ΑΠ 982/2017: Ο εργοδότης, που επικαλείται το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, φέρει το βάρος της απόδειξης όχι μόνο της τήρησης του έγγραφου τύπου, αλλά και της παράδοσης του εγγράφου, που συνέταξε, στα χέρια του εργαζόμενου. Η με οποιοδήποτε τρόπο γνώση της σχετικής βούλησης του εργοδότη εκ μέρους του εργαζόμενου δεν αρκεί.
«Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.3 εδ. α’ του ν. 3198/1955 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.4 του ν. 2556/1997), η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 669 παρ.2 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη εφ’ όσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια ή αυτός έχει ασφαλισθεί.
Ακόμη, όμως, και αν τηρηθεί ο έγγραφος τύπος (ΑΚ 159 παρ.1), η καταγγελία, ως μονομερής δήλωση του εργοδότη που απευθύνεται στον εργαζόμενο και άγει στη λύση της συμβάσεως εργασίας, επάγει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μόνο μετά την περιέλευσή της στο πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται (ΑΚ 167). Και εφ’ όσον πρόκειται για τυπική δήλωση, για την περιέλευση απαιτείται και αρκεί η εγχείριση του εγγράφου, που την περιέχει, στο πρόσωπο, στο οποίο αφορά. Η πραγματική γνώση του περιεχομένου του εγγράφου είναι νομικώς αδιάφορη.
Ως εκ τούτου, ο εργοδότης, που επικαλείται το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, φέρει το βάρος της απόδειξης όχι μόνο της τήρησης του έγγραφου τύπου, αλλά και της παράδοσης του εγγράφου, που συνέταξε, στα χέρια του εργαζόμενου (ή της νομότυπης επίδοσής του, όταν η φυσική εγχείριση δεν είναι εφικτή). Οπότε, η τυχόν αμφιβολία ως προς την εγχείριση του εγγράφου θα πλήξει αυτόν τον ίδιο και δεν μπορεί να αρθεί από την εξ άλλων αποδεικτικών στοιχείων συναγωγή του συμπεράσματος ότι, ακόμη και αν δεν εγχειρίσθηκε το έγγραφο της καταγγελίας στον εργαζόμενο, αυτός έλαβε γνώση του περιεχομένου του με άλλο τρόπο.