ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ
Τεύχος 11/2018, Νοέμβριος 2018
Νομοθεσία, Μελέτες και Νομολογία εμπορικού, οικονομικού, αστικού οικονομικού, εργατικού και φορολογικού δικαίου
Εκδίδεται από το 1995 – Μηνιαία έκδοση
Ενότητα: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ, Ι. Εμπορικό – Οικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος/Βιομηχανική Ιδιοκτησία/Ανταγωνισμός , σελ. 1289
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ. Προδικαστική παραπομπή. Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα. Οδηγία 2001/29/ΕΚ. Σεβασμός των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Οδηγία 2004/48/ΕΚ. Αποζημίωση σε περίπτωση ανταλλαγής αρχείων συνεπαγόμενης προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού. Σύνδεση με το διαδίκτυο προσβάσιμη σε μέλη της οικογένειας του κατόχου της συνδέσεως. Απαλλαγή του κατόχου από την ευθύνη, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διευκρινιστεί η φύση της χρήσεως της συνδέσεως από το μέλος της οικογένειας. Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 7.
Διατάξεις: άρθρα Οδηγίας 2004/48/ΕΚ, Οδηγίας 2001/29/ΕΚ
Στην υπόθεση C-149/17, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht München I (πρωτοδικείο πρώτης περιφέρειας του Μονάχου, Γερμανία), με απόφαση της 17.3.2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24.3.2017, στο πλαίσιο της δίκης Bastei Lübbe GmbH & Co. KG κατά Michael Strotzer, το δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), […] εκδίδει την ακόλουθη απόφαση:
1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, και του άρθρου 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22.5.2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σελ. 10), καθώς και του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29.4.2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σελ. 45, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 195, σελ. 16).
2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Bastei Lübbe GmbH & Co. KG, εκδοτικού οίκου, και του Michael Strotzer, όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως λόγω προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού μέσω της ανταλλαγής αρχείων.
Το νομικό πλαίσιο […]
Το γερμανικό δίκαιο
11. Το άρθρο 97 του Gesetz über Urheberrecht und verwandte Schutzrechte – Urheberrechtsgesetz (νόμου περί του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων), της 9.9.1965 (BGBl. 1965 I, σελ. 1273), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 1.10.2013 (BGBl. 2013 I, σελ. 3728), ορίζει τα ακόλουθα: «1. Έναντι όποιου προσβάλλει παρανόμως το δικαίωμα του δημιουργού ή άλλο δικαίωμα που προστατεύεται από τον παρόντα νόμο ο ζημιούμενος έχει αξίωση άρσεως της προσβολής και, σε περίπτωση κινδύνου επαναλήψεώς της, αξίωση παραλείψεως. Αξίωση παραλείψεως υφίσταται και σε περίπτωση που εμφανίζεται για πρώτη φορά κίνδυνος προσβολής. 2. Όποιος προβαίνει στην προσβολή εκ δόλου ή εξ αμελείας υποχρεούται έναντι του ζημιωθέντος σε αποκατάσταση της ζημίας που επήλθε από την προσβολή. Κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως δύναται να συνεκτιμηθεί και το κέρδος που αποκόμισε από την προσβολή του δικαιώματος ο δράστης της προσβολής. Η αξίωση αποζημιώσεως μπορεί να υπολογισθεί και με βάση το ποσό το οποίο θα όφειλε να καταβάλει ως εύλογη αμοιβή ο δράστης της προσβολής εάν είχε λάβει άδεια χρήσεως του προσβληθέντος δικαιώματος. Οι δημιουργοί, οι συγγραφείς επιστημονικών εκδόσεων (άρθρο 70), οι φωτογράφοι (άρθρο 72) και οι ερμηνευτές καλλιτέχνες (άρθρο 73) μπορούν να απαιτήσουν και εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη τους.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
12. Η Bastei Lübbe AG κατέχει, ως παραγωγός φωνογραφημάτων, τα δικαιώματα δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα επί ηχογραφημένου βιβλίου.
13. Ο M. Strotzer είναι κάτοχος διαδικτυακής συνδέσεως μέσω της οποίας, στις 8.5.2010, το σχετικό ηχογραφημένο βιβλίο προσφέρθηκε προς μεταφόρτωση σε απεριόριστο αριθμό χρηστών διαδικτυακής βάσεως ανταλλαγής αρχείων (peer-to-peer). Πραγματογνώμων διαπίστωσε με ακρίβεια ότι η επίμαχη διεύθυνση IP ανήκε στον M. Strotzer.
14. Με έγγραφο της 28.10.2010 η Bastei Lübbe όχλησε τον M. Strotzer ζητώντας του να άρει τη διαπιστωθείσα προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού. Δεδομένου ότι η όχληση αυτή δεν τελεσφόρησε, η Bastei Lübbe άσκησε ενώπιον του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου, Γερμανία) αγωγή κατά του M. Strotzer, ως κατόχου της επίμαχης διευθύνσεως ΙΡ, ζητώντας την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως.
15. Εντούτοις, ο M. Strotzer αρνείται ότι διέπραξε ο ίδιος την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού και υποστηρίζει ότι η διαδικτυακή του σύνδεση ήταν αρκούντως ασφαλής. Εξάλλου, διατείνεται ότι οι γονείς του, οι οποίοι διαμένουν μαζί του, είχαν επίσης πρόσβαση στη σύνδεση αυτή αλλά ότι, εξ όσων γνωρίζει, δεν είχαν αποθηκεύσει το εν λόγω έργο στον υπολογιστή τους, αγνοούσαν την ύπαρξή του και δεν χρησιμοποιούσαν λογισμικό διαδικτυακής ανταλλαγής αρχείων. Επιπλέον, ο υπολογιστής του ενδιαφερομένου ήταν κλειστός κατά τη χρονική στιγμή της προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού.
16. Το Amtsgericht München (ειρηνοδικείο Μονάχου) απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως της Bastei Lübbe με την αιτιολογία ότι ο M. Strotzer δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για την προβληθείσα προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού καθόσον είχε αναφέρει ότι δράστες της επίμαχης προσβολής θα μπορούσαν επίσης να είναι και οι γονείς του.
17. Η Bastei Lübbe άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου) ενώπιον του Landgericht München I (πρωτοδικείου της πρώτης περιφέρειας του Μονάχου, Γερμανία).
18. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο τείνει να δεχθεί την ευθύνη του M. Strotzer, διότι από τις εξηγήσεις του ενδιαφερομένου δεν προκύπτει ότι τρίτος είχε χρησιμοποιήσει τη σύνδεση με το διαδίκτυο τον χρόνο κατά τον οποίο διαπράχθηκε η ως άνω προσβολή. Κατά συνέπεια, υφίστανται σοβαρές υποψίες ότι ο M. Strotzer είναι ο δράστης της προσβολής σε βάρος του δικαιώματος του δημιουργού.
19. Το ως άνω δικαστήριο κρίνει, ωστόσο, ότι υποχρεούται να εφαρμόσει το άρθρο 97 του νόμου περί του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, ως έχει τροποποιηθεί με τον νόμο της 1.10.2013, όπως ερμηνεύεται από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), διάταξη που ενδέχεται, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, να εμποδίζει την καταδίκη του εναγομένου.
20. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), όπως αυτή ερμηνεύεται από το αιτούν δικαστήριο, ο ενάγων είναι αυτός ο οποίος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού. Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) κρίνει, εξάλλου, ότι υφίσταται τεκμήριο ότι ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο είναι ο δράστης μιας τέτοιας προσβολής εφόσον κατά τη χρονική στιγμή της προσβολής του δικαιώματος η συγκεκριμένη σύνδεση δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κανένα άλλο άτομο. Ωστόσο, αν κατά τη χρονική στιγμή της προσβολής η διαδικτυακή σύνδεση δεν ήταν αρκούντως ασφαλής ή είχε συνειδητά τεθεί στη διάθεση άλλων ατόμων, τότε δεν τεκμαίρεται ότι ο κάτοχος της εν λόγω συνδέσεως είναι ο δράστης της προσβολής.
21. Στην περίπτωση αυτή, κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), ο κάτοχος της διαδικτυακής συνδέσεως φέρει, ωστόσο, ένα δευτερεύον βάρος προβολής ισχυρισμών. Για να ανταποκριθεί στο εν λόγω δευτερεύον βάρος, ο εν λόγω κάτοχος της συνδέσεως οφείλει να προβάλει ότι άλλα άτομα -τα οποία, εφόσον απαιτείται, οφείλει να κατονομάσει- είχαν ανεξάρτητη πρόσβαση στη διαδικτυακή του σύνδεση και ενδέχεται, ως εκ τούτου, να είναι οι δράστες της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού. Εντούτοις, αν ένα μέλος της οικογένειας του κατόχου είχε πρόσβαση στην επίμαχη διαδικτυακή σύνδεση, ο κάτοχος της συνδέσεως δεν υποχρεούται να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με τη χρονική στιγμή και τη φύση της χρήσεως της συνδέσεως αυτής, λαμβανομένης υπόψη της προστασίας του γάμου και της οικογένειας την οποία κατοχυρώνουν το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και οι σχετικές διατάξεις του γερμανικού συνταγματικού δικαίου.
22. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht München I (πρωτοδικείο πρώτης περιφέρειας του Μονάχου) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Έχει το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ την έννοια ότι υφίστανται “αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις”, για τις προσβολές του δικαιώματος διαθέσεως έργου στο κοινό ακόμα και όταν αποκλείεται η προς αποζημίωση ευθύνη του κατόχου διαδικτυακής συνδέσεως μέσω της οποίας διαπράχθηκαν προσβολές του δικαιώματος του δημιουργού διά της ανταλλαγής αρχείων, εφόσον ο κάτοχος της συνδέσεως κατονομάζει τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας το οποίο είχε, πέρα από τον ίδιο, πρόσβαση στη διαδικτυακή αυτή σύνδεση, χωρίς να παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις, προκύπτουσες από τις κατάλληλες έρευνες σχετικά με τη χρονική στιγμή και τη φύση της χρήσεως του διαδικτύου από το συγκεκριμένο μέλος της οικογένειας; 2) Έχει το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ την έννοια ότι υφίστανται “αποτελεσματικά” μέτρα για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ακόμη και όταν αποκλείεται η προς αποζημίωση ευθύνη του κατόχου διαδικτυακής συνδέσεως μέσω της οποίας διαπράχθηκαν προσβολές του δικαιώματος του δημιουργού διά της ανταλλαγής αρχείων εφόσον ο κάτοχος της συνδέσεως κατονομάζει τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας το οποίο είχε, πέρα από τον ίδιο, πρόσβαση στη διαδικτυακή αυτή σύνδεση, χωρίς να παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις, προκύπτουσες από τις κατάλληλες έρευνες, σχετικά με τη χρονική στιγμή και τη φύση της χρήσεως του διαδικτύου από το συγκεκριμένο μέλος της οικογένειας;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων […]
Επί της ουσίας
26. Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο θέτουν το ίδιο νομικό πρόβλημα, σχετικά με τη φύση των κυρώσεων και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού, ενώ αμφότερα είναι διατυπωμένα σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο τρόπο, η μόνη δε πρόδηλη διαφορά είναι το γεγονός ότι το ένα αναφέρεται στην Οδηγία 2001/29, ενώ το άλλο αναφέρεται στην Οδηγία 2004/48.
27. Πρέπει να υπομνησθεί, ωστόσο, ότι, λαμβανομένων υπόψη των επιταγών που απορρέουν από την ενότητα και από τη συνοχή της έννομης τάξεως της Ένωσης, το σύνολο των οδηγιών στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των κοινών στον τομέα αυτόν κανόνων και αρχών (βλ., επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, απόφαση της 30.6.2011, VEWA, C 271/10, EU:C:2011:442, σκέψη 27).
28. Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω νομολογίας και προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμπληρωματική εφαρμογή των Οδηγιών 2001/29 και 2004/48, πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση στα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο.
29. Με τα ερωτήματά του το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον, αφενός, το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτής, και, αφετέρου, το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/48 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο, μέσω της οποίας διαπράττεται προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού με την ανταλλαγή αρχείων, μπορεί να απαλλάσσεται από την ευθύνη του εφόσον κατονομάζει τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειάς του που είχε δυνατότητα να χρησιμοποιεί την ως άνω σύνδεση, χωρίς να δίδει περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω σύνδεση από το εν λόγω μέλος της οικογένειάς του και τη φύση της χρήσεως του διαδικτύου από το μέλος αυτό.
30. Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι ο κύριος σκοπός της Οδηγίας 2001/29 είναι, όπως απορρέει από την αιτιολογική της σκέψη 9, να προβλέψει υψηλό επίπεδο προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, διότι τα δικαιώματα αυτά είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία.
31. Προς εξασφάλιση του εν λόγω σκοπού, το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο με γνώμονα την αιτιολογική σκέψη 58 αυτής, ορίζει ειδικότερα ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας έναντι της προσβολής των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην ως άνω οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Το άρθρο αυτό ορίζει επίσης ότι οι ως άνω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
32. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 της εν λόγω οδηγίας, κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι δικαιούχοι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από προσβολές διαπραττόμενες στο έδαφός του να μπορούν να ασκούν αγωγή αποζημιώσεως.
33. Πρέπει να υπομνησθεί, δεύτερον, ότι ο επιδιωκόμενος από την Οδηγία 2004/48 σκοπός είναι, όπως αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 10, η προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων των κρατών μελών όσον αφορά τoν σεβασμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.
34. Προς τούτο, το άρθρο 3 παρ. 2 της ως άνω οδηγίας ορίζει ότι τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα αποκαταστάσεως που προβλέπονται από τα κράτη μέλη πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
35. Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, δυνάμει της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας, ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο μέσω της οποίας διαπράττεται προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού τεκμαίρεται ότι είναι ο δράστης της ως άνω προσβολής εφόσον αυτός προσδιορίζεται με ακρίβεια μέσω της διευθύνσεως IP και εφόσον κανένα άλλο άτομο δεν είχε πρόσβαση στην εν λόγω σύνδεση τον χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η προσβολή αυτή.
36. Εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι το ως άνω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί σε περίπτωση που άλλα άτομα πέραν του κατόχου της εν λόγω διαδικτυακής συνδέσεως είχαν δυνατότητα προσβάσεως σε αυτή. Εξάλλου, αν ένα μέλος της οικογένειας του κατόχου αυτού είχε τέτοια δυνατότητα, ο εν λόγω κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη, λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία του οικογενειακού βίου, απλώς και μόνον κατονομάζοντας το μέλος αυτό της οικογένειάς του, χωρίς να υποχρεούται να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία η σύνδεση με το διαδίκτυο χρησιμοποιήθηκε από το ως άνω μέλος της οικογένειάς του και τη φύση της εκ μέρους του τελευταίου χρήσεώς της.
37. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν εθνική νομοθεσία όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι σύμφωνη προς την υποχρέωση του εμπλεκόμενου κράτους μέλους να προβλέπει πρόσφορα μέσα έννομης προστασίας κατά των προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, τα οποία να είναι ικανά να οδηγήσουν σε αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε βάρος των παραβατών, όπως προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο με γνώμονα την αιτιολογική σκέψη 58 της οδηγίας αυτής, καθώς και σύμφωνη προς την υποχρέωση προβλέψεως αποτελεσματικών και αποτρεπτικών μέτρων, διαδικασιών και αποζημιώσεων προς εξασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 2004/48.
38. Συναφώς, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι, όταν ο θιγόμενος ασκεί αγωγή, ο δικαιούχος συνδέσεως με το διαδίκτυο, ο οποίος προσδιορίζεται με βεβαιότητα ως ο δράστης προσβολής δικαιώματος του δημιουργού, δεν υποχρεούται να προσκομίσει, υπό τις προϋποθέσεις που υπενθυμίζονται στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, αποδεικτικά στοιχεία ευρισκόμενα υπό τον έλεγχό του και συνδεόμενα με την ως άνω προσβολή.
39. Εντούτοις, όσον αφορά, ειδικότερα, την Οδηγία 2004/48, το άρθρο 6 παρ. 1 αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου ο οποίος έχει προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ευλόγως διαθέσιμα και επαρκή προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του και ο οποίος έχει αναφερθεί συγκεκριμένα σε αποδεικτικά στοιχεία ευρισκόμενα υπό τον έλεγχο του αντιδίκου, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων από τον αντίδικο, με την επιφύλαξη ότι διασφαλίζεται η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.
40. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 20 της Οδηγίας 2004/48 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την τεκμηρίωση της προσβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και ότι πρέπει να διασφαλίζεται ότι όντως διατίθενται αποτελεσματικά μέσα παρουσιάσεως, συλλογής και προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων.
41. Ως εκ τούτου, το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/48, ερμηνευόμενο με γνώμονα την αιτιολογική σκέψη 20 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν κατά τρόπο αποτελεσματικό στον θιγόμενο τη δυνατότητα να συλλέξει τα ευρισκόμενα υπό τον έλεγχο του αντιδίκου αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων δεν θίγει την προστασία των εμπιστευτικών στοιχείων.
42. Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, ο σεβασμός του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία του οικογενειακού βίου συνιστά, υπό το πρίσμα της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, πρόσκομμα το οποίο εμποδίζει τον θιγόμενο να συλλέξει, από τον αντίδικο, τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται προς στήριξη των ισχυρισμών του.
43. Από την αιτιολογική σκέψη 32 της Οδηγίας 2004/48, όμως, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις κατοχυρωμένες με τον Χάρτη αρχές. Ειδικότερα, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού της διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Χάρτη.
44. Ως εκ τούτου, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θέτει το ζήτημα του αναγκαίου συγκερασμού μεταξύ των επιταγών που συνδέονται με την προστασία διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων, ήτοι του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, αφενός, και του δικαιώματος σεβασμού του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, αφετέρου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16.7.2015, Coty Germany, C 580/13, EU:C:2015:485, σκέψη 33).
45. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει στα κράτη μέλη να στηρίζονται, κατά τη μεταφορά των οδηγιών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο, σε ερμηνεία τους η οποία καθιστά δυνατή την εξασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης. Στη συνέχεια, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των εν λόγω οδηγιών, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες αυτές, αλλά και να μη βασίζονται σε ερμηνεία τους που θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 16.7.2015, Coty Germany, C 580/13, EU:C:2015:485, σκέψη 34).
46. Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 52 παρ. 1 του Χάρτη ορίζει ειδικότερα ότι κάθε περιορισμός της ασκήσεως των αναγνωριζόμενων από τον Χάρτη δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μέτρο που συνεπάγεται κατάφωρη προσβολή δικαιώματος προστατευόμενου από τον Χάρτη πρέπει να λογίζεται ως μη σύμφωνο προς την απαίτηση εξασφαλίσεως μιας τέτοιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων απαιτείται συγκερασμός (απόφαση της 16.7.2015, Coty Germany, C 580/13, EU:C:2015:485, σκέψη 35).
47. Το Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει τα διάφορα στοιχεία της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα της ως άνω απαιτήσεως δίκαιης ισορροπίας.
48. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού του ιδιωτικού βίου stricto sensu, από το γράμμα του άρθρου 7 του Χάρτη προκύπτει ότι η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία πρέπει να εκτείνεται σε «κάθε πρόσωπο» και δεν περιορίζεται μόνο στα μέλη της οικογένειας του ατόμου το οποίο οι δικαστικές αρχές έχουν διατάξει να προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, δεδομένου ότι τα ως άνω μέλη δεν καλύπτονται βάσει της εν λόγω ρυθμίσεως από μια τέτοια ιδιαίτερη προστασία.
49. Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 7 του Χάρτη, άτομα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια μπορούν να τύχουν, βάσει της ως άνω ρυθμίσεως, ιδιαίτερης προστασίας που να τους παρέχει τη δυνατότητα να απαλλάσσονται από την υποχρέωση να ενοχοποιούν το ένα το άλλο όταν υπάρχουν υποψίες ότι κάποιο από αυτά έχει διαπράξει παράνομη πράξη.
50. Κατά τα λοιπά, η παρ. 3, στοιχείο δ’, του άρθρου 8 της Οδηγίας 2004/48, σε συνδυασμό με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, αποτελεί έκφραση της ως άνω ανησυχίας, καθόσον δεν αποκλείει την εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που παρέχουν τη δυνατότητα στον παραβάτη να αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες που θα τον υποχρέωναν να παραδεχθεί τη συμμετοχή του ή εκείνη στενών συγγενών του στην προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.
51. Πρέπει πάντως να γίνει δεκτό ότι, αν, σε καταστάσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εθνική ρύθμιση, όπως ερμηνεύεται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τη δυνατότητα του επιλαμβανόμενου αγωγής αποζημιώσεως εθνικού δικαστηρίου να επιβάλλει, αιτήσει του ενάγοντος, την προσκόμιση και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με τα μέλη της οικογένειας του αντιδίκου, η διαπίστωση της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού και ο προσδιορισμός του δράστη της προσβολής αυτής καθίστανται αδύνατοι και, επομένως, διαπράττεται κατάφωρη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και διανοητικής ιδιοκτησίας σε βάρος του κατόχου δικαιώματος του δημιουργού και, επομένως, δεν τηρείται, ως εκ τούτου, η απαίτηση εξασφαλίσεως δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των υφιστάμενων εν προκειμένω θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16.7.2015, Coty Germany, C 580/13, EU:C:2015:485, σκέψη 41).
52. Επομένως, παρέχοντας μια σχεδόν απόλυτη προστασία στα μέλη της οικογένειας του κατόχου συνδέσεως με το διαδίκτυο, μέσω της οποίας διαπράττονται προσβολές του δικαιώματος του δημιουργού με την ανταλλαγή αρχείων, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία δεν μπορεί, σε αντίθεση προς όσα απαιτεί το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29, να θεωρηθεί αρκούντως αποτελεσματική και παρέχουσα τη δυνατότητα επιβολής, σε τελική ανάλυση, αποτελεσματικής και αποτρεπτικής κυρώσεως στον δράστη της εν λόγω προσβολής. Εξάλλου, η διαδικασία η οποία κινήθηκε με την άσκηση της αγωγής της κύριας δίκης δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τον οποίο επιβάλλει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/48.
53. Η κατάσταση θα ήταν ωστόσο διαφορετική αν, προς αποφυγή ανεπίτρεπτης αναμείξεως στον οικογενειακό βίο, οι κάτοχοι των δικαιωμάτων είχαν άλλης μορφής αποτελεσματική ένδικη προστασία, που να τους παρέχει ιδίως τη δυνατότητα διαπιστώσεως, στην περίπτωση αυτή, της αστικής ευθύνης του δικαιούχου της σχετικής συνδέσεως με το διαδίκτυο.
54. Εξάλλου, εναπόκειται, τελικά, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει την ενδεχόμενη ύπαρξη, στο εσωτερικό δίκαιο, άλλων τρόπων, διαδικασιών και μέσων παροχής ένδικης προστασίας που να καθιστούν δυνατό στις αρμόδιες δικαστικές αρχές να διατάσσουν την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών προς απόδειξη, στο πλαίσιο περιστάσεων όπως αυτών της υποθέσεως της κύριας δίκης, της προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού καθώς και του εντοπισμού του δράστη της προσβολής αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 16.7.2015, Coty Germany, C 580/13, EU:C:2015:485, σκέψη 42).
55. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτής, αφενός, και το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/48, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ερμηνευόμενη από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, δυνάμει της οποίας ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο μέσω της οποίας διαπράττεται προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού με την ανταλλαγή αρχείων απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη όταν κατονομάζει ένα μέλος της οικογένειάς του που είχε δυνατότητα προσβάσεως στην εν λόγω σύνδεση, χωρίς να δίδει περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω σύνδεση από το μέλος αυτό της οικογένειάς του και τη φύση της χρήσεώς της εκ μέρους του τελευταίου.
Επί των δικαστικών εξόδων […]
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22.5.2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτής, αφενός, και το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29.4.2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ερμηνευόμενη από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, δυνάμει της οποίας ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο μέσω της οποίας διαπράττεται προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού με την ανταλλαγή αρχείων απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη όταν κατονομάζει ένα μέλος της οικογένειάς του που είχε δυνατότητα προσβάσεως στην εν λόγω σύνδεση, χωρίς να δίδει περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω σύνδεση από το μέλος αυτό της οικογένειάς του και τη φύση της χρήσεώς της εκ μέρους του τελευταίου.
Παρατηρήσεις
Απόφαση από 18.10.2018 Bastei Lübbe Michael Strotzer C-149/17
Ι. Η απόφαση επιλύει μια έκφανση της συγκρούσεως μεταξύ αποτελεσματικής προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και προστασίας της οικογενειακής ζωής. Tο Δικαστήριο της ΕΕ στην προκείμενη απόφαση επί προδικαστικού ερωτήματος εκλήθη να απαντήσει στο ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: κατά πόσον είναι συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ μια εθνική ρύθμιση που ορίζει ότι ο δικαιούχος μιας σύνδεσης με το internet (ΙP), μέσω της οποίας έχει γίνει προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτου (εν προκειμένω ενός εκδοτικού οίκου-φορέα του επίδικου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας) μπορεί να αποφύγει την ευθύνη του απλώς δηλώνοντας, χωρίς να παράσχει στον δικαιούχο στο πλαίσιο σχετικής δίκης, άλλες πρόσθετες πληροφορίες, ένα άλλο μέλος της οικογένειας του (εν προκειμένω τον ενήλικο γιό του δικαιούχου της σύνδεσης). Τούτο δε το οιογενειακό μέλος επίσης είχε πρόσβαση στην σύνδεση αυτή. Επισημαίνεται ότι η σύνδεση με το internet (IP address) αυτή καθαυτή δεν μπορεί να είναι απόδειξη της προσβολής και της ευθύνης ενός συγκεκριμένου προσώπου (του δικαιούχου), εφόσον σε αυτήν είχαν πρόσβαση και παράλληλη πρόσωπα του συγγενικού του περιβάλλοντος. Υπό την σκοπιά αυτή ορισμένα εθνικά δίκαια των κρατών μελών της ΕΕ είτε με ρητή ρύθμιση είτε νομολογιακά τείνουν να διευκολύνουν με διάφορους τρόπους την απόδειξη της προσβολής που τελείται με τον τρόπο αυτό. Σε αυτό συντελεί αποφασιστικά η Οδηγία 2004/48 για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιoκτησίας (Μαρίνος, ΕλλΔνη 2009, 1 επ.) με τις ιδιαίτερες αξιώσεις λχ αξίωση πληροφορήσεως και τα δικονομικά μέτρα που θεσπίζει.
ΙΙ. Η διανοητική ιδιοκτησία ρητά προστατεύεται σύμφωνα με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρο 17 Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, στην συνέχει Χάρτης) και το άρθρο 17 Συντ. (Μαρίνος, Πνευματική ιδιοκτησία, 2η εκδ., 2004, αρ. 87 επ.), τελώντας σε ισότιμη σχέση προς τα άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Μάλιστα ειδικά το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει βρει νομοθετική αποτύπωση στα συντάγματα τουλάχιστον δύο κρατών μελών της ΕΕ (Πορτογαλία, Σουηδία). Ο Χάρτης δεν διαγράφει τα όρια του ούτε το περιεχόμενο εκάστου δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας. Δεν περιέχει φυσικά κανόνες για την σύγκρουση διαφορετικών θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όμως, όπως αποφαίνεται η ενωσιακή νομολογία «ουδόλως προκύπτει από το άρθρο 17 παράγραφος 2 του Χάρτη ότι το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας είναι απαραβίαστο και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να χαίρει απόλυτης προστασίας» (ΔικΕΕ αποφ. από 27.3.2014, C-314/12 UPC Kabel σκέψη 61). Επειδή δε το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας έχει -με εξαίρεση τα ηθικά δικαιώματα- εναρμονισθεί σε μεγάλη έκταση και βάθος με δεκατέσσερεις εναρμονιστικές Οδηγίες, έπεται ότι ζητήματα συγκρούσεως προς θεμελιώδη δικαιώματα δεν θα λυθούν με προσφυγή στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο αλλά πλέον με βάση τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
ΙΙΙ. Η σχολιαζόμενη απόφαση είναι ένα παράδειγμα διευρύνσεως της επιχειρηματολογίας για την προσφερόμενη προστασία μέσα από την οδό του Χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και των αντίστοιχων ατομικών ελευθεριών ή δικαιωμάτων στο εθνικό δίκαιο. Ομοίως τα ίδια θεμελιώδη δικαιώματα μπορεί σε ακραίες περιπτώσεις να περιορίσουν την παρεχόμενη από την κοινή νομοθεσία προστασία ή να οδηγήσουν σε ερμηνευτική διεύρυνση των ορίων ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας. Με μια λέξη τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι μέσο σταθμίσεως συμφερόντων τόσο στο επίπεδο της προστασίας όσο και του περιορισμού των περιουσιακών εξουσιών, προκειμένου να βρεθεί μια «δίκαιη» (fair) λύση (βλ. Geiger „Constitutionalising” Intellectual Property Law? The Influence of Fundamental Rights on Intellectual Property in the European Union, IIC 2006, 371 επ.).
Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο σε μια εποχή, όπου πλέον δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η χρησιμότητα και η συμβολή τέτοιων δικαιωμάτων στην οικονομική, τεχνολογική και πολιτιστική πρόοδο αλλά αντίθετα κυριαρχεί ο «πληθωρισμός» τους με την εισαγωγή ολοένα και περισσότερων νέων ιδιαίτερων δικαιωμάτων με παράλληλη νομοθετική ή ερμηνευτική διεύρυνση του πεδίου προστασίας τους (βλ. ενδεικτικά για την ευρεσιτεχνία Μαρίνος, Δίκαιο ευρεσιτεχνίας 2013, αρ. 2.23 επ.). Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τόσο το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας αλλά και το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού (αδικοπρακτική προστασία επιχειρηματικών απορρήτων) οδηγούν σε μια «ιδιωτικοποίηση» (privatisation) πληροφοριών και περιορισμό του ανταγωνισμού. Υπό την οπτική αυτή γωνία οι εξαιρέσεις από το εκάστοτε δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας αποκτούν κομβική σημασία, όπως και το ερώτημα αν μπορούν να τεθούν εκποδών με ενοχικές συμβάσεις ή αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.
IV. H σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος της διανοητικής ιδιοκτησίας και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων ενεργεί προς δύο κατευθύνσεις. Μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό του πρώτου ή σε περιορισμό των άλλων συγκρουόμενων δικαιωμάτων καθώς και σε ερμηνεία των ορίων εκάστου απόλυτου και αποκλειστικού δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας κατά τρόπο σύμφωνο προς τα ατομικά δικαιώματα. Ιδιαίτερα τα όρια και η ερμηνεία των ορίων της διανοητικής ιδιοκτησίας πραγματώνουν την κοινωνική δέσμευση της διανοητικής ιδιοκτησίας και λειτουργούν ως μέσο περιορισμού των δικαιωμάτων του φορέα τους, εν προκειμένου του δημιουργού/δικαιούχου προς όφελος των χρηστών ή της ολότητας και αντίστροφα (Stieper, Rechtfertigung, Rechtsnatur und Disponibilität der Schranken des Urheberrechts, Tübingen 2009, 42 επ.). H διαδεδομένη πλέον αντιπαράθεση ως προς τα ελάχιστα δικαιώματα των χρηστών περιεχομένου προστατευόμενο από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας (user’s rights) στο πλαίσιο της ψηφιακής κοινωνίας καθώς και η ερμηνεία της εξουσίας της παρουσίας στο κοινό από την δυσανάγνωστη και δυσερμήνευτη νομολογία του ΔικΕΕ εντάσσονται έμμεσα στο πλαίσιο αυτό.
Δεν φαίνεται, τέλος, να έχει αποκρυσταλλωθεί απάντηση στο ερώτημα, αν εκείθεν των περιουσιακών εξουσιών του δημιουργού/δικαιούχου και των ορίων που θέτει η Οδηγία 2001/29 ανοίγεται πεδίο σταθμίσεως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα μέσω σταθμίσεως συμφερόντων υπό την αρχή της αναλογικότητας (Stieper, Reformistischer Aufbruch nach Luxemburg. Die Schranken des Urheberrechts im Lichte europäischer Grundrechte, GRUR 2017, 1209, 1211). Ομοίως ανοικτό είναι το ζήτημα αν οι μη εναρμονισθείσες σε ενωσιακό επίπεδο ηθικές εξουσίες, οι οποίες όμως παρά ταύτα επηρεάζονται από την εναρμόνιση των περιουσιακών εξουσιών θα υπόκεινται σε ανάλογη στάθμιση υπό το φως του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (βλ. Ubertazzi, Das EU-Reglement über die Urheberpersönlichkeitsrechte, GRUR Int 2018, 110).
V. Μεγάλη σημασία για την ερμηνεία τόσο των εναρμονισμένων στο ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όσο και της Οδηγίας 2004/48 για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας αποκτά η προστασία των δικαιούχων, ιδίως δημιουργών αλλά και των χρηστών και ενδιαμέσων επιχειρήσεων/διαμεσολαβητών Από την άποψη των δικαιούχων μεγάλη επιρροή ασκεί το άρθρο 17 τoυ Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Τούτο κατά πάγια ενωσιακή νομολογία καλύπτει και το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (ΔΕΚ 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-479/04, Laserdisken, Συλλογή 2006, σ. I-8089, σκέψη 65). Περικλείει δε και το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας του προσβαλλόμενου δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας (ΔΕΚ αποφ. από 29.1.2008, C-275/06 Promusicae σκέψεις 61, 62, σκέψη 51 σχολιαζόμενης αποφάσεως).
VΙ. Υπό την οπτική γωνία των διαμεσολαβητών εμπλέκεται η επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16 Χάρτη) (ΔικΕΕ αποφ. από 24.11.2011, C-70/10 Scarlet/SABAM σκέψη 46 ως προς φορείς παροχής υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο, αποφ. από 16.2.2012 C-360/10 SABAM/Netlog σκέψη 44 ως προς πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας, ΔικΕΕ αποφ. από 27.3.2014, C-314/12 UPC Kabel σκέψη 42 επ., αποφ. από 15.9.2016, C-484/14 McFadden/Sony σκέψη 47, 90). Η προστασία του δημιουργού ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή οφείλει να υποχωρήσει έναντι της επιχειρηματικής ελευθερίας τρίτων, όπως μαρτυρεί η δυνατότητα του reverse engineering προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (άρθρο 43 Ν 2121/1993, άρθρο 6 Οδηγίας 91/250). Αντίστοιχο όριο εισάγει η Οδηγία 2016/943 για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων (άρθρο 3 παραγρ. 1 στοιχ. β), τα οποία κατά την επικρατέστερη διεθνώς άποψη δεν υπάγονται στο συνταγματικά δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Σύγκρουση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να υπάρξει και προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας πληροφορήσεως (άρθρο 11 Χάρτη) (αποφ. από 15.9.2016, C-484/14 McFadden/Sony σκέψη 47 επ., 90 επ.), προς «την εγγύηση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συνεπώς, της ιδιωτικής ζωής» (άρθρο 8 Χάρτη) ΔΕΚ αποφ. από 29.1.2008, C-275/06 Promusicae σκέψη 64, αποφ. από 16.7.2015, C-580/13 Coty Germany σκέψη 33) και προς την ελευθερία έκφρασης, όπου παράδειγμα είναι η παρωδία σήματος ή έργου με την έννοια πνευματικής ιδιοκτησίας (βλ. ΔικΕΕ αποφ. από 3.9.2014, C-201/13 από Deckmyn σκέψεις 25 επ., 27, πρβλ. και αιτιολ. σκέψη 3 Οδηγίας 2001/29).
Περαιτέρω σύμφωνα με άρθρο 1 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ «Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται». Η σύγκρουση μεταξύ της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και προστασίας ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας παρατηρείται με ιδιαίτερα ένταση στο δίκαιο ευρεσιτεχνίας, όταν χρησιμοποιείται για να να προστατεύσει προϊόντα και διαδικασίες, που αφορούν συστατικά του ανθρώπινου σώματος σε διάφορες εξελικτικές φάσεις του (ΔικΕΕ αποφ. από 18.11.2001, C-34/10 Brüstle σκέψη 34, αποφ. από 14.12.2014, C-364/13 International Stem Cell Corporation σκέψη 24: «ο νομοθέτης της Ένωσης αποκλείει κάθε δυνατότητα κατοχυρώσεως με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε περιπτώσεις στις οποίες ενδέχεται να θιγεί ο οφειλόμενος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια σεβασμός …»).
Σε άλλες τέλος αποφάσεις του ΔικΕΕ η στάθμιση αυτή είναι κρυμμένη, αν και επηρεάζει ένα ερμηνευτικό αποτέλεσμα βάσει μιας οδηγίας (έτσι λ.χ. η απόφαση από 9.2.2012, C-277/10 Lukzan σκέψη 61, που αφορούσε τις Οδηγίες 93/83/ΕΟΚ, 2001/29/ΕΚ, 2006/115/ΕΚ και 2006/116/ΕΚ και τα δικαιώματα του δημιουργού οπτικοακουστικού έργου (σκηνοθέτη).
Εκ περισσού, τέλος, επισημαίνεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα θέτουν όρια στην αδικοπρακτική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, κατά πολλούς ενός «οιονεί δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας» (πρβλ. άρθρα 5 στοιχ. α, άρθρο 11 παρ. 2, σκέψη 21 και 34 Οδηγίας 2016/943 για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων).
VII. Όλες οι Οδηγίες που εναρμονίζουν σε ενωσιακό επίπεδο το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας τελούν υπό την επιφύλαξη των θεμελιωδών ελευθεριών. Ενδεικτική είναι η σκέψη 32 Οδηγίας 2004/48 για την επιβολή των δικαιωμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας. Ορίζει ότι: «η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί συγκεκριμένα στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού της διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του εν λόγω χάρτη» (πρβλ. και αιτιολ. σκέψη 3 Οδηγίας 2001/29), κατ’ ουσίαν δεχόμενη την βασική σύγκρουση συμφερόντων που διέπει την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας. Μερικές φορές πρέπει να υπάρξει επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα των συμμετεχόντων σε μια πράξη προσβολής προκειμένου να υλοποιηθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας 2004/48 (Μαρίνος, ΕλλΔνη 2009, 7-8).
VIII. Όλες οι εναρμονιστικές Οδηγίες ερμηνεύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ (ενδεικτικά αποφ. από 14.12.2014, C-364/13 International Stem Cell Corporation σκέψη 24 επ. αποφ. από 6.11.2003, C-101/01 Lindquist σκέψη 87). Η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας, μέρος του οποίου αποτελούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο σταθμίσεως με την προστασία άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. (Ενδεικτικά για την πάγια ενωσιακή νομολογία αποφ. από 24.11.2011, C-70/10 Scarlet/SABAM σκέψη 44, αποφ. από 27.3.2014, C-314/12 UPC Kabel σκέψη 46 και σκέψεις 45 επ. της σχολιαζόμενης αποφάσεως, από την θεωρία Μαρίνος, Πνευματική ιδιοκτησία 2η εκδ. 2004, αρ. 84 επ., Batista-Bings-Hilty σε Hilty/Jäger (Ed.), Europäisches Immaterialgüterrecht, Berlin 2017, 20 επ., Stieper 45 επ.). Η στάθμιση αυτή αποσκοπεί στην «εξασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης» (Eνδεικτικά σκέψη 45 σχολιαζόμενης αποφάσεως, αποφ. από 16.7.2015, C-580/13 Coty Germany σκέψη 34, αποφ. από 27.3.2014, C-314/12 UPC Kabel σκέψη 63, αποφ. από 15.9.2016, C-484/14 McFadden/Sony σκέψη 83).
Στην παρούσα απόφαση συγκρούεται το δικαίωμα του δημιουργού και η αποτελεσματική προστασία του κατά την Οδηγία 2004/48 προς το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 7 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ). Στο επίπεδο του δευτερογενούς δικαίου τούτο μεταφράζεται στο ερώτημα πώς νοείται η αποτελεσματική προστασία και επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και ειδικά του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την κλαδική Οδηγία 2001/29 και την «διαγώνια» Οδηγία 2004/48.
IX. Η υπόθεση, που είναι αντικείμενο της κύριας δίκης στο εθνικό δικαστήριο, είχε ως αντικείμενο προσβολές του δικαιώματος διαθέσεως στο κοινό που διαπράχθηκαν με χρήση του διαδικτύου. Ειδικότερα αφορούσε την διαδεδομένη πρακτική του file sharing,νοούμενου ως διάδοση/μεταφορά περιεχομένου υποκείμενο στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας (δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα» σε ένα ανταλλακτικό περιβάλλον μέσω ενός δικτύου Peer to Peer (P2P filesharing), όπου η μεταφορά των πληροφοριών (περιεχομένου) δεν διέρχεται από έναν κεντρικό υπολογιστή, αλλά γίνεται κατευθείαν από χρήστη προς χρήστη. Η ευθεία αυτή σχέση που δημιουργεί μια αποκεντρωμένη δομή καθιστά πρακτικά αδύνατο να αποκλεισθούν δίκτυα «P2P» ή να απομακρυνθεί από αυτά το παράνομο περιεχόμενο τους, κατά κανόνα μουσική ή οπτικοακουστικό υλικό προστατευόμενο από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι δικαιούχοι οι οποίοι θίγονται από αυτού του είδους τις προσβολές αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες στον εντοπισμό των παραβατών και στην απόδειξη της εμπλοκής τους. Συγκεκριμένα, οι προσβολές που διαπράττονται μέσω του διαδικτύου δεν αφήνουν εμφανή ίχνη και καθιστούν δυνατή, σε ορισμένο βαθμό, τη διατήρηση της ανωνυμίας των δραστών.
Η μόνη ένδειξη που μπορεί συνήθως να εντοπιστεί είναι η διεύθυνση IP – βασικό θεμέλιο της κοινωνίας των πληροφοριών- από την οποία διαπράχθηκε η προσβολή. Ο δικαιούχος του δικαιώματος μπορεί κατά κανόνα να ανιχνεύσει την διεύθυνση IP ή το όνομα λογαριασμού (account number) μέσω του οποίου διαπράχθηκε η προσβολή. Ο εντοπισμός αυτός του κατόχου της διευθύνσεως IP (Internet Protocol Αddress) -ένας μοναδικός αριθμός που χρησιμοποιείται από συσκευές σε ένα δίκτυο υπολογιστών που χρησιμοποιεί το Internet Protocol Standard για την μεταξύ τους αναγνώριση και συνεννόηση-, ακόμη και αν είναι ακριβής, δεν συνιστά απόδειξη της ευθύνης συγκεκριμένου προσώπου, ιδίως αν στην εν λόγω διαδικτυακή σύνδεση είχαν πρόσβαση περισσότερα πρόσωπα. Συγκεκριμένα, κατά την πάγια νομολογία του γερμανικού ακυρωτικού (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), ο ενάγων-φορέας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού από τον φορέα της συνδέσεως. Όμως, αν κατά την χρονική στιγμή της προσβολής η διαδικτυακή σύνδεση δεν ήταν αρκούντως ασφαλής, επειδή είχαν και άλλα πρόσωπα πρόσβαση ή είχε τεθεί στη διάθεση άλλων προσώπων, τότε δεν υφίσταται πραγματικό τεκμήριο ότι ο κάτοχος της εν λόγω συνδέσεως ήταν και ο δράστης της προσβολής. Για να ξεπεράσουν το εμπόδιο αυτό τα γερμανικά δικαστήρια έχουν αναπτύξει το τεκμήριο ότι ο φορέας της συνδέσεως έχει διαπράξει ο ίδιος την προσβολή, εφόσον η χρήση τρίτων αποκλείεται κατά το χρονικό σημείο της προσβολής μέσω file sharing (BGH, GRUR 2013, 511 Rdn 32 Morpheus). Όμως το τεκμήριο αυτό καταπίπτει, εφόσον ο φορέας της συνδέσεως αποδείξει ότι χρησιμοποιούσε WLaN-Router χωρίς «κλείδωμα προσβάσεως». Το γερμανικό ακυρωτικό δέχεται περαιτέρω, ότι υφίσταται ένα πραγματικό τεκμήριο ότι ο κάτοχος της συνδέσεως- συχνά ενήλικο τέκνο διέπραξε μια τέτοια προσβολή, εφόσον κατά τη χρονική στιγμή της προσβολής του δικαιώματος η συγκεκριμένη διαδικτυακή σύνδεση δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κανένα άλλο πρόσωπο (BGH αποφ. 8.1.2014 Ι ΖΡ 169/12, GRUR 2014, 657 BearShare με λοιπές παραπομπές).
X. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την ίδια νομολογία, ο κάτοχος της διαδικτυακής συνδέσεως φέρει ένα δευτερεύον βάρος επικλήσεως. Για να ανταποκριθεί σε αυτό, ο κάτοχος της συνδέσεως οφείλει να προβάλει ότι άλλα πρόσωπα – τα οποία, εφόσον συντρέχειτο ζητήσει ο φορέας του δικαιώματος, οφείλει να κατονομάσει – είχαν αυτοτελή πρόσβαση στη διαδικτυακή του σύνδεση και ενδέχεται, ως εκ τούτου, να είναι οι δράστες της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού. H υποχρέωση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 8 Οδηγίας 2004/18 (υποχρέωση πληροφόρησης του εναγόμενου/καθού η αίτηση), μια από τις σημαντικές καινοτομίες της (για αυτή Μαρίνος, ΕλλΔνη 2009, 16 επ.). Eντούτοις, αν ένα μέλος της οικογένειας είχε πρόσβαση στην επίμαχη διαδικτυακή σύνδεση, ο κάτοχος της συνδέσεως δεν υποχρεούται να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με τη χρονική στιγμή και τη φύση της χρήσεως της συνδέσεως αυτής, λαμβανομένης υπόψη της προστασίας του γάμου και της οικογένειας την οποία κατοχυρώνουν το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αντίστοιχες διατάξεις του γερμανικού συνταγματικού δικαίου.
XI. Το Δικαστήριο δέχεται ορθά ότι μια ρύθμιση εθνικού δικαίου, η οποία προσφέρει μια «οιονεί απολυτή προστασία» έναντι προσβολών πνευματικής ιδιοκτησίας που τελούνται μέσω file sharing δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί το υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, που επιδιώκει η Οδηγία 2001/29. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματική κατά την Οδηγία 2004/48. Επισημαίνει δε το Δικαστήριο ότι η αδυναμία του εθνικού δικαστηρίου να ζητήσει από τον ενάγοντα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία κατ’ αίτηση του ενάγοντος (άρθρο 8 Οδηγίας 2004/48 αξίωση πληροφόρησης/ενημέρωσης), που αφορούν τα μέλη της οικογενείας λόγω ακριβώς της επεμβάσεως του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος έχει ως συνέπεια την «ανοσοποίηση» από τα μέτρα που προβλέπει η Οδηγία 2004/48 για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (σκέψη 52) (πρβλ. και Spindler, Fortentwicklung der Haftung für Internetanschlüsse, GRUR 2018, 19).
XII. Η απόρριψη της «σχεδόν απόλυτης» προστασίας του προσβολέα βάσει του θεμελιώδους δικαιώματος της οικογένειας (σκέψη 52 σχολιαζόμενης αποφάσεως) εξισούται προς κατάχρηση δικαιώματος, όπως υπογράμμισε στην αγόρευση του και ο Γενικός Εισαγγελέας (σκέψη 44, πρβλ. και Spindler, GRUR 2018, 18). «Η απαγόρευση της καταχρήσεως δικαιώματος συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης από μακρού χρόνου. Δυνάμει της αρχής αυτής, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται καταχρηστικώς τα δικαιώματα που απονέμουν οι κανόνες της Ένωσης προκειμένου να επωφεληθούν των εξ αυτών απορρεόντων πλεονεκτημάτων χωρίς να επιτυγχάνεται ο σκοπός των εν λόγω κανόνων».
Συνεπώς η επίκληση ενός θεμελιώδους δικαιώματος σύμφωνα με τον Χάρτη απαγορεύεται, όταν δεν χρησιμοποιείται για να πραγματώσει τον σκοπό του αλλά για να ματαιώσει την ευθύνη ενός προσώπου έναντι τρίτου, θεμελιώδες δικαίωμα του οποίου (εν προκειμένω δικαίωμα (πνευματικής ιδιοκτησίας) έχει προσβληθεί.
XIII. Τούτο μεταφερόμενο στο ελληνικό δίκαιο σημαίνει πρακτικά, ότι εφόσον ο φορέας της συνδέσεως IP μετά την προσβολή αιτιολογημένου αιτήματος του φορέα του προσβαλλόμενου δικαιώματος προς το δικαστήριο (πρβλ. και άρθρο 63 παρ. 2 Ν 2121/1993) αρνείται να πληροφορήσει τον δικαιούχο του προσβαλλόμενου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ποιος διέπραξε την πράξη του file sharing ή άλλη ανάλογη προσβολή, τότε επέρχεται η έννομη συνέπεια που προβλέπει ο Ν 2121/19913. «Οι αντίστοιχοι προς απόδειξη ισχυρισμοί του διαδίκου, που ζήτησε την προσκόμιση ή την γνωστοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων θα θεωρούνται ομολογημένοι» (άρθρο 63 παρ. 5 εδ. α Ν 2121/1993).
Μιχ.-Θεοδ. Δ. Μαρίνος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρος