήνα, Τ.Κ. 10564
Λαγκαδά 2, Θεσσαλονίκη, T.K. 546 30
Παπαδήμα Αντωνίου 1, Κομοτηνή, T.K. 69132
210 321 9797-8

Ακολουθήστε μας:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προσαρμογή & Φιλοξενία από την Impulse, Web Design, Web Hosting

Copyright © Pierrou Attorneys 2021

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: