Δημοσίευση σε ΕΕμΠΔ 1/2023: Σχόλιο Ι. Αθηναίος Πιέρρος, σ. 63-78
Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης – Εισηγήτρια: Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη
Αρεοπαγίτες: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρηστός Κατιάνης, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά.
Δικηγόροι: Ειρήνη Σπεντζοπούλου, Γεώργιος Κοπακάκης, Φώτιος Παπαχρήστου, Ιωάννης Δεληκοστόπουλος
Διαχείριση ομόρρυθμης εταιρείας και νομική θέση των διαχειριστών ομόρρυθμης εταιρείας (δικαιώματα – υποχρεώσεις – καθήκοντα). Ευθύνη διαχειριστών απέναντι στην ομόρρυθμη εταιρεία και τους λοιπούς μη διαχειριστές εταίρους. Η έννοια του εταιρικού οργάνου στις προσωπικές εταιρείες. Υποχρέωση επιμελούς διαχείρισης, υποχρέωση πίστης και εταιρικό συμφέρον στο δίκαιο των προσωπικών εταιρειών. Κανόνας της εύλογης επιχειρηματικής κρίσης στις προσωπικές εταιρείες. Υποχρέωση πληροφόρησης και Λογοδοσία. Έννοια εταιρικού συμφέροντος. Διανομή κερδών ομόρρυθμης εταιρείας και αρχή της αυτοτέλειας εταιρικών χρήσεων. Αναλογική εφαρμογή διατάξεων ΑΚ ιδίως στις διατάξεις περί εταιρείας και έννομη σχέση – σύμβαση εντολής. Έννοια υπαιτιότητας και πταίσματος. Αποζημιωτική ευθύνη.
Επί προσωπικών εμπορικών εταιρειών και επί ομόρρυθμης εταιρείας ειδικότερα ο διαχειριστής-εταίρος οφείλει να επιδιώκει την επίτευξη του εμπορικού σκοπού της εταιρίας τηρώντας τους κανόνες επιμελούς (τακτικής) διαχείρισης της εμπορικής επιχείρησης, ενόψει και του ότι αυτή δεν ανήκει από οικονομική άποψη, μόνο στον ίδιο, αλλά και τους συνεταίρους του. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται και από τις υποχρεώσεις συναλλακτικής πίστης, αλλά αποτελεί και αναπόσπαστο στοιχείο της κύριας συμβατικής υποχρέωσής του για διοίκηση της εταιρείας. Η υποχρέωση πίστης μεταξύ άλλων επιβάλλει στο διαχειριστή να μην εκμεταλλεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις εξουσίες που απορρέουν από την οργανική του θέση για δικούς του προσωπικούς σκοπούς και ήδη όφελος εις βάρος της εταιρείας, η προάσπιση των συμφερόντων της οποίας του ανατέθηκε, οφείλει δε να ενεργεί κατά της άσκησης της ευρείας διαχειριστικής εξουσίας που διαθέτει τηρώντας τον νόμο το καταστατικό της εταιρείας και τις τυχόν δεσμευτικές αποφάσεις του ανωτάτου εταιρικού οργάνου (γενικής συνέλευσης των εταίρων), καταβάλλοντας συγχρόνως κάθε ευλόγως αναμενόμενη προσπάθεια για να αυξηθούν τα οφέλη και να αποτραπούν ενδεχόμενες ζημίες στις εταιρείας. Οι κανόνες επιμελούς διαχείρισης επιβάλλουν στον διαχειριστή μεταξύ άλλων να ασκεί την προσήκουσα εποπτεία στην εταιρική επιχείρηση να προβαίνει σε τακτική λογιστική παρακολούθησή της και έλεγχο των τηρούμενων από την εταιρεία βιβλίων ενώ στοιχειώδη μέριμνα του αποτελεί να φροντίζει για την ικανοποίηση των εταιρικών απαιτήσεων ευθυνόμενος προς αποζημίωση της εταιρείας για κάθε παραβίαση των σχετικών υποχρεώσεών του που της επέφερε ζημία εκτός εάν αποδείξει έλλειψη πταίσματός του. Μόνη η ιδιότητα εταίρου ως διαχειριστή, ο οποίος στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας διενεργεί πράξεις ή προβαίνει σε παραλείψεις, δεν συνεπάγεται έλλειψη υπαιτιότητας του και συνεπώς προσωπικής του ευθύνης έναντι της εταιρίας, εάν αυτές κείνται εκτός του εταιρικού σκοπού και προξενούν σε αυτή ζημία, επιβαρύνοντας την με δαπάνες, που μειώνουν το ενεργητικό της και κατ’ επέκταση την περιουσία της.
[…] Κατά τη διάταξη του άρθρου 754 ΑΚ ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 714 έως 723 για την εντολή (ΑΠ 192/2016). Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και επί ομόρρυθμων εταιρειών και υπό το προηγούμενο καθεστώς των άρθρων 22επ. ΕΝ και υπό το νεότερο νόμο 4072/2012 7 έλλειψη σχετικών ειδικότερων ρυθμίσεων σε αυτά τα νομοθετήματα, ενόψει μάλιστα και της ρητής παραπομπής στις διατάξεις του αστικού κώδικα για την εταιρεία, όταν δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση του σχετικών με την ομόρρυθμη εταιρία κεφαλαίου του τελευταίου παραπάνω νομοθετήματος βάσει του άρθρου 249 παράγραφος 2 αυτού. Κατά το άρθρο 713 ΑΚ «με τη σύμβαση της εντολής εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε εντολέας», ενώ στο άρθρο 714 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι «ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 297, 298 ΑΚ προκύπτουν, πλην άλλων, τα εξής: Ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σ αυτόν υπόθεση να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του ότι υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή η παράβαση των νόμιμων υποχρεώσεων του αξιώνεται ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη και υποχρεούται εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 335 ΑΚ (ΑΠ 432/2021, 2212/2014). Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές του συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 342/2021, 1115/2003) και αυτός υποχρεούται να αποδείξει, κατ’ ένσταση, τη μη ύπαρξη πταίσματός του (έλλειψη υπαιτιότητας του) προκειμένου να απαλλαγεί της ευθύνης του στην παραπάνω περίπτωση. για την υποχρέωση αποζημιώσεως απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος στον λόγο και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. εάν επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή εάν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα (ΑΠ 342/2021, 118/2022, 1471/1998). Η αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε επειδή εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη από αυτόν κατά την εκτέλεση εντολής διενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 ΑΚ και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 914 (ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα, όπως απάτη υπεξαίρεση κλπ.), ή 919 ΑΚ, οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων (ΑΠ 342/2021). Επί προσωπικών εμπορικών εταιρειών και επί ομόρρυθμης εταιρείας ειδικότερα ο διαχειριστής-εταίρος οφείλει να επιδιώκει την επίτευξη του εμπορικού σκοπού της εταιρίας τηρώντας τους κανόνες επιμελούς (τακτικής) διαχείρισης της εμπορικής επιχείρησης, ενόψει και του ότι αυτή δεν ανήκει από οικονομική άποψη, μόνο στον ίδιο, αλλά και τους συνεταίρους του. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται και από τις υποχρεώσεις συναλλακτικής πίστης κατ’ αρθρ. 288 ΑΚ, αλλά αποτελεί και αναπόσπαστο στοιχείο της κύριας συμβατικής υποχρέωσής του για διοίκηση της εταιρείας. Η υποχρέωση πίστης μεταξύ άλλων επιβάλλει στο διαχειριστή να μην εκμεταλλεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις εξουσίες που απορρέουν από την οργανική του θέση για δικούς του προσωπικούς σκοπούς και ήδη όφελος εις βάρος της εταιρείας, η προάσπιση των συμφερόντων της οποίας του ανατέθηκε. Αυτός οφείλει να ενεργεί κατά της άσκησης της ευρείας διαχειριστικής εξουσίας που διαθέτει τηρώντας τον νόμο το καταστατικό της εταιρείας και τις τυχόν δεσμευτικές αποφάσεις του ανωτάτου εταιρικού οργάνου (γενικής συνέλευσης των εταίρων), καταβάλλοντας συγχρόνως κάθε ευλόγως αναμενόμενη προσπάθεια για να αυξηθούν τα οφέλη και να αποτραπούν ενδεχόμενες ζημίες στις εταιρείας. Οι κανόνες επιμελούς διαχείρισης επιβάλλουν στον διαχειριστή μεταξύ άλλων να ασκεί την προσήκουσα εποπτεία στην εταιρική επιχείρηση να προβαίνει σε τακτική λογιστική παρακολούθησή της και έλεγχο των τηρούμενων από την εταιρεία βιβλίων ενώ στοιχειώδη μέριμνα του αποτελεί να φροντίζει για την ικανοποίηση των εταιρικών απαιτήσεων ευθυνόμενος προς αποζημίωση της εταιρείας για κάθε παραβίαση των σχετικών υποχρεώσεών του που της επέφερε ζημία εκτός εάν αποδείξει έλλειψη πταίσματός του σύμφωνα με τα εφαρμοζόμενα αναλόγως στα άρθρα 713, 714, ΑΚ κατά τα προαναφερόμενα.
{…}Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/10/2016 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο πολυμελές πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5709/2018 οριστική ίδιου Δικαστηρίου και 1040/2020 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/7/2020 αίτησή της. {…} Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα επικαλείται με το πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου και δευτέρου λόγου της αίτησής της πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη ότι το εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου αντιστοίχως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 236, 238, 713επ. ΑΚ (πρώτος λόγος) και 281 ΑΚ (δεύτερος λόγος) κρίνοντας απορριπτέους τους επαναφερόμενους με την έφεσή της ισχυρισμούς της (ενστάσεις της) περί εγκρίσεως της διαχείρισης εκ μέρους της ως διαχειρίστριας της αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρίας και περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης προς αποζημίωσή της λόγω πλημμελούς διαχείρισης τις οποίες είχε προβάλει κατά της αγωγής της τελευταίας με αυτό το αντικείμενο {…} το Εφετείο έκρινε απορριπτέο στο αμφότερους τους άνω ισχυρισμούς ως μη νόμιμους και τους αντίστοιχους λόγους εφέσεως δεχόμενο: α) ως προς τον ισχυρισμό περί εγκρίσεως: ότι η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ισχυρίστηκε πως οι εκπροσωπούντες την αναιρεσίβλητη εταίροι, αν και έλαβαν πλήρη γνώση των επικαλούμενων ζημιογόνων διαχειριστικών της ενεργειών και της δήθεν ζημίας της ενάγουσας, κατά το διάστημα των ετών 2006 – 2009, άσκησαν την αγωγή μετά 7-10 έτη και ενώ στο διάστημα αυτό είχαν ασκήσει οι υποβάλλει εναντίον της ίδιας και της εταιρείας πλήθος άλλων αγωγών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και εγκλήσεων, η μακροχρόνια δε αδράνεια τους συνιστά σιωπηρή έγκριση των διαχειριστικών πράξεων ή παραλείψεων της, τα ως άνω όμως επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν έγκριση των πεπραγμένων της αναιρεσείουσας από τις λοιπές εταίρους της αναιρεσίβλητης, δυνάμενη να την απαλλάξει από την ευθύνη της, καθόσον, αντιθέτως, η αναφορά στον εν λόγω ισχυρισμό ότι η εκ μέρους των λοιπών εταίρων είχαν ασκηθεί ή υποβληθεί εναντίον της ίδιας και της εταιρείας πλήθος άλλων αγωγών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και εγκλήσεων, αφήνει σοβαρές αμφιβολίες, για το αν μπορεί να συναχθεί βούληση αυτών υπέχουσα έγκριση των ένδικων διαχειριστικών πράξεων και παραλείψεων, αφού επί σιωπηρής έγκρισης δεν πρέπει να καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ότι η από αυτά συναγόμενη βούληση του άλλου επέχει η έγκριση, και β) ως προς τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος: ότι η αναιρεσείουσα προς επιστήριξη αυτής της ενστάσεως της επικαλέστηκε πως η αγωγή ασκήθηκε από τις δήθεν εκπροσώπους της αντιδίκου της εταιρίας εταίρους, ενώ οι ίδιες ασκούν αυθαίρετα και παράνομα τη διαχείριση της, πώς με την αγωγή συζητήθηκε η αποκατάσταση εν υπαρκτής ζημίας της αναιρεσείουσας, που, σε κάθε περίπτωση επήλθε από δική τους αποκλειστικά υπαιτιότητα, πώς η άσκηση της αγωγής αυτής έγινε προς αντιπερισπασμό, καθώς ασκήθηκε 2 μήνες μετά την εκ μέρους της κατάθεση αίτησης περί λύσης της αναιρεσείουσας και πως η ανωτέρω εταίροι, εάν και έλαβαν πλήρη γνώση των επικαλούμενων από εκείνη ζημιογόνων διαχειριστικών της ενεργειών και της δήθεν ζημίες της αναιρεσείουσας κατά το διάστημα των ετών 2006 – 2009, άσκησαν την αγωγή, μετά 7-10 έτη και ενώ στο διάστημα αυτό είχαν ασκήσει ή υποβάλλει εναντίον της ίδιας, και της εταιρείας, πλήθος άλλων αγωγών, αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και εγκλήσεων, η μακροχρόνια δε αδράνειά τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις επίδικες αξιώσεις αυτός δε ισχυρισμός τους είναι μη νόμιμος διότι με αυτόν είναι αίρεση ούσα αρνήθηκε τη γέννηση του ασκούμενου δικαιώματος (δηλαδή τη διαδικαστική προϋπόθεση της νόμιμης εκπροσώπησης της αναιρεσίβλητης από τις άλλες δυο εταίρους, την ύπαρξη ζημίας, την ύπαρξη υπαιτιότητας στο πρόσωπο της). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι της αίτησης αναίρεσης είναι, κατά τα προεκτιθέμενα, απαράδεκτοι κατά το δεύτερο σκέλος τους το αναφερόμενο σε ανεπαρκείς, αντιφατικές και ενδοιαστικές αιτιολογίες, δηλαδή σε παράβαση από το αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που ιδρύεται μόνον όταν αυτές οι ιδεολογίες έχουν εμφιλοχωρήσει στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού κατά την ουσιαστική έρευνα των ισχυρισμών, και όχι όταν το δικαστήριο δεν εισήλθε κανείς σε αυτό το στάδιο όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως μη νόμιμοι. Ως προς το πρώτο τους σκέλος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, το αναφερόμενο σε παραβιάσεις των ανωτέρω διατάξεων, αυτοί είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, το Εφετείο δεν παραβίασε τις περί εγκρίσεως και εντολής διατάξεις του ΑΚ, οι ο οποίες εφαρμόζονται αναλόγως ως προς την ευθύνη του διαχειριστή, ομόρρυθμης εταιρίας και όχι μόνον ως προς την τυχόν έγκριση δικαιοπραξιών αυτού, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αλλά και ως προς όλες τις ενέργειες ή παραλείψεις του κατά τη διαχείριση. Η επίκληση της γνώσεως εκ μέρους των υπολοίπων εταίρων των αποδιδόμενων στην αναιρεσείουσα πράξεων ή παραλείψεων πλημμελούς διαχείρισης ( επιμέρους ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, που λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και παρατίθεται στην απόφαση του) και επικαλούμενοι μακροχρόνια αδράνειά τους, έρχεται σε αντίθεση με τα υπόλοιπα επικληθέντα από την ίδια πραγματικά περιστατικά, δηλαδή τη σωρεία αιτήσεων και αγωγών που εκείνες είχαν ασκήσει κατά αυτής ως διαχειρίστριας και της εταιρείας (ανεξαρτήτως της εκβάσεως τους) και τους ελέγχους που διενεργήθηκαν κατ’ αίτησή τους (όπως έρχεται σε αντίθεση και με το επικληθέντα από την αναιρεσείουσα γεγονός ότι μέχρι το 2012, από το οποίο δεν διέδραμε μέχρι την άσκηση της αγωγής κατά το 2016 χρόνος δυνάμενος να θεωρηθεί μάκρος, η ίδια αποκλειστικά ασκούσε τη διαχείριση της αναιρεσείουσας, την οποία υφάρπαξαν τότε, κατά τους σχετικούς ισχυρισμούς της, η εκπροσωπούσε στην αναιρεσίβλητη εταίροι), ούτως ώστε να μην μπορεί να υποστηριχθεί στο άρθρο 238 ΑΚ η ένστασή της περί σιωπηρής έγκρισης της διαχείρισής της, η οποία πρέπει, σύμφωνα με τα προ διαλαμβανόμενα, να προκύπτει σαφώς βάσει των επικαλουμένων προς θεμελίωση της περιστατικών, χωρίς αυτά να καταλείπουν αμφιβολίες ως προς τη βούληση εγκρίσεως, οι οποίες τον καθιστούν μη νόμιμο. Η διαφορετική εκδοχή, την οποία επιχείρησε να προσδώσει η αναιρεσείουσας αυτά τα περιστατικά, χρησιμοποιώντας τα ως επιχείρημα περί εγκρίσεως (ότι οι υπόλοιπες εταιρεία αντιδρούσαν στον τρόπο διαχείρισής της και παρόλα αυτά δεν άσκησαν προηγουμένως στη συγκεκριμένη αγωγή), δεν δεσμεύει την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της ανωτέρω ενστάσεως τους. Οι δε διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ επίσης δεν παραβιάστηκαν από το Εφετείο, κατά τα προεκτεθέντα, αφού οι επιμέρους χειρισμοί, στους οποίους αποπειράθηκε να θεμελιώσει η αναιρεσείουσα την ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης προς αποζημίωσή της, εκτός από αυτόν της μακράς αδράνειας, η επίκληση της οποίας αντιφάσεις των επί μέρους ισχυρισμών της περί σωρείας προηγηθεισών αγωγών των υπολοίπων εταίρων κατά της ιδίας και της εταιρείας, αποτελούν κατ’ αρχήν άρνηση της αναιρεσείουσας ως προς αποδιδόμενη σ αυτήν με την αγωγή επιζήμια για την εταιρία διαχείριση και, σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτουν την απόρριψη της κατ’ αυτής αγωγής ως αβάσιμης κατ ουσίαν (όπως ο επιμέρους ισχυρισμός ότι η αγωγή ασκήθηκε απλώς προς αντιπερισπασμό έναντι δικής της αίτησης για τη λύση της εταιρείας και επομένως στερείται βάσιμου ερείσματος). Ο ισχυρισμός της δε ότι οι υπόλοιπες εταιρίες άσκησαν κατά της εταιρείας άλλη αγωγή ως κληρονόμοι του…… για οφειλόμενα σε εκείνον ποσά, η οποία αν γίνει δεκτή θα οδηγήσει την εταιρεία σε οικονομικό αδιέξοδο και διάλυση προς ζημία της ίδιας, το εταιρικό μερίδιο της οποίας δεν θα έχει οποιαδήποτε αξία, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει περιστατικό που θεμελιώνει η καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων της εταιρείας έναντι της ίδιας, μη απτόμενο της έκβασης της υπό κρίση διαφοράς. 7 επομένως αυτός ο ισχυρισμός της είναι αλυσιτελής και το Εφετείο δεν παραβίασε το άρθρο 281 ΑΚ μη δεχόμενο αυτόν ως θεμελιωτικό της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ισχυρισμό. Επίσης το Εφετείο δεν υπέπεσε σε σφάλμα από τον αριθμό 8 β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μη απορρίπτοντας ρητώς των αμέσως προαναφερόμενων επιμέρους αλυσιτελής ισχυρισμό και τον μη νόμιμο ισχυρισμό περί αντιπερισπασμού, στους οποίους δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. κατόπιν αυτών απαράδεκτος είναι ο δεύτερος λόγος της αίτησης και κατά το σχετικό τρίτο σκέλος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. {…} Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με αυτήν έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: από τις…. ένορκες βεβαιώσεις των…, καθώς από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, και λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία (έγγραφα) αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εκπροσωπούσες την ενάγουσα, εδρεύουσα στη …. ομόρρυθμη εταιρεία είναι αδελφές, θυγατέρες του ….., η δε εναγομένη ήταν σύζυγος (ήδη χήρα) του πατέρα τους, από δεύτερο γάμο του και αποτελούν και οι 3 τα μοναδικά ομόρρυθμα μέλη της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας διάρκειας αορίστου χρόνου, που συστάθηκε με πρωτοβουλία του………, μεταξύ αυτού και άλλων προσώπων, δυνάμει του από……, ιδιωτικού συμφωνητικού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου………, με σκοπό την εισαγωγή από το εξωτερικό ειδών υγιεινής, την εμπορία αυτών με κέρδος και την εκπροσώπευση στην Ελλάδα οίκων της ημεδαπής και αλλοδαπής των ειδών αυτών. Δυνάμει της τελευταίας από ….. τροποποίησης του εταιρικού της ενάγουσας, διαμορφώθηκε υφιστάμενη σήμερα, συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη και τις ζημίες της (ενάγουσας εταιρίας), σε ποσοστό 24% για κάθε μία από τις ….. και ….. και σε ποσοστό 52% για την εναγομένη. Μετά τον θάνατο, στις ……., ου ιδρυτή της ενάγουσας ……, οι σχέσεις των εταίρων έχουν διαρρηχθεί για λόγους, που ερείδονται στη διαχείριση της ενάγουσας εταιρίας, οι δε ως άνω εταίροι της, έχουν εμπλακεί σε μακροχρόνιες και σοβαρές δικαστικές διενέξεις αστικής και ποινικής φύσεως. Κατά το ενδιαφέρον στην προκειμένη δίκη χρονικό διάστημα από…. έως την …., η εναγομένη υπήρξε αποκλειστική διαχειρίστρια της ενάγουσας εταιρίας, ενώ την …… τούτη ανακλήθηκε με την από …… εξώδικη δήλωση των λοιπών εταίρων, οι οποίες επικαλέστηκαν σπουδαίους λόγους, μεταξύ άλλων, τη συστηματική και συνεχή άρνηση της εναγομένης να παράσχει λογοδοσία και να επιτρέψει τον έλεγχο του τρόπου άσκησης των διαχειριστικών της καθηκόντων, την απόκρυψη τραπεζικών καταστάσεων και λογαριασμών, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν οι εταιρικές συναλλαγές, τον αυθαίρετο και μη σύννομο τρόπο διανομής κερδών, την άρνηση σύγκλησης συνέλευσης των εταίρων, και συζητήσεως των εταιρικών υποθέσεων, περιστατικά που έχουν καταστεί αντικείμενο των μεταξύ τους πολυετών δικαστικών διενέξεων. {…} Στο χρονικό διάστημα το ύψος της ως άνω αποκλειστικής διαχείριση της εναγομένης σύμφωνα με τις γραφές των βιβλίων της εταιρείας, πραγματοποιήθηκε την… πληρωμή ποσού… ευρώ, για την εξόφληση τιμολογίου προς τον προμηθευτή εξωτερικού με την επωνυμία…. το τιμολόγιο αυτό εμφανίζεται να έχει πληρωθεί μία φορά από το ταμείο της εταιρείας σε μετρητά, αντίστοιχη εγγραφή ισόποσης θερμικής πληρωμής κατά την… πλην όμως, για την εξόφληση του ίδιου εμφαίνεται δεύτερη φορά ισόποση εγγραφή πληρωμής ποσού…. του ίδιου προμηθευτή την ίδια ημερομηνία τον λογαριασμό όψεως…. όπου τηρούνταν τα διαθέσιμα της ενάγουσας, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη ισόποση μείωση των ταμειακών διαθεσίμων της τελευταίας. {..} Στη συνέχεια την, ……. καταχωρίστηκε με ημερομηνία…… αντιλογισμός (διαγραφή) τις καταχωρήσεις πληρωμής από το ταμείο, ωστόσο, επίσης την ίδια ημέρα…. ημερομηνία καταχώρησης…. καταχωρήθηκε ισόποση πληρωμή…… στο λογαριασμό «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις …..» ο οποίος απεβίωσε την….. καταλείποντας εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους σε ποσοστό3/8 εξ αδιαιρέτου κάθε μία από τις ως άνω εταίρους-θυγατέρες του, στις οποίες δεν πραγματοποιήθηκε καμία καταβολή κατά το κληρονομικό τους μερίδιο, περιστατικό άλλωστε που δεν επικαλείται ούτε πολύ περισσότερο αποδεικνύει η εναγομένη, και συνεπώς φαίνεται εικονικά να έχει λάβει χώρα πληρωμή….. ευρώ στον λογαριασμό….. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνει στην….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου …… ο εξεταστής επιμέλεια της ενάγουσας μάρτυρας………, που απασχολείται ως λογιστής-εξωτερικός συνεργάτης της ενάγουσας και λαμβάνοντας γνώση των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας, λόγω της ιδιότητας του {…}Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του εάν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) έκρινε ότι συνεπεία πλημμελούς διαχείρισης εκ μέρους της εναγομένης – εκκαλούσας, η ενάγουσα-εφεσίβλητη, ζημιώθηκε κατά το παραπάνω ποσό που συνιστά χρηματικό έλλειμμα της διαχείρισης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας με τον όγδοο λόγο της κρινόμενης έφεσης. {…}Αποδείχθηκε επίσης, ότι την….., εξοφλήθηκε υπόλοιπο δαπάνης, ύψους…. ευρώ προς την προμηθεύτρια ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία…. για αγορά ανελκυστήρα, η οποία δεν αφορά στην ενάγουσα εταιρεία καθώς αυτή διαθέτει ελκυστήρες στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις της. Το παραπάνω ποσό συνιστά χρηματικό έλλειμμα της διαχείρισης εκ μέρους της εναγομένης, η οποία δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της, ότι δεν πρόκειται για δική της διαχειριστική πράξη αλλά του…. Κατ’ εντολή του οποίου αγοράστηκε. {…} Αποδείχθηκε επίσης ότι στους υπ’ αριθμ….. λογαριασμούς κατά τις χρήσεις…. Καταχωρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ως δαπάνες αυτής παραστατικά (τιμολόγια και αποδείξεις) συνολικού ύψους….. ευρώ, που αφορούν στην αγορά …………. Τα παραπάνω αγορασθέντα προϊόντα δεν συνάδουν με το λειτουργικό σκοπό της ενάγουσας ούτε εξυπηρετούν τις δραστηριότητές της, με αποτέλεσμα η καταχώρηση των παραστατικών στα βιβλία της ενάγουσας και πληρωμή του συνολικού ποσού…. ευρώ με αντίστοιχες εκταμιεύσεις από το ταμείο της, κατ’ εντολή εναγομένης διαχειρίστριας, να μειώσουν κατά το άνω ποσό το ενεργητικό της ενάγουσας και να της επιφέρουν ισόποση ζημία. {…} Περαιτέρω, στο λογαριασμό….. αμοιβές και έξοδα δικηγορών, κατ’ εντολή της διαχειρίστριας-εναγομένης καταχωρήθηκαν τα παρακάτω παραστατικά και έγιναν οι αντίστοιχες εκταμιεύσεις για την εξόφλησή τους από το ταμείο της ενάγουσας, μειώνοντας ισόποσα τα ταμειακά διαθέσιμα αυτής, ποσών που αφορούν κονδύλια αμοιβών για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες πληρεξουσίων δικηγόρων της εναγομένης κατά την εκπροσώπηση της τελευταίας σε ατομικές δίκες και για δικό της λογαριασμό και όχι υπό την ιδιότητά της ως εκπροσώπου της ενάγουσας, δαπάνες δηλαδή, που δεν αφορούν στις λειτουργικές ανάγκες και τον σκοπό της ενάγουσας {…} Η εναγομένη υποστηρίζει με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, που πλήττει το ανωτέρω κονδύλιο, ότι δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για την παραπάνω αιτία, καθώς οι αγωγές, μηνύσεις κλπ των αντιδίκων εταίρων στρέφονταν μεν ατομικά εναντίον της, αλλά με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της εταιρείας και αφορούσαν την άσκηση των διαχειριστικών καθηκόντων της (όπως δίκης λογοδοσίας, διατήρηση και μη καταστροφής των εταιρικών βιβλίων και στοιχείων παλαιότερων χρήσεων). Οι ισχυρισμοί της αυτοί πέραν της αοριστίας τους καθώς δεν εξειδικεύονται τα επιμέρους αντικείμενα των δικών για κάθε υπόθεση ξεχωριστά, ουδόλως άγουν σε κρίση έλλειψης υπαιτιότητας εκ μέρους της, αφενός μεν διότι συνομολογεί τη διεξαγωγή των δικών σε βάρος της ατομικά (261ΚΠολΔ) αφετέρου διότι για την κατάφαση της έλλειψης υπαιτιότητας της θα έπρεπε να επικαλείται και πολύ περισσότερο να αποδεικνύει ότι η διεξαγωγή των δικών αφορούσε την εξυπηρέτηση του καλώς εννοούμενου συμφέροντος της ενάγουσας εταιρίας και την εξάντληση εκ μέρους της κάθε καλόπιστη περιθωρίου συμβιβαστικής προσέγγισης και αποφυγής δικαστικών διενέξεων για το συμφέρον της ενάγουσας. Συνακόλουθα, ο σχετικός (πέμπτος) λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι η εναγομένη ως καταστατική διαχειρίστρια αποφάσισε μονομερώς τη μεταφορά εις νέον του 50% των κερδών κάθε χρήσης και τη μη διανομή του στους εταίρους, χωρίς να της παρέχεται ως διαχειριστής από το καταστατικό ή το νόμο τέτοιο δικαίωμα το οποίο παρέχεται μόνο στη συνέλευση των εταίρων που αποφασίζει με ομόφωνη απόφαση, έλλειψη αντίθετης πρόβλεψης στο καταστατικό. Για το λόγο αυτό οι λοιπές δυο εταίροι …… προσέφυγαν δικαστικά στη διεκδίκηση των αναλογούντων σε αυτές κερδών, ασκώντας σχετικές αγωγές κατά της ενάγουσας, η οποία κατ’ αυτό τον τρόπο επιβαρύνθηκε με περιττά δικαστικά έξοδα και τόκους {…} Για την ίδια αιτία η ενάγουσα επιβαρύνθηκε με και με τις αμοιβές των διορισθέντων εκ μέρους της εναγομένης πληρεξούσιου δικηγόρου για τη δικαστική της εκπροσώπηση στις οικείες δίκες συνολικού ύψους…… ευρώ. Η εναγομένη υποστηρίζει με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, που πλήττει τα ανωτέρω κονδύλια, ότι δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για την παραπάνω αιτία, καθόσον ήταν διαχειριστικά και επιχειρηματικά ορθό και επιμελές για την ενάγουσα εταιρεία η μεταφορά εις νέον του 1/2 των ετήσιων κερδών της και η μη διανομή του στους εταίρους και ότι επρόκειτο για πάγια πρακτική του ιδρυτή της (ενάγουσας), την οποία και η ίδια υιοθέτησε. ωστόσο οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αλυσιτελής ενόψει της αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων που υπαγορεύει να λαμβάνονται ετησίως οι αποφάσεις της συνέλευσης των εταίρων περί διανομής ή μη των κερδών, επιπλέον δε η αξίωση των λοιπών εταίρων για κέρδη και τόκους έχουν ήδη αναγνωριστεί με τις ως άνω τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, που έκριναν τα νομικά και ουσιαστικά ζητήματα περί του σύννομου ή μη της μεταφοράς των κερδών εις νέον, με απόφαση μόνο του διαχειριστή, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική εγκριτική απόφαση της συνέλευσης των εταίρων. {…} Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι την….. διενεργήθηκε, κατ’ εντολή της εναγομένης, ταμειακή εγγραφή μείωσης του ταμείου της ενάγουσας ποσού ευρώ….., με αντίστοιχη μείωση εγγεγραμμένου φερόμενου υπολοίπου της ήδη, από το έτος 2001, και εκκαθαριστής ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία……., χωρίς να αναγράφεται σχετικό παραστατικό οφειλής ή πληρωμής ή άλλο δικαιολογητικό για την εγγραφή αυτή και χωρίς να αποδεικνύεται η πραγματική καταβολή του ως άνω ποσού στο νομό με πρόσωπο αυτής της εταιρείας. Επίσης, την ….. καταχωρίστηκε στα βιβλία της ενάγουσας, κατ’ εντολή της εναγομένης με ημερομηνία καταχώρησης……, πληρωμή της ενάγουσας προς τον θανόντα……., ποσού ευρώ…. με αιτιολογία…….., με ισόποση μείωση των διαθέσιμων μετρητών και ισόποση πιστωτική εγγραφή στο λογαριασμό….. του οποίου, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι, μεταξύ άλλων, οι εκπροσωπούντες την ενάγουσα στην παρούσα δίκη…… σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, στις οποίες δεν καταβλήθηκε το αναλογούν σε αυτές ποσό κατά το κληρονομικό τους μερίδιο για την ως άνω αιτία. Έτσι, κατά το συνολικό ποσό των………, που αφορούν σε ταμειακές εκροές, που διενεργήθηκαν κατά τα τέλη της εναγομένης, μειώθηκαν αντίστοιχα και ισόποσα τα ταμειακά διαθέσιμα της ενάγουσας, που υπέστη για την αιτία αυτή ισόποση ζημία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση σε όμοια κρίση κατέληξε δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων απορριπτομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του ένα του λόγου της κρινόμενης έφεσης. Επίσης, πλήρως αποδείχθηκε ότι αν και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ…… απόδειξη είσπραξης της ενάγουσας ποσού ευρώ…… από τον πελάτη της με την επωνυμία…… όπως και η υπ’ αριθμ……. απόδειξη είσπραξης της ενάγουσας ποσού ευρώ…… από τον πελάτη της….. καθώς και η υπ’ αριθμ…. απόδειξη είσπραξης ενάγουσας ποσού ευρώ…. από τον πελάτη της….. οι ως άνω εισπράξεις με υπαιτιότητα της εναγομένης ως καταστατικής διαχειρίστριας, δεν καταχωρήθηκαν στα βιβλία της ενάγουσας και δεν κατατέθηκαν τα ισόποσα χρηματικά ποσά στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό ή στο ταμείο μετρητών της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να υφίσταται η τελευταία ισόποση ζημία ύψους….. ευρώ, η δε εναγομένη φέρει αποκλειστικά ευθύνη για τις εγγραφές στα βιβλία και της παράλειψης καταχώρησης σε αυτά, υπό την παραπάνω ιδιότητά της. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση όμοια κρίση κατέληξε δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων απορριπτομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του δέκατου λόγου της κρινόμενης έφεσης..{…} Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η λεγόμενη δεν άσκησε την προσήκουσα εποπτεία στον συνεργαζόμενο με τη ενάγουσα πωλητή…. ο οποίος αν και εισέπραξε το χρονικό διάστημα…. χρηματικά ποσά, από πελάτες της ενάγουσας προς το σκοπό της απόδοσής τους στην εταιρία έναντι των χρεωστικών υπολοίπων τους, δεν τα απέδωσε στην ενάγουσα. {…} Η εναγομένη, λαμβάνοντας γνώση της επιλήψιμης αυτής συμπεριφοράς, δέχθηκε και έλαβε έναντι της χρηματικής οφειλής του προαναφερόμενου πωλητή 50 ισόποσες μηνιαίες συναλλαγματικές αποδοχής του…. {…} Ωστόσο, αν και η οφειλή αυτή εξακολουθούσε υφισταμένη, η εναγομένη δεν υπέβαλε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του, ούτε κινήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο εναντίον του δικαστικά {…} Οι ισχυρισμοί αυτοί, που εισφέρονται αορίστως, δεν διαφοροποιούν την κρίση του δικαστηρίου περί της απουσίας εκ μέρους της εναγομένης, ως καταστατικής διαχειρίστριας, του προσήκοντος ελέγχου και εποπτείας επί του ανωτέρω συνεργάτη της ενάγουσας λαμβανομένης υπόψη και της εξακολουθητικής επί σειρά ετών ως άνω συμπεριφοράς στο τελευταίο σε συνδυασμό με την εκ του νόμου ευθύνη της εναγομένης για κάθε πταίσμα (άρθρο 714 ΑΚ) {…} Μόνη η ιδιότητα εταίρου ως διαχειριστή, ο οποίος στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας διενεργεί πράξεις ή προβαίνει σε παραλείψεις, δεν συνεπάγεται έλλειψη υπαιτιότητας του και συνεπώς προσωπικής του ευθύνης έναντι της εταιρίας, εάν αυτές κείνται εκτός του εταιρικού σκοπού και προξενούν σε αυτή ζημία, επιβαρύνοντας την με δαπάνες, που μειώνουν το ενεργητικό της και κατ’ επέκταση την περιουσία της. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν κατ’ εντολή του χρεώνονται στην εταιρεία δαπάνες προς άμυνά του έναντι ένδικων βοηθημάτων, εγκλίσεων κλπ. που στρέφονται κατά του ίδιου προσωπικά έστω και αν αναφέρονται σε δραστηριότητα που ανέπτυξε ως διαχειριστής {…} Όπως προκύπτει δε από το δικόγραφο της έφεσης της αναιρεσείουσας, αυτή η επαναφέροντας στο εφετείο ισχυρισμούς της περί έλλειψης υπαιτιότητας της για τις ανωτέρω δαπάνες, αρκέστηκε στην επίκληση των ενεργειών της στο πλαίσιο της διαχειριστικής της εξουσίας και ουδόλως προέβαλε με τον σχετικό λόγο της έφεσής της ισχυρισμό ότι οι συγκεκριμένες για κάθε περίπτωση δαπάνες, που επιβάρυναν την αναιρεσίβλητη εταιρεία, εντάσσονταν στο καλώς νοούμενο συμφέρον της, και στον εταιρικό της σκοπό, ώστε να θεμελιώνεται νόμιμη κατά το άρθρο 714 ΑΚ ένσταση περί έλλειψης υπαιτιότητας της αναιρεσείουσας ως διαχειρίστριας, κρίση στην οποία κατέληξε το εφετείο και η οποία αρκεί προς επιστήριξη του διατακτικού της, χωρίς να είναι αναγκαία για αυτό και η πλεοναστική αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε και εξάντληση εκ μέρους της κάθε καλόπιστου περιθωρίου συμβιβαστικής προσέγγισης και αποφυγής δικαστικών διενέξεων (επιμέρους πράξη που, σε κάθε περίπτωση, εντάσσεται στο καλώς νοούμενο συμφέρον της εταιρείας, όταν οι διαφορές προκύπτουν μεταξύ των εταίρων χωρίς να απαιτείται όμως να αναφερθεί ειδικώς για τη νομιμότητα και πληρότητα της σχετικής ενστάσεως) {…} Το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου, δεχόμενο, με πλήρεις, αναλυτικές, σαφείς αιτιολογίες, που δεν περιέχουν αντιφάσεις, ότι η αναιρεσείουσα ενήργησε ως διαχειρίστρια κατά παράβαση του νόμου και του καταστατικού της αναιρεσείουσας (αιτιολογία περιλαμβανομένης της ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση του εφετείου απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι αιτίες της οποίας προς το ανωτέρω ζήτημα δεν αντικαταστάθηκαν αλλά απλώς συμπληρώθηκαν) αποφασίζοντας μονομερώς και χωρίς να προηγηθούν αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των εταίρων για κάθε αυτοτελή εταιρική χρήση τη μη διανομή στις τότε ενάγουσες του ½ των εταιρικών κερδών, που αναλογούσαν σε αυτές ετησίως και τη μεταφορά τους «εις νέον», η επιδίκαση των οποίων μαζί με τους οφειλόμενους τόκους εις βάρος της κριθείσας, υπερήμερης αναιρεσίβλητης έλαβε χώρα με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, απέρριψε την ένστασή της περί έλλειψης οποιασδήποτε υπαιτιότητας της στηριζόμενη στη διαχειριστική και επιχειρηματική ορθότητα των παραπάνω, κατά τους ισχυρισμούς της, επωφελών για την εταιρεία ενεργειών της, ενόψει και πάγιας πρακτικής του ιδρυτή της αναιρεσίβλητης, την οποία συνέχισε, κρίνοντας τους επιμέρους σχετικούς ισχυρισμούς της ως αλυσιτελής λόγω της αρχής της αυτοτέλειας των εταιρικών χρήσεων (αρθρ. 255 ν. 4072/2012, 762 ΑΚ) {…} Περαιτέρω, το Εφετείο βάσει των παρατιθέμενων παραδοχών του, με σαφείς πλήρεις και μη αντιφατικές αιτιολογίες, ο επί στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και καθιστούν δυνατό τον αναιρετικό έλεγχο βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (αρθρ. 713, 714 ΑΚ) και ευθύνη της μη άσκησης σας τη δέουσα εποπτεία και τον έλεγχο αναιρεσείουσας για τις ζημίες συνολικού ύψους…. που υπέστη η αναιρεσίβλητη από τη μη απόδοση σε αυτήν των προσδιοριζόμενων ποσών από τον συνεργαζόμενο με αυτή πωλητή….., ο οποίος τα εισέπραξε από πελάτες της για λογαριασμό της τα έτη …… και τα παρακράτησε, όπως αποδεικνυόταν από σχετικές εγγραφές στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας. Η γενομένη δεκτή η μη δέουσα εποπτεία και έλεγχος εκ μέρους της αναιρεσείουσας που όφειλε να εντοπίσει έγκαιρα την ανωτέρω συμπεριφορά του παραπάνω πωλητή, αποτρέποντας την περαιτέρω επαύξηση της ζημίας της αναιρεσίβλητης, εκτεινόμενη σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, δεν έρχεται σε αντίφαση αλλά αντίθετα επί στηρίζεται από το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα έλαβε γνώση αυτής της παρακράτησης αργότερα και ήρθε σε συμφωνία μαζί του για τη σταδιακή καταβολή τους το 2010 διά της υπογραφής εκ μέρους του 50 συναλλαγματικών με ημερομηνίες λήξης αρχόμενες από….., που δεν πληρώθηκαν, χωρίς ωστόσο η πληρωμή έστω των πρώτων από αυτές να διεκδικηθεί δια της εκδόσεως διαταγών πληρωμής μέχρις ότου αυτός ασθένησε σοβαρά και δεν υφίστατο περιθώρια είσπραξης των οφειλομένων εκ μέρους του ποσών από το προϊόν της εργασίας του ή με άλλο τρόπο (με συνέπεια να καθίσταται οριστική και βέβαιη πλέον η απώλεια του ανωτέρω ποσού για την αναιρεσίβλητη), όπως κρίθηκε από το Εφετείο, που αντικατέστησε τις σχετικές με αυτό το τελευταίο ζήτημα αιτιολόγηση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (αναφερθέντος σε ιδιαζόντως δυσχερή ή απίθανη την ικανοποίηση της αναιρεσίβλητης). Η δε επικαλούμενη την αναιρεσείουσα γνώση των υπολοίπων εταίρων ως προς το παραπάνω συμβάν, στηριζόμενη σε επικαλούμενη πρόσβασή τους στα βιβλία της αναιρεσίβλητης, ο δόλος αναιρεί την ευθύνη της τότε διαχειρίστριας της εταιρείας αναιρεσίβλητης προς αποζημίωση της εταιρείας. Επομένως, σχετικός πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το παραπάνω ζήτημα είναι αβάσιμος. Επίσης, με επαρκείς, σαφείς, και μη αντιφατικές αιτιολογίες, επιτρέπουν στον αναιρετικό έλεγχο ως προς τη στοιχειοθέτηση των πραγματικών περιστατικών, που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των ίδιων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 713 και 714 ΑΚ, έγιναν δεκτά τα κονδύλια αποζημιώσεως για τις ακόλουθες ζημίες της αναιρεσίβλητης….. για την επιβάρυνση της αναιρεσίβλητης με δαπάνη αγοράς ανελκυστήρος, ο οποίος δεν εξυπηρετούσε δικές της ανάγκες και δεν τοποθετήθηκε στις εγκαταστάσεις της, με συνέπεια το ως άνω ποσό να συνιστά έλλειμμα της διαχείρισης της αναιρεσείουσας, η οποία δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της περί ελλείψεως υπαιτιότητας της και συγκεκριμένα ότι δεν επρόκειτο για δική της διαχειριστική πράξη αλλά του….. {…} Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημα της {…}.
Παρατηρήσεις:
- Η σχολιαζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), κλήθηκε να αντιμετωπίσει και να ερμηνεύσει αυθεντικά, θεμελιώδη ζητήματα, δογματικές έννοιες και αρχές, στη βάση τόσο του δικαίου των προσωπικών εταιρειών, και ειδικότερα της ομόρρυθμης εταιρείας, αλλά και του ουσιαστικού αστικού δικαίου. Σαφώς, η ανάλυση του συνόλου των τιθέμενων νομικών ζητημάτων που απασχόλησαν τη σχολιαζόμενη απόφαση, ξεπερνούν τα πεπερασμένα όρια του παρόντος σχολιασμού, ο οποίος εστιάζει κυρίως στο πεδίο του δικαίου των προσωπικών εταιρειών.
- Βασικό νομικό ζήτημα το οποίο διαπερνά το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης απόφασης αλλά και το σύνολο του δικαίου των προσωπικών εταιρειών, είναι η οριοθέτηση της έννοιας «διαχείριση» και «εκπροσώπηση» της εταιρείας (προς τα έσω και προς έξω), αλλά και η νομική θέση και ευθύνη των «διαχειριστών» απέναντι στην εταιρεία, τους λοιπούς μη διαχειριστές εταίρους και στους τρίτους.
- Οφείλουμε, όταν εστιάζουμε στο δίκαιο των προσωπικών εταιρειών, να εκκινούμε από τη θεμελιώδη αξιωματική παραδοχή ότι, στοιχείο της ιδιοσυστασίας κάθε προσωπικής εταιρείας, είναι η επιδίωξη ενός κοινού σκοπού (affectio societatis), ο οποίος αναλύεται και εξειδικεύεται στην αέναη επιδίωξη κοινών συμφερόντων των εταίρων, με διαρκείς, σαφείς και υπερατομικές στοχεύσεις, που επιτυγχάνονται με τη συνεχή συνεργασία των συμβαλλομένων μερών, δια του εταιρικού χάρτη της εταιρείας, δηλαδή του καταστατικού της. Η εταιρική συμμετοχή, σε αντίθεση με τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, συνδέεται και συνέχεται άμεσα με την εξουσία του ομορρύθμου εταίρου να συμμετέχει στη λειτουργία της εταιρείας και συμβάλλει δραστικά στην τύχη της εταιρείας, μέσω της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
3.1. Στις προσωπικές εταιρείες και δη στην ομόρρυθμη εταιρεία, ο διαρκής ενοχικός δεσμός μεταξύ των εταίρων έχει έντονα προσωποπαγή χαρακτήρα, όπως και στην αστική εταιρεία, ενώ η δημιουργούμενη δια της εταιρικής σύμβασης, με οργανωτικό περιεχόμενο και λειτουργία, εταιρική σχέση (συνδυασμός προσώπων και αντικείμενων σε ένα σύστημα με ενιαίο σκοπό), αποτελεί σχέση εμπιστοσύνης, ισχύει δε οριζόντια (μεταξύ των εταίρων), και κάθετα (μεταξύ των εταίρων και της εταιρείας)[1]. Ο ν. 4072/2012 βέβαια, επιτρέπει τον μετριασμό του στοιχείου αυτού, ανάλογα με τις ανάγκες των εταίρων. Μόνον όμως με την συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ και των γενικών αρχών που τη διέπουν (υποχρέωση πίστης, υποχρέωση ισότιμης μεταχείρισης, αρχή του αδιάσπαστου της εταιρικής συμμετοχής, κανόνας του πυρήνα της εταιρικής συμμετοχής), δημιουργείται και υπό το ν. 4072/2012 η απαιτούμενη κανονιστική πυκνότητα στο δίκαιο των προσωπικών εταιρειών[2].
3.2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος – εταίρος στην ομόρρυθμη εταιρεία, αναλαμβάνει, έναντι των λοιπών αλλά και της ίδιας της εταιρείας, την υποχρέωση να συμπεριφέρεται και να επιδιώκει την επίτευξη του κοινού σκοπού κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δύναται να αξιώσει την αντίστοιχη συμπεριφορά και από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη – λοιπούς εταίρους της εταιρείας. Στην παραδοχή αυτή βασίζεται και η εταιρική αγωγή[3]. Η δε επίτευξη του κοινού εταιρικού σκοπού, ο οποίος διαφοροποιεί ποιοτικά το καταστατικό από τις κοινές αμφοτεροβαρείς συμβάσεις[4], δομείται θετικά στην υποχρέωση σύμπραξης και συνεργασίας των εταίρων, και αρνητικά οριοθετεί την προσωπική από την εταιρική σφαίρα των εταίρων[5]. Είναι δηλαδή ο εταιρικός σκοπός, η causa και η νομική βάση, για να συγκεκριμενοποιηθούν εταιρικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων[6] και αποτελεί το ερμηνευτικό εργαλείο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των εταίρων και των διαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρείας, δεδομένο το οποίο εύστοχα εντοπίζει και ερμηνεύει η σχολιαζόμενη απόφαση.
3.3. H συνακόλουθη υποχρέωση πίστης των συμβαλλόμενων μερών – ομορρύθμων εταίρων, τυποποιείται ως η υποχρέωση επίτευξης του εταιρικού σκοπού και ως υποχρέωση παράλειψης ενεργειών που αντιβαίνουν σε αυτόν[7]. Κατά δε την κρατούσα άποψη στη νομολογία, η υποχρέωση πίστης θεμελιώνεται έμμεσα από την υποχρέωση επιδίωξης και προώθησης του κοινού σκοπού κατ’ αρθρ. 741 ΑΚ, και άμεσα από το άρθρο 747 ΑΚ[8]. Σε αντίθεση με τις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων, όπου εντοπίζεται μεγαλύτερη συμβατική ελευθερία με απώτατα όρια τα γενικά όρια της συμβατικής ελευθερίας κατ’ αρθρ. 361 ΑΚ, αλλά και των άρθρων 178, 179, 281, 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με την υποχρέωση πίστης και την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των εταίρων, στις εξωτερικές σχέσεις επεμβαίνει η ανάγκη προστασίας των τρίτων συναλλασσόμενων με την ομόρρυθμη εταιρεία, η ασφάλεια των συναλλαγών, έννοιες οι οποίες περιφρουρούνται από αναγκαστικού δικαίου διατάξεις (αρθρ. 752 παρ. 1 εδ. 2, 753 παρ. 1 εδ. 2, 764 παρ. 1, 766 παρ. 2 εδ. 2 ΑΚ, 258 παρ. 3, 287 ν. 4072/2012) και την «αυτοδιαχείριση», με την έννοια ότι οι εταίροι δεν δύνανται, τουλάχιστον κατά την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη, να αναθέσουν την τύχη της εταιρείας σε εξωτερικούς τρίτους[9].
- Θεμελιώδης προβληματική, βαρύνουσας σημασίας στις προσωπικές εταιρείες, και δη στην ομόρρυθμη εταιρεία, που απασχόλησε έντονα τη σχολιαζόμενη απόφαση, σε άμεση συνάφεια με τα προαναφερθέντα δεδομένα, αποτελεί αφενός η έννοια, το περιεχόμενο και η λειτουργία της διαχείρισης της εταιρείας, και αφετέρου η συνυφασμένη με αυτή νομική θέση και ευθύνη των διαχειριστών της. Βασικό ερμηνευτικό ζήτημα δημιουργεί το γεγονός ότι, ενώ η τόσο κεντρική έννοια της διαχείρισης, που καταλαμβάνει κάθε πράξη του αρμόδιου εταιρικού οργάνου, η οποία αφορά την εν γένει διοίκηση της εταιρείας (αρθρ. 254 παρ. 3 ν. 4072/2012), της περιουσίας της και την επιδίωξη του εταιρικού της σκοπού, και διαπερνά ολόκληρο το φάσμα του δικαίου των εταιρειών, δεν τυποποιείται σαφώς και δεν προσδιορίζεται, ούτε στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, αλλά ούτε και στις διατάξεις του ν. 4072/2012[10].
4.1. Η διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρείας, καθιερώνεται στο άρθρο 254 παρ. 1, 2, 257 παρ. 1 ν. 4072/2012 ως δικαίωμα και υποχρέωση όλων των εταίρων. Η ιδιότυπη και διπλή αυτή φύση της διαχείρισης, ερείδεται στο γεγονός ότι απορρέει ευθέως από την ίδια την εταιρική συμμετοχή στην ομόρρυθμη εταιρεία, και είναι στενά συνυφασμένη με την αρχή της αυτοδιαχείρισης[11], σύμφωνα με την οποία η εξουσία και υποχρέωση προς διαχείριση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα[12]. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να ανατεθεί οργανικά με την εταιρική σύμβαση ή με μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτα πρόσωπα, όπως συμβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρείες. Η αρχή αυτή της αυτοδιαχείρισης αποτελεί το θεσμικό αντίβαρο της αυξημένης ευθύνης που αναλαμβάνουν οι ομόρρυθμοι εταίροι[13]. Εν σχέσει με την ανωτέρω συνάφεια, γίνεται δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία ότι, ο διαχειριστής εταίρος, υποχρεούται μεν να εκτελεί αυτοπροσώπως τη διαχείριση και δεν επιτρέπεται η οργανική του υποκατάσταση[14], παρόλα αυτά παρέχεται η δυνατότητα, εφόσον δεν υφίσταται σχετική καταστατική απαγόρευση[15], να αναθέσει σε τρίτο πρόσωπο (βοηθός εκπλήρωσης[16]) τη διενέργεια συγκεκριμένων διαχειριστικών πράξεων και να παράσχει στα πρόσωπα αυτά σχετική ειδική πληρεξουσιότητα[17].
4.2. Ιδίως όμως στο πλαίσιο της ομόρρυθμης εταιρείας – δεδομένο το οποίο, ενώ εντοπίζει, όχι πάντοτε ευκρινώς διατυπώνει η σχολιαζόμενη απόφαση – είναι ότι, η «διαχείριση» κατ’ αρθρ. 254 ν. 4072/2012 πρέπει να διαφοροποιείται σαφώς από τις αποφάσεις των εταίρων κατ’ αρθρ. 253 ν. 4072/2012, η λήψη των οποίων αποτελεί διακριτή έννοια, δεν αφορά την κατ’ ιδίαν επίτευξη του εταιρικού σκοπού, αλλά κυρίως την εσωτερική οργάνωση και τη συγκρότηση της εταιρείας, την εποπτεία και τον έλεγχό της, δηλαδή τα θεμελιώδη στοιχεία της εταιρείας[18], τα οποία βρίσκονται στην εξουσία των εταίρων ως «κυρίων» της και όχι ως «διαχειριστών» της. Στο δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας υπό το ν. 4072/2012 γίνεται σαφής πλέον διάκριση μεταξύ αποφάσεων που λαμβάνονται από τους εταίρους ως σύνολο, υπό την ιδιότητά τους αυτή και αφορούν θεμελιώδη ζητήματα της λειτουργίας της εταιρείας, όπως π.χ. η τροποποίηση του καταστατικού της, η απόφαση για καταβολή συμπληρωματικών εισφορών, ο διορισμός ή ανάκληση διαχειριστή[19], η εποπτεία και έλεγχος της διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων, και αποφάσεων που ανάγονται στη διαχείριση της εταιρείας και λαμβάνονται από τους διαχειριστές. Μπορεί να μην ορίζεται ρητά η συνέλευση των εταίρων ως το ανώτατο εταιρικό όργανο το οποίο έχει βάσει νόμου ορισμένες αρμοδιότητες, έμμεσα όμως το επιχειρεί ο νομοθέτης, όταν διακρίνει μεταξύ λήψης αποφάσεων που λαμβάνονται από τους εταίρους υπό την ιδιότητά τους αυτή (κατ’ αρθρ. 253 παρ. 1 ν 4072/2012), και αποφάσεων που υπάγονται στην εταιρική διαχείριση και λαμβάνονται από τους διαχειριστές (κατ’ αρθρ. 254 ν. 4072/2012).
Συνεπώς, τυποποιείται υπό το ν. 4072/2012, η διάκριση αρμοδιοτήτων και εξουσιών, διακριτών οργάνων της ομόρρυθμης εταιρείας, ως απόρροια της απολυτοποίησης της νομικής προσωπικότητας και της λειτουργίας του νομικού προσώπου μέσω οργάνων[20]. Σε αυτή την παραδοχή βασίζεται και η κρατούσα πλέον στη θεωρία άποψη[21], σύμφωνα με την οποία, καθώς ο νομοθέτης ορίζει πλέον ρητά ότι οι αποφάσεις στην ομόρρυθμη εταιρεία λαμβάνονται με συμφωνία όλων των εταίρων (αρθρ. 253 παρ. 1), αυτό σημαίνει ότι προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικού οργάνου, αρμοδίου να λαμβάνει τις αποφάσεις αυτές, δηλαδή τη συνέλευση των εταίρων[22], ως το κυρίαρχο και ανώτατο όργανο της εταιρείας. Η αξίωση των ομορρύθμων εταίρων να συμμετέχουν στο ανώτατο αυτό όργανο της εταιρείας και να συμπράττουν στη λήψη των αποφάσεων απορρέει από την αναφαίρετη εταιρική τους ιδιότητα. Ως προς δε την ομοφωνία κατά τη λήψη των αποφάσεων στη συνέλευση των εταίρων, αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου (αρθρ. 253 παρ. 2 ν. 4072/2012). Αναφορικά όμως με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των εταίρων ως συνέλευση, ισχύει ο κανόνας της άτυπης λειτουργίας της[23], με βάση τον οποίο οι σχετικές αποφάσεις, είτε γραπτές είτε προφορικές, χωρίς συστατική σημασία για την εγκυρότητά τους, εκτός από τις υποχρεωτικά καταχωριστέες στο Γ.Ε.ΜΗ., δύνανται να λαμβάνονται με ψήφο που δίδεται εγγράφως ή και προφορικά ή και δια περιφοράς είτε με επιστολή ή με email κλπ., κατ’ αρθρ. 361 ΑΚ. Οι δε εταίροι συνομολογούν μια τυπική διαδικασία σύγκλησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο μετά από ειδοποίηση ή κοινοποίηση της ημερήσιας διάταξης και ψήφισης[24].
4.3. Ως προς την έννοια της διαχείρισης της ομόρρυθμης εταιρείας, αποτελείται κυρίως και πρωτίστως από νομικές αλλά και υλικές πράξεις, εντός του πλαισίου της επιδίωξης του εταιρικού σκοπού, οι οποίες ωστόσο είναι αδύνατον να προσδιοριστούν εκ των προτέρων, καθώς, αφενός χαρακτηρίζονται από την επιχειρηματική ευχέρεια και κρίση, ενώ αφετέρου ο ν. 4072/2012 δεν καθορίζει αυστηρό κριτήριο διάκρισης από τοις λοιπές αποφάσεις και ενέργειες των εταιρών που δεν σχετίζονται άμεσα με την επιδίωξη του κοινού σκοπού, όπως αντιθέτως συμβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρείες και δη στο δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών (αρθρ. 34 ν. 2190/1920, 78, 117 ν. 4548/2018)[25].
4.4. Εντελώς σχηματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, η διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρείας, συναποτελείται από την εν στενή εννοία διαχείριση (κατ’ αρθρ. 254 ν. 4072/2012), η οποία διαμορφώνεται με μεγαλύτερη ελευθερία από τους εταίρους, και αφορά κυρίως στον σχηματισμό της βούλησης των διαχειριστών στην προώθηση του εταιρικού σκοπού, στο αν δηλαδή οι διαχειριστές έχουν ή όχι από το νόμο και το καταστατικό την εξουσία να διενεργήσουν ορισμένη πράξη εντός του σκοπού της εταιρείας[26], και από την εκπροσώπηση της εταιρείας(κατ’ αρθρ. 257 ν. 4072/2012), με κυρίως διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, που αφορά στην εξωτερίκευση της βούλησης της εταιρείας, δηλαδή στην εξουσία του διαχειριστή να συναλλάσσεται και να δρα στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας στις εξωτερικές της σχέσεις και να την δεσμεύει τοιουτοτρόπως απέναντι στους τρίτους[27]. Σύμφωνα άλλωστε και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4072/2012[28], η προς τα έσω διαχείριση είναι στενότερη από την εκπροσώπηση, με την έννοια ότι η πρώτη επιδέχεται περιορισμών από το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων (κατ’ αρθρ. 257 παρ. 3 εδ. γ)[29].
- Ως προς τη νομική θέση των διαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρείας, με βάση την απολύτως κρατούσα σε νομολογία και θεωρία οργανική θεωρία[30] την οποία ασπάζεται και η σχολιαζόμενη απόφαση, οι διαχειριστές τυποποιούνται ως τα βουλητικά όργανα της εταιρείας, τα οποία έλκουν από το νόμο και το καταστατικό της, την εξουσία, στο όνομα και για λογαριασμό της, να πραγματώνουν την αυτοτελή δικαιοπρακτική και αδικοπρακτική της δράση[31]. Οι κανόνες για την αντιπροσώπευση και την πληρεξουσιότητα κατ’ αρθρ. 211επ. ΑΚ δεν βρίσκουν εφαρμογή στους διαχειριστές, παρά μόνον αναλογικά και μόνον για την πλήρωση κενών, τα οποία καταλείπουν οι κανόνες που διέπουν την οργανική θέση τους.
5.1. Ο διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρείας, πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα του με επιμέλεια, υπέχει υποχρέωση πίστης έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας και των λοιπών εταίρων, οφείλει δε να μην ανταγωνίζεται την εταιρεία και να μην αποκαλύπτει τα επιχειρηματικά της απόρρητα[32]. Σύμφωνα και με το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης απόφασης, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της κρατούσας νομολογίας, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαχειριστών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 714-723 ΑΚ για την εντολή (754 ΑΚ παρ. 2)[33], μόνον όμως ως προς τη συμπλήρωση τυχόν των κενών από τους κανόνες του εταιρικού δικαίου και στον βαθμό που δεν υπάρχουν ειδικότερες ρυθμίσεις στην εταιρική σύμβαση[34].
5.2. Ως προς την καθοριστικής σημασίας έννοια της ευθύνης των διαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρείας, σύμφωνα και με την πάγια στη νομολογία και θεωρία άποψη στην οποία εντάσσεται και η σχολιαζόμενη απόφαση με ειδική προς τούτο ανάλυση και διεξοδική θεμελίωση, οι τελευταίοι ευθύνονται σε αποζημίωση, όπως άλλωστε και οι μη διαχειριστές εταίροι κατ’ αρθρ. 252 ΑΚ[35], για κάθε υπαίτια αθέτηση των υποχρεώσεών τους, η οποία ζημίωσε την εταιρεία, εφόσον υπάρχει και αποδεικνύεται επιπλέον πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην εντοπιζόμενη παραβίαση και στην επελθούσα ζημία[36]. Η ευθύνη τους αυτή είναι συμβατική ερειδόμενη στην μεταξύ τους εταιρική σχέση[37] και υφίσταται για κάθε πταίσμα, άρα και για ελαφρά αμέλεια κατ’ αρθρ. 252 εδ. β’ ν. 4072/2012 σε συνδυασμό με τα άρθρα 714 και 754 παρ. 2 ΑΚ. Κατά δεν την επίσης κρατούσα στη νομολογία άποψη, δεν αποκλείεται να υφίσταται εκ μέρους του διαχειριστή και υποχρέωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας κατ’ αρθ. 297. 298 και 914 ΑΚ, εφόσον η συντελεσθείσα παραβίαση των υποχρεώσεών του εκ του καταστατικού εντάσσεται έτσι κι αλλιώς στο πραγματικό των άνω διατάξεων, δηλαδή και χωρίς την ύπαρξη της εταιρικής σχέσης[38].
- Καθοριστικό κριτήριο, στο οποίο βασίστηκε και η σχολιαζόμενη απόφαση για να καταλήξει στις αποφατικές τις κρίσεις περί κατάγνωσης ευθύνης και υπαιτιότητας στο πρόσωπο του διαχειριστή της, αποτελεί η υποχρέωση για επιμελή διαχείριση (duty of care), η αθέτηση δηλαδή ή η πλημμελής εκπλήρωση του καθήκοντος διαχείρισης. Όπως συμβαίνει κατά τα προαναφερθέντα και με την έννοια της διαχείρισης της ομόρρυθμης εταιρείας, έτσι και με την έννοια της επιμελούς διαχείρισης, δεν δίδεται από το νομοθέτη συγκεκριμένος ορισμός. H επιλογή όμως αυτή του νομοθέτη δεν είναι τυχαία, αν αναλογιστούμε ότι οι διαχειριστές και εν γένει διοικούντες μιας εταιρείας, διαθέτουν ευρύτατη διακριτική ευχέρεια για επιχειρηματική δράση ώστε να λαμβάνουν τις κάθε φορά ενδεδειγμένες για την προώθηση του εταιρικού σκοπού και τις πλέον συμφέρουσες για την εταιρεία αποφάσεις[39].
6.1. Συνάγονται όμως τα στοιχεία της ιδιοσυστασίας της υποχρέωσης επιμελούς διαχείρισης των διαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρείας από την αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 288 στο δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας, αλλά και από τον ίδιο το καθήκον διαχειρίσεως[40], με βάση τα οποία ο διαχειριστής εταίρος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, άρα και για αμέλεια[41], δηλαδή για τη μη καταβολή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, και ειδικότερα όταν λαμβάνει διαχειριστικές αποφάσεις οι οποίες προσκρούουν στην υποχρέωση πίστης, π.χ. ανταγωνιστικές πράξεις, όταν παραλείπει υποχρεώσεις λογοδοσίας και πληροφόρηση κλπ. Λαμβάνεται δε υπόψη ως αντικειμενικό – συγκριτικό μέτρο συμπεριφοράς, την οποία οφείλει να επιδεικνύει ο μέσος διαχειριστής προσωπικής εταιρείας κατά την άσκηση των διαχειριστικών του καθηκόντων (συνδυαστική εφαρμογή 288, 330 εδ. β’, 714 ΑΚ, 252 εδ. β’ ν. 4072/2012)[42].
6.2. Δικαιούχος της αποζημίωσης, σε περίπτωση κατάγνωσης διαχειριστικής ευθύνης και πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξης και επελθούσας ζημίας, είτε πρόκειται περί συμβατικής είτε περί αδικοπρακτικής, νομιμοποιείται να αξιώσει μόνο το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας, ως ο αμέσως παθών και όχι οι κατ’ ιδίαν μη διαχειριστές εταίροι της, καθώς οι τελευταίοι θεωρείται, σύμφωνα με την πάγια στη νομολογία άποψη, ότι υπέστησαν μόνον έμμεση – αντανακλαστική ζημία, η οποία δεν αποζημιώνεται αυτοτελώς[43], παρά μόνον κατ’ εξαίρεση εφόσον η αδικοπρακτική συμπεριφορά του διαχειριστή ή άλλος αυτοτελής λόγος παραγωγικός υποχρέωσης προς αποζημίωση στρέφεται κατά των ίδιων των εταίρων ατομικά[44], οπότε φορείς της αξίωσης αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη θα είναι οι κατ’ ιδίαν μη διαχειριστές εταίροι.
- Συνεπακόλουθα, ο κανόνας της επιχειρηματικής κρίσης, σύμφωνα με τον οποίο δεν δύναται να καταλογιστεί ευθύνη στο πρόσωπο των διοικούντων έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας, προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις τους που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος (κατ’ αρθρ. 22α ν. 2190/1920, 102 παρ. 4 ν. 4548/2018), πρέπει να θεωρείται αδιαμφισβήτητο ότι εφαρμόζεται ευθέως και στο δίκαιο των προσωπικών εταιρειών[45], καθώς αποτελούν άγραφο στοιχείο του πραγματικού της έννοιας της επιμελούς διαχειρίσεως, το οποίο οριοθετεί τη συμπεριφορά που οφείλουν να επιδεικνύουν οι διαχειριστές κατά τη λήψη των αποφάσεων στις οποίες κυριαρχεί το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας ανάμεσα σε πολλαπλές επιλογές[46].
7.1. Το δεδομένο άλλωστε αυτό αναγνωρίζει εμμέσως πλην σαφώς με αρνητική διατύπωση και η σχολιαζόμενη απόφαση σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας (σελ. 38), «{…} μόνη η ιδιότητα εταίρου ως διαχειριστή, ο οποίος στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας διενεργεί πράξεις ή προβαίνει σε παραλείψεις, δεν συνεπάγεται έλλειψη υπαιτιότητάς του και συνεπώς προσωπικής του ευθύνης έναντι της εταιρείας, εάν αυτές κείνται εκτός του εταιρικού σκοπού και προξενούν σε αυτή ζημία, επιβαρύνοντάς την με δαπάνες, που μειώνουν το ενεργητικό της και κατ’ επέκταση την περιουσία της {…}» ενώ επίσης σελ. 39 «{…} ουδόλως προέβαλε με τον σχετικό λόγο της έφεσής της ισχυρισμό ότι οι συγκεκριμένες για κάθε περίπτωση δαπάνες, που επιβάρυναν την αναιρεσίβλητη εταιρεία, εντάσσονταν στο καλώς νοούμενο συμφέρον της και στον εταιρικό της σκοπό, ώστε να θεμελιώνεται νόμιμη κατά το άρθρο 714 ΑΚ ένσταση περί ελλείψεως υπαιτιότητας της αναιρεσείουσας ως διαχειρίστριας». Επίσης, οι διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας δεν ευθύνονται εάν η ζημιογόνος πράξη τους στηρίζεται σε ομόφωνη απόφαση των εταίρων, ή αν έχουν εγκρίνει ομόφωνα τη ζημιογόνο αυτή πράξη ή αν έχουν απαλλαγεί από την ευθύνη τους αυτή.
- Συνδυαστικά προς την κατά τα προαναφερθέντα υποχρέωση για επιμελή διαχείριση, η σχολιαζόμενη απόφαση, για να καταλήξει στις αποφατικές τις κρίσεις περί κατάγνωσης ευθύνης και υπαιτιότητας στο πρόσωπο του διαχειριστή της, βασίστηκε εξίσου στην οργανική υποχρέωση πίστης (duty of loyalty)[47], η οποία βαρύνει μεν στο δίκαιο των προσωπικών εταιρειών όλους τους εταίρους (288, 741, 747 ΑΚ, 249 ν. 4072/2012), όμως βαρύνει κυριαρχικά και ειδικότερα τους διαχειριστές εταίρους της που, ως όργανα της εταιρείας, είναι επιφορτισμένοι θεσμικά για την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού, διαθέτοντας προς το σκοπό αυτό ευρύτατη εξουσία και δυνατότητα επιρροής της επιχειρηματικής ζωής. Κρίσιμο όμως να ειπωθεί, συγκριτικά προς το δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών, είναι ότι, στο δίκαιο των προσωπικών εταιρειών, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των κεφαλαιουχικών εταιρειών, η υποχρέωσης πίστης και επιμέλειας, είναι δυνατόν να υπόκεινται σε καταστατικές διαβαθμίσεις, αρκεί να μην θίγεται ο πυρήνας των υποχρεώσεων που συνίστανται στην υποχρέωση κάθε διαχειριστή εταίρου για συμμετοχή στη διαχειριστική λειτουργία και κατ’ επέκταση στην προώθηση του εταιρικού σκοπού[48].
8.1. Η υποχρέωση πίστης, επιβάλλει μεταξύ άλλων στους διαχειριστές εταίρους, να ασκούν ενεργή και διαρκή άσκηση των καθηκόντων τους, τους απαγορεύει την επιδίωξη ατομικών τους συμφερόντων εναντίον των συμφερόντων της εταιρείας, τους απαγορεύει την αξιοποίηση εταιρικών μέσων και ευκαιριών για προσωπικό όφελος εκμεταλλευόμενοι την οργανική τους ιδιότητα, την προνομιακή τους πληροφόρηση, την οικειοποίηση επιχειρηματικών ευκαιριών, μέσων και απορρήτων, ενώ τους επιβάλλει υποχρέωση εχεμύθειας για τις εταιρικές υποθέσεις και τα κάθε είδους επιχειρηματικά απόρρητα, ενώ τέλος επιβάλλει στους διαχειριστές υποχρέωση πληροφόρησης και λογοδοσίας.
8.2. Μια από τις βασικές εκφάνσεις και εξειδικεύσεις της υποχρέωσης πίστης αποτελεί και η υποχρέωση για πληροφόρηση και λογοδοσία, έννοιες οι οποίες αμφότερες απασχόλησαν έντονα και τη σχολιαζόμενη απόφαση. Η παράγραφος 4 του άρθρου 254 ν. 4072/2012 σε συνδ. με την 755 ΑΚ, τυποποιεί την υποχρέωση των διαχειριστών για πληροφόρηση σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, καθώς και υποχρέωση λογοδοσίας, επαναλαμβάνοντας τοιουτοτρόπως τη νομοθετική πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 718 ΑΚ σε συνδ. με το άρθρο 303 ΑΚ, στις οποίες εύρισκαν έρεισμα οι υποχρεώσεις αυτές και πριν την εισαγωγή του ν. 4072/2012, η εφαρμογή των οποίων έχει πλέον εκτοπιστεί από τις άνω ειδικότερες. Σε αντίθεση όμως με τη διάταξη του 718 ΑΚ, το άρθρο 254 παρ. 4 ν. 4072/2012 δεν εξειδικεύει το υποκείμενο των σχετικών αξιώσεων, αφήνοντας στη νομολογία και την επιστήμη την επίλυση του αμφισβητούμενου ζητήματος αν δικαιούχος είναι το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας ή οι μη διαχειριστές εταίροι της[49]. Σαφής όμως διάκριση υφίσταται μεταξύ της υποχρέωσης λογοδοσίας και πληροφόρησης των διαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρείας και αφενός του δικαιώματος ελέγχου των μη διαχειριστών εταίρων[50] με κατ’ ιδίαν και αυτοπρόσωπη πληροφόρηση σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, αυτοπρόσωπη εξέταση των βιβλίων της εταιρείας και κατάρτιση περιλήψεως της περιουσιακής κατάστασης, και αφετέρου από την υποχρέωση των διαχειριστών για σύνταξη λογαριασμού στο τέλος της εταιρικής χρήσης κατ’ αρθρ. 254 ν. 4072/2012.
8.3. Επίσης ειδικότερη έκφανση και εξειδίκευση της υποχρέωσης πίστης των διαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρείας που εντάσσεται εννοιολογικά στην υποχρέωση παροχής πληροφόρησης, αποτελεί η κατ’ αρθρ. 255 ν. 4072/2012 υποχρέωση περί σύνταξης ετήσιων λογαριασμών, υποχρέωση στενά συνυφασμένη την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, τη διανομή κερδών, τον χρόνο και τον τρόπο διανομής και λήψης των σχετικών αποφάσεων, ακανθώδη ζητήματα του δικαίου των προσωπικών εταιρειών, τα οποία απασχόλησαν έντονα τη σχολιαζόμενη απόφαση, ιδίως εν σχέσει με την αυθαίρετη απόφαση του διαχειριστή της εταιρείας περί μη διανομής κερδών και μεταφορά τους «εις νέον» και τη μη ορθή, ανακριβή και μη σύννομη τήρηση των βιβλίων και λογαριασμών της εταιρείας.
- Εισαγωγικά, οι ετήσιοι λογαριασμοί που προβλέπονται και τυποποιούνται στο άρθρο 255 ν. 4072/2012 και η υποχρέωση σύνταξή τους εντάσσονται αποκλειστικά εντός του ρυθμιστικού και κανονιστικού πλαισίου του εταιρικού δικαίου, και ειδικότερα του δικαίου των ομορρύθμων εταιρειών και αφορούν την ενδοτικού δικαίου ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των εταίρων εντός του γενικότερου πλαισίου του άρθρου 252 ν. 4072/2012[51], είναι δε έννοια καταφανώς διαφορετική από τα εμπορικά βιβλία του ΕμπΝ (αρθρ. 8επ.) αλλά και από τα λογιστικά αρχεία, τους λογαριασμούς και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των Ε.Λ.Π. που αποτελούν αναγκαστικές διατάξεις του δημοσίου, λογιστικού – φορολογικού δικαίου. Τούτων δοθέντων, οι ομόρρυθμοι εταίροι, δύνανται κατ’ αρθρ. 252 ν. 4072/2012 να προβλέψουν καταστατικά ότι η διανομή κερδών θα πραγματοποιείται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα πριν από το τέλος της εταιρικής χρήσης – διαχειριστικής περιόδου, ακόμη και χωρίς προσωρινό ισολογισμό, ή ότι θα τηρούνται ατομικοί λογαριασμοί για κάθε εταίρο, μεταβλητού χαρακτήρα που θα χρεώνονται και πιστώνονται μεταξύ άλλων με τις κερδοζημίες που του αναλογούν, τις εκάστοτε απολήψεις και τις έναντι αυτών καταβολές του για συμψηφισμό αποδοτέων κερδών[52].
9.1. Σημαντικό προς ανάδειξη δεδομένο εντός του πλαισίου της σχολιαζόμενης απόφασης αποτελεί το γεγονός ότι, για τη γέννηση της αξίωσης των εταίρων επί των κερδών της εταιρικής χρήσης, δεν αποτελεί προϋπόθεση ούτε το κλείσιμο λογαριασμού στο τέλος του έτους κατ’ αρθρ. 762 ΑΚ, ούτε η σύνταξη ισολογισμού, ούτε και η έγκριση των εταιρικών λογαριασμών από τη συνέλευση των εταίρων, έτσι ώστε ο δικαιούχος εταίρος δεν απαιτείται να επικαλείται τα σχετικά περιστατικά για τη θεμελίωση της αγωγής του με αίτημα την καταβολή εκ μέρους της εταιρείας των κερδών που του αναλογούν, αρκεί ο ίδιος να προσδιορίζει το ύψος τους[53]. Αντίθετα, σύμφωνα με την κρατούσα στην επιστήμη άποψη, η αξίωση των εταίρων επί των κερδών της εταιρικής χρήσης – διαχειριστικής περιόδου γεννάται μόνο με την έγκριση των ετήσιων λογαριασμών από τους εταίρους έστω και με σιωπηρή απόφασή τους[54]. Κατά την ορθότερη όμως άποψη, η αξίωση των εταίρων επί των κερδών της εταιρικής χρήσης – διαχειριστικής περιόδου γεννιέται με τη λήξη της τελευταίας, χωρίς να είναι απαραίτητη η σύνταξη και έγκριση των ετήσιων λογαριασμών από τους εταίρους, ενώ απόφαση των εταίρων ή καταστατική πρόβλεψη απαιτείται σε περίπτωση διάθεσης των ετήσιων κερδών με διαφορετικό τρόπο από την ετήσια διανομή τους (π.χ. σχηματισμός αποθεματικού, μεταφορά «εις νέον» κλπ.)[55], άποψη την οποία ακολουθεί και η σχολιαζόμενη απόφαση.
9.2. Πιο συγκεκριμένα, για τον τρόπο διανομής των κερδών ομόρρυθμης εταιρίας εφαρμόζεται, ελλείψει ειδικότερης πρόβλεψης του καταστατικού, η διάταξη του άρθρου 762 ΑΚ, δυνάμει της οποίας τα κέρδη μοιράζονται στους εταίρους στο τέλος της χρήσης. Η μεταφορά των κερδών στην επόμενη χρήση για το σχηματισμό αποθεματικού προϋποθέτει τη λήψη ομόφωνης απόφασης από τους εταίρους. Εφόσον οι εταίροι δεν λάβουν τέτοια απόφαση ως το ανώτατο όργανο της εταιρείας κατά τα προαναφερθέντα, ο διαχειριστής δεν μπορεί να πράξει τούτο μόνος του και τυχόν τέτοια ενέργειά του θα είναι μη νόμιμη[56]. Η άποψη άλλωστε αυτή ενισχύεται έτι περαιτέρω από το γεγονός ότι, από καμία νομοθετική διάταξη συνάγεται ότι οι υποχρεωτικοί αυτοί λογαριασμοί για τη σύνταξη των οποίων είναι αρμόδιοι οι διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας, υποβάλλονται προς έγκριση απ’ όλους τους εταίρους ή ότι η έγκριση τους από τους εταίρους αποτελεί προϋπόθεση για τη διανομή των κερδών, όπως συμβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρείες[57]. Πράγματι, κατά την ορθότερη άποψη, η σύνταξη των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων αποτελεί εκδήλωση και συγκεκριμενοποίηση της υποχρέωσης των διαχειριστών εταίρων για υποχρεωτική λογοδοσία (εξαιτίας του αναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων της λογιστικής νομοθεσίας) απέναντι στο νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας και στους μη διαχειριστές εταίρους κατ’ αρθρ. 254 παρ. 4 ν. 4072/2012[58].
Ιωάννης Αθηναίος-Πιέρρος
Δικηγόρος, Υποψήφιος Διδάκτωρ Νομικής Δ.Π.Θ., LLM
[1] Πρβλ. Μ. – Θ. Μαρίνο Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στις προσωπικές εταιρείες, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, σελ. 10-11
[2] Πρβλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 39
[3] Πρβλ. Ψυχομάνη, Το δίκαιο των προσωπικών εταιρειών, επιμ. Ν. Ρόκα, τ. 1 2001§2 αρ. 15, Γιοβανόπουλο, σε ΣΕΑΚ, επιμ. Γεωργιάδη Απ., αρθρ. 741 αρ. 13.
[4] Πβλ. Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, Αι προσωπικαί εταιρείαι, τ. Ι, 19, Μηνούδη σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθα 741-784 αρ. 17, Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, ειδικό μέρος, τ. ΙΙ, 717.
[5] Πρβλ. Wiedmann, Gesellschaftsrecht Bd II, Recht der Personengesellschaften, 124
[6] Πρβλ. Γεωργακόπουλο, ό.π., 116επ., Ψυχομάμη, ό.π., §2 αρ. 25, Γιοβαννόπουλο, ό.π., αρθρ. 741 αρ. 111.
[7] Πρβλ. ενδ. ΕφΑθ 6514/2009, ΕΕμπΔ 2010, 621, ΕφΘες 870/2008, ΕΕμπΔ, 2009, 571, ΠΠρΘες 4978/2011, Αρ. 2011, 781, με παρατ. Μπεχλιβανή, Μαρίνο, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, §3 αρ. 24επ., Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, 57
[8] Πρβλ. ενδ. ΑΠ 339/2010, ΕλλΔνη 2010, 1002, ΑΠ 797/2010, ΕλλΔνη, 2011, 1342, ΠΠρΘες 14059/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 871/2002 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 13596/2014, ΔΕΕ 2015, 139 με παρατ. Μπαμπέτα, ΜΠρΘες 10672/2011 ΕΕμπΔ 2011, 387.
[9] Πρβλ. ΑΠΟλ 13/1997, ΔΕΕ 1997, 581 με παρατ. Κοκκίνη = ΕΕμπΔ 1997, 519 με παρατ. Τζουγανάτου, ΑΠ 1374/2013, ΕΕμπΔ 2013, 838 = ΧρΙΔ 2014, 218, ΑΠ 1859/2011, ΕπισκΕΔ 2012, 143, ΠΠρΑθ 4887/2013, ΕΕμπΔ 2014, 843, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, 40, Μαρίνος ΧρΙΔ 2015, 246 επ. με περαιτέρω εκεί παραπομπές, Καραγκουνίδης, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, υπό άρθρο 254 αρ. 18, βλ. όμως και κριτικά Παπμπούκη, ΕπισκΕΔ 2014, 229
[10] Πρβλ. Γεωργακόπουλο, ό.π., 187, Παμπούκη, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, 267, Λιακόπουλο, σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, αρθρ. 748 αρ. 1 επ, Τέλλη, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, §5 αρ. 1
[11] Πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, §10 αρ. 9, Τέλλη, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, §5 αρ. 12-επ, Καραγκουνίδη, ό.π., 221-222.
[12] Πρβλ. ενδ. ΑΠΟλ 13/1997, ΕΕμπΔ 1997, 518, ΑΠ 1896/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1374/2013 ΧρΙΔ 2014,, 218, ΑΠ 1859/2011, ΕπισκΕΔ 2012, 142.
[13] Πρβλ. ΑΠ 1896/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1374/2013 ΧρΙΔ 2014, 218, Μ-Θ.Μαρίνο, ΧρΙΔ 2015, 246, τον ίδιο, ΧρΙΔ 2016, 466επ.
[14] Πρβλ. ΑΠΟλ 13/1997 ΕλλΔνη, 1997, 771, ΑΠ 1374/2013, ΝΟΜΟΣ.
[15] Πρβλ. Καραγκουνίδη, ό.π., αρθρ. 254 παρ. 3
[16] Πρβλ. ΑΠ 1374/2013, ΝΟΜΟΣ.
[17] Πρβλ. ΑΠ 1859/2011 ΕπισκΕΔ 2012, 142, ΕφΑθ 2999/2015, ΝΟΜΟΣ).
[18] Πρβλ. Habersack, Mathias and Schäfer, Carsten. Das Recht der OHG: Kommentierung der §§ 105 bis 160 HGB, Berlin, New York: De Gruyter, 2010. https://doi.org/10.1515/9783899498080, §114 αρ.15, όπου γίνεται αναφορά περί «Grundlagenbereich» και « Grundlagengeschäfte», Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, Προσωπικές και Κεφαλαιουχικές Εταιρείες, 2016, §21 αρ. 1, Καραγκουνίδη, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, αρθρ. 254, σελ 217§β.
[19] Πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρείες, §11, Α. Αποφάσεις των εταίρων.
[20] Πρβλ. Σωτηρόπουλο, Θέματα διαχείρισης και εκπροσώπησης της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρείας, ΠΣΕΜΠ 22ο , σελ.218επ.
[21] Πρβλ. Σωτηρόπουλο, ΔΕΕ, 2013, 197επ, Καραγκουνίδη, ό.π., σελ 194
[22] Πρβλ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, §21 Λήψη των αποφάσεων στην ομόρρυθμη εταιρεία, σελ. 109,
[23] Πρβλ. ΕφΘες 1685/2011, ΕλλΔνη, 2012
[24] Πρβλ. ΕφΘες 1685/2011, ΕλλΔνη 2012, ΠΠρΘες 10419/2022, ΝΟΜΟΣ, Καραγκουνίδη, ό.π., §4 αρ. 20 επ.,σελ. 197.
[25] Πρβλ. Καραγκουνίδη, ό.π., 214-215 με περαιτέρω εκεί παραπομπές.
[26] Πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, §10 αρ. 2
[27] Πρβλ. Γεωργακόπουλο, ό.π., 188, Παμπούκη, ό,π., 271, Ν. Ρόκα, ό.π. §10 αρ. 2.
[28] Πρβλ. Αιτ. έκθεση ν. 4072/2012, 66
[29] Πρβλ. Σωτηρόπουλο, Θέματα διαχείρισης και εκπροσώπησης της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρίας – Συγχρόνως σκέψεις σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου των προσωπικών εμπορικών εταιριών μετά το Ν 4072/2012, ΔΕΕ 3/2013, 198.
[30] Πρβλ. ΑΠΟλ 13/1997, ΕΕμπΔ 1997, 518, ΑΠ 1896/2014, ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘες 1910/2014, ΕπισκΕΔ 2014, 777, Παμπούκη, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, σελ. 356 επ, Münchener Kommentar zum Handelsgesetzbuch: HGB, Band 2: Zweites Buch. §§ 105-229 Konzernrecht der Personengesellschaften, §114 αρ. 32
[31] Πρβλ. Καραγκουνίδη, ό.π., σελ. 220
[32] Πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, σελ. 68επ.
[33] Πρβλ. ΑΠ 192/2016, ΝΟΜΟΣ
[34] Πρβλ. Λιακόπουλο, σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, 754 αρ. 1,8
[35] Πρβλ. Αλεξανδρίδου, ό.π.,§20, αρ. 29
[36] Πρβλ. Τέλλη, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, §5, αρ. 238, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, §19 αρ. 10, Αντωνόπουλος, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, §24, αρ. 39επ., Αλεξανδρίδου, ό.π. §20 αρ. 29επ.
[37] Πρβλ. ad hoc ΑΠ 192/2016, ΔΕΕ 2016, 897, Αντωνόπουλο, ό.π., §24 αρ. 39.
[38] Πρβλ. ad hoc ΑΠ 192/2016, ΔΕΕ 2016, 897
[39] Πρβλ. Κατσά, Επιχειρηματικός κίνδυνος και ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΔΕΕ 2006, ΠΠρΑθ 419/2005, ΕΕμπΔ 2005, 308, με παρτ. Σωτηρόπουλου, Μ -Θ. Μαρίνο, ΧρΙΔ 2008, 56, τον ίδιο ΧρΙΔ 2009, 108, Καραγκουνίδη σε Αντωνόπουλο – Μούζουλα Α.Ε., παρατ 22α και 23, αρ. 4.
[40] Πρβλ. Τέλλη, ό.π., §5, αρ. 156
[41] Πρβλ. ΑΠ 1569/2014 ΧρΙΔ 2015, 185
[42] Πρβλ. ενδ. αναλογικά για το μέτρο επιμέλειας των μελών δ.σ. αε ΕφΑΘ 5102/2012, ΕΕμπΔ 2013, 329, ΕφΘες 1801/2008, ΕπισκΕΔ 2008, 1164,και ad hoc 192/2016, ΝΟΜΟΣ
[43] Πρβλ. ενδ. ΑΠΟλ 1/1994, ΝοΒ, 1994, 459, ΑΠ 1648/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1831/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1947/2006, ΔΕΕ 2007.
[44] Ππρβλ. ΑΠ 580/1984, ΕΕμπΔ 1985, 464, ΕφΘες 1264/1999, ΕπισκΕΔ 1999, 593, ΕφΘες 951/1996, ΔΕΕ, 1996, 804.
[45] Πρβλ. Μ.Θ. Μαρίνο ΔΕΕ 2009, 657, Μικρουλέα, Όρια δράσης και ευθύνη των εταιρικών διοικητών σε Μελέτες Δικαίου Επιχειρήσεων και Εταιριών, τ. 27, σελ. 67
[46] Πρβλ. αναλυτικά Καραγκουνίδη, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, σελ. 230-244 με περαιτέρω εκεί παραπομπές
[47] Πρβλ. Μ – Θ Μαρίνο, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών,§3 αρ. 29, ο ίδιος, Απαγορεύσεις Ανταγωνισμού, σελ. 118, Τέλλης, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, §5 αρ. 158επ, Αλεξανδρίδου, ό.π., §20 αρ.22.
[48] Πρβλ. Λιακόπουλο, σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, αρθρ. 754 αρ. 1, όπου αναφέρεται ότι και οι υποχρεώσεις από τις διάταξεις 714-723 ΑΚ θεωρούνται ενδοτικό δίκαιο.
[49] Πρβλ. Καραγκουνίδη, ό.π., σελ 233. Όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 4 και σύμφωνα με την πάγια σχετική νομολογία που είχε διαμορφωθεί υπό το προϊσχύσαν καθεστώς (ΑΚ 718), φορέας του δικαιώματος πληροφόρησης δεν ήταν ο κάθε εταίρος ατομικά, αλλά το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας το όποιο έχει τη θέση του εντολέα και άρα δικαιούχου πληροφοριών (ΕφΘες 828/2008 Αρμ. 2009, 1874, ΕφΘες 309/1998, ΔΕΕ, 1998, 302, ΕφΑθ 5284/1984, ΝοΒ 1985, ΜονΠρωτΘες 1154/2015 ΕλλΔνη, 2016).
[50] Πρβλ. ΠολΠρωτΑθ 1116/2010, ΝΟΜΟΣ
[51] Πρβλ. ΕφΘες 1689/2011 ΕλλΔνη, 2015, 1735, ΕφΘες 1685/2011 ΕπισκΕΔ 2012, Γιοβανόπουλο σε Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 762 αρ. 6, Αυγητίδη, Διανομή κερδών στην ομόρρυθμη εταιρία – Προϋποθέσεις μεταφοράς σε επόμενη χρήση, ΔΕΕ 2012, 197επ.
[52] Πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, §9 αρ. 3, Κοκκίνη, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών 16 αρ. 26, Καραγκουνίδη, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, σελ. 240επ., με περαιτέρω εκεί αναφορά και παραπομπές στον γερμανικό Εμπορικό Κώδικα και θεωρία και στην έννοια της κεφαλαιακής μερίδας (Kapitalanteil) ως λογιστικού μεγέθους.
[53] Πρβλ. ενδ. ΑΠ 581/2004, ΕΕμπΔ 2004, 762, ΑΠ 1688 ΕΕμπΔ 2000, 82, ΜονΕφΠειρ 264/2015, ΕλλΔνη 2016, 820, ΕφΘες 1689/2011, ΕλλΔνη, 2015, 1735
[54] Πρβλ. Αντωνόπουλο, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, §23 αρ. 4, Παμπούκης, ΕπισκΕΔ 2012, 979.
[55] Πρβλ. Αυγητίδη, Διανομή κερδών στην ομόρρυθμη εταιρία – Προϋποθέσεις μεταφοράς σε επόμενη χρήση, ΔΕΕ 2012, 197επ.
[56] Πρβλ. Αυγητίδη, ό.π., 197επ.
[57] Πρβλ. Καραγκουνίδη, ό.π., σελ. 241-242.
[58] Πρβλ. Τέλλη, σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, §5 αρ. 211, 235επ., Παμπούκη, ΕπισκΕΔ 2012, 980